Ο Γενς Βάιντμαν, που είναι ο διοικητής της Bundesbank από το Μάιο του 2011, ερωτήθηκε από το περιοδικό Wirtschaftwoche αν βλέπει σημάδια ανάκαμψης στις χώρες του Ευρώ που έχουν τα περισσότερα προβλήματα, σε εμάς δηλαδή και στους υπόλοιπους γνωστούς τέσσερις. Είπε «στη μία άκρη του φάσματος βρίσκεται η Ιρλανδία και στην άλλη η Ελλάδα» αλλά δεν μας εξήγησε ακριβώς ποιος ακριβώς είναι αυτός ο άξονας, ποια δεδομένα ακριβώς λαμβάνει υπόψιν, ή αν τέλος πάντων υπάρχει μόνο στο κεφάλι του, είναι ας πούμε μια σούμα όλων όσων γνωρίζει για τις δύο χώρες.

Επειδή πολύ λίγα πράγματα μπορούμε να κάνουμε για να καταλάβουμε τι έχει στο μυαλό του ο κύριος Βάιντμαν, αναγκαστικά αυτές οι δηλώσεις θα πρέπει να καταχωρηθούν μαζί με όλες όσες αντίστοιχες τα τελευταία 2 χρόνια έχουν ως στόχο τη δημιουργία πολιτικού κλίματος. Ενας από τους μύθους που δημιουργούν είναι αυτός των πειθήνιων και των κακών μαθητών με στόχο την καλλιέργεια συλλογικών ενοχών, ή σύμφωνα με τον Βάιντμαν κινήτρων. Ο διοικητής της Bundesbank έχει ένα ιστορικό τέτοιων δηλώσεων που για εμάς αντιπροσωπεύουν την «σκληρή» γραμμή. Εχει επίσης και ένα ακαδημαϊκό βιογραφικό που χαρακτηρίζεται μονεταριστικό. Όταν ένα χρόνο μετά την ανάληψη της διοίκησης της Κεντρικής Τράπεζας, θέλήσε να μας εξηγήσει ακριβώς τι σκέφτεται, ο Πολ Κρούγκμαν δεν πείστηκε ότι τα γραφόμενά του ήταν το αποτέλεσμα κάποιας πολύπλοκης νοητικής διαδικασίας. Για τον νομπελίστα οικονομολόγο η διακήρυξη του Βάιντμαν ήταν ένας ξεκάθαρος όρκος καταστροφής του ευρώ.

Ο Πέτερ Μπόφινγκερ είναι ένας άλλος Γερμανός οικονομολόγος, για την ακρίβεια ένας από τους πέντε Σοφούς της Γερμανικής οικονομίας και ο μόνος με Κεϋνσιανή οπτική. Στο βιβλίο του «Επιστροφή στο μάρκο;» (εκδόσεις Πόλις) βρίσκω μια σειρά από πάρα πολύ πραγματικές κλίμακες από πάρα πολύ επίσημους φορείς, καθόλου υποκειμενικές εκτιμήσεις ή εντυπώσεις. Η πρώτη δείχνει την γνωστή μείωση του ελλείμματος της Ελλάδας στο 8,6% και της Ιρλανδίας στο 5,7% (τα στοιχεία είναι του ΔΝΤ). Η επόμενη επίσης είναι ακόμα πιο ενδιαφέρουσα γιατί δείχνει δύο χώρες όντως στα δύο άκρα ενός φάσματος. Η μία είναι η Ελλάδα και η άλλη είναι η Γερμανία και αυτό που μετράται είναι η εφαρμογή διαρθρωτικών μέτρων για τα χρόνια 2010-2011. Σύμφωνα με τα στοιχεία της έκθεσης του ΟΟΣΑ η Ελλάδα είναι η πρώτη στην εφαρμογή μεταρρυθμίσεων στην Ευρώπη και η Γερμανία είναι η τελευταία. (Η Ιρλανδία είναι τρίτη μετά την Ισπανία).

Ο πίνακας αυτός είναι πάρα πολύ σημαντικός γιατί καταγράφει ακόμα ένα ψέμα που ακούμε τα τελευταία 2 χρόνια, ότι στην Ελλάδα δεν έχουμε οδηγηθεί στην ανάπτυξη επειδή δεν κάναμε τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις ήδη από το πρώτο μνημόνιο, ότι δεν έχουμε δείξει τον απαραίτητο ζήλο. Οπως επισημαίνει και ο Μπόφινγκερ βλέποντας στα στοιχεία τη δεδομένη θέληση για αλλαγές και την υλοποίηση τους στην Ελλάδα, είναι πλέον πολύ προφανές ότι ούτε αυτές, ούτε η δημοσιονομική εξυγίανση δεν πρόκειται να μας βγάλουν από την ύφεση. Συνοπτικά αυτά που προτείνει είναι ο διαχωρισμός μεταξύ νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής, η δημιουργία Ευρωπαίου υπουργού Οικονομικών, η κοινή εγγύηση για το δανεισμό των χωρών και η εποπτεία των τραπεζών.

Το γεγονός ότι ένας οικονομολόγος που μπορεί να επιδρά στη γερμανική πολιτική υποστηρίζει θέσεις επωφελείς για τη χώρα μας καταδεικνύει ακόμα ένα ψέμα εσωτερικής κατανάλωσης. Οτι στη Γερμανία υπάρχει μόνο μία γραμμή και ότι η ευρωπαϊκή της πολιτική είναι ανεπηρέαστη από τους εσωτερικούς συσχετισμούς, ότι δηλαδή η συμμετοχή του SPD σε έναν κυβερνητικό συνδυασμό θα μας ήταν αδιάφορη.

Η ιδέα ότι στην Ελλάδα δεν προχωράνε οι μεταρρυθμίσεις επαναλαμβάνεται όλα αυτά τα χρόνια και από εμάς και από τους Ευρωπαίους. Στην περίπτωση της εξωτερικής κριτικής θεωρώ ότι έγινε εκ του πονηρού, για να εξυπηρετήσει τους στόχους αυτών που η ιδεολογία τους περισσότερο εθνική παρά ευρωπαϊκή και ήταν οι ίδιοι που καλλιεργούσαν το σενάριο του Grexit. Στο δημόσιο επίπεδο οι δηλώσεις ήταν πάντα όσο γενικές χρειαζόταν για να διαιωνίζεται η ανασφάλεια, στην καλύτερη περίπτωση ακούγαμε μια πατροναριστική δήλωση του τύπου «η Ελλάδα έχει κάνει βήματα, μπορεί να κάνει περισσότερα». Σε ό,τι αφορά την εσωτερική κριτική αυτή είναι απόλυτα επιβεβλημένη γιατί αφορά στον έλεγχο της ποιοτικής εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων. Κάπως πρέπει να ελέγχουμε ώστε να είναι δίκαιες, να είναι αποτελεσματικές, να είναι πραγματικές, και να μην διασώζουν τα προνόμια συντεχνιών και καρτέλ.

Για τον ΟΟΣΑ του οποίου οι συστάσεις ταυτίζονται με τις μνημονιακές υποχρεώσεις που ελέγχει η Τρόικα δεν υπάρχει ένας συγκεκριμένος διαχωρισμός που έχει επιβληθεί ντε φάκτο στην αντίληψή μας. Δεν υπάρχει η διαφοροποίηση μέτρων και διαρθρωτικών αλλαγών. Οι μεταρρυθμίσεις είναι τα μέτρα. Για παράδειγμα μερικά από αυτά που μετρώνται για να καταγραφεί η πρόοδος είναι το κόψιμο φοροαπαλλαγών, η αύξηση του ΦΠΑ, η έκτακτη φορολόγηση της ιδιοκτησίας, το κόψιμο των συντάξεων και με λίγα λόγια όλα αυτά που εμείς περιγράφουμε ως εισπρακτικά μέτρα. Αν δηλαδή κάποιοι πιστεύουν ότι αναγκαζόμαστε να τα κάνουμε αυτά, επειδή οι μεταρρυθμίσεις που θα μας φέρουν έσοδα δεν επιτυγχάνουν, κάνουν λάθος. Δεν υπάρχει κάτι άλλο. Κάνουμε αυτά που μας λένε, με μεγαλύτερο ζήλο από ότι οι άλλοι, με τα περιθώρια που μας επιτρέπουν οι αγκυλώσεις της διαφθοράς, και όλα αυτά δεν θα μας σώσουν από την ύφεση.