Μερικές φορές κάποιες έννοιες που εμφανίζονται με αυτονόητο περιεχόμενο δύσκολα τίθενται στη δοκιμασία της συστηματικής επεξήγησης. Και η σχηματοποίηση αυτών των εννοιών συχνά γίνεται στερεότυπο και τότε γίνεται ακόμα πιο δύσκολη η όποια ερμηνευτική προσέγγισή τους. Σ’ αυτή την κατηγορία εντάσσονται εύκολα πολιτικοί όροι, οι οποίοι λόγω του συσσωρευόμενου ιδεολογικού φορτίου αποκτούν μια σημασιολογική κρούστα που δύσκολα τίθεται σε συζήτηση. Πώς θα προσεγγιζόταν, λοιπόν, το περιεχόμενο των «δημιουργικών κοινωνικών δυνάμενων» σε μια τέτοια περίπτωση; Η

κρατούσα άποψη αποδίδει το περιεχόμενο αυτής της «έννοιας» στην αποτύπωση μιας γενικής προοδευτικής πολιτικής έκφρασης. Η εν λόγω άποψη συμπεριλαμβάνει και τις συλλογικές εκφράσεις στο κοινωνικό πεδίο, δηλαδή τη συμμετοχή στους επαγγελματικούς και κλαδικούς αγώνες αφενός και στους ευρύτερους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες των εργαζομένων αφετέρου. Αυτό το πλαίσιο μπορεί να έχει μια βάση αλλά ως ποιο βαθμό; Ή, άλλως, αρκεί μια τέτοια ερμηνεία για την πλήρη κατανόηση του προς συζήτηση όρου; Θεωρώ ότι αυτό δεν ευσταθεί, ότι αυτή η ερμηνεία δεν αρκεί. Δεν αρκεί ένα τέτοιο περιεχόμενο για την έκφραση των δημιουργικών πολιτικών δυνάμεων, χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι δεν εμπεριέχει ένα μεγάλο μέρος του νοήματος του όρου. Εκτιμώ ότι η συνολική έκφραση της ζωής οφείλει να δημιουργεί την εικόνα της δημιουργικότητας των κοινωνικών δυνάμεων και όχι απλά και μόνο ένα μέρος της, το πολιτικό.

Για παράδειγμα, μπορεί κάποιος να εντάσσει στις δημιουργικές κοινωνικές δυνάμεις ένα στρώμα το οποίο στην επαγγελματική του έκφραση περιλαμβάνει τη συμμετοχή του στην συγκομιδή «μαύρου χρήματος» ή στην πλημμελή άσκηση των επαγγελματικών καθηκόντων του ή στην συγκάλυψη της παρανομίας ή ακόμα και στην άσκηση παράνομων λειτουργιών;

Το ερώτημα δεν έχει κανένα θεωρητικό περιτύλιγμα. Αφορά την ουσία της συζήτησής μας. Γιατί, πώς μπορεί να αρκεί ο αυτοπροσδιορισμός κάποιου τέτοιου κοινωνικού τμήματος ως «δημιουργική κοινωνική δύναμη» επειδή συμμετέχει στους κλαδικούς αγώνες ή / και ψηφίζει προοδευτικό πολιτικό κόμμα, αλλά παράλληλα επιδίδεται σε καθαρά παρακμιακές εργασιακές λειτουργίες ή ακόμα και σε παράνομες δραστηριότητες;

Σε μια τέτοια περίπτωση επιχειρείται μια ιδεολογική επικάλυψη μιας καθόλα αντιδραστικής δραστηριότητας με τον τίτλο της γενικότερης πολιτικής προοδευτικής δράσης. Και μια τέτοια λειτουργία δεν αφορά απλά και μόνο κάποιες επιμέρους κοινωνικές δυνάμεις – όπως θα μπορούσαν εδώ να ενταχτούν π.χ. οι ιδιοκτήτες των καφετεριών -, οι οποίες μάλιστα δεν αγχώνονται και για μια τέτοια τιτλοφόρηση. Αφορά αρκετούς επαγγελματικούς κλάδους.

Υπάρχει ένα κρίσιμο ηθικό δίλημμα, που προβάλλεται και ως αιτιολογία για την αντίφαση εκείνων των ατόμων και των κοινωνικών ομάδων που είναι με το ένα πόδι στην ανομία και με το άλλο στην αυτοένταξή τους στις δημιουργικές κοινωνικές δυνάμεις, ένα δίλλημα που απαντιέται με ένα ερώτημα του τύπου: αφού η σημερινή κοινωνική διάρθρωση είναι εν τοις πράγμασι αλλοτριωτική, μπορώ εγώ να λειτουργώ σε «κοινωνικό κενό» και να αυτοπροσδιορίζομαι ως ένας οιονεί ιεραπόστολος; Και εδώ μπορώ, πλέον, να γίνω και πιο σαφής με κάποια παραδείγματα.

Μπορεί κάποιος να ξιφουλκεί κατά του «συστήματος» και να υπερακοντίζει υπέρ ιδεών και απόψεων για κοινωνική αλληλεγγύη και για να προοδευτικές πολιτικές λύσεις, αν είναι, για παραδειγμα, εκπαιδευτικός του δημοσίου με θητεία στα ιδιαίτερα φροντιστήρια, αν είναι γιατρός με παρουσία χρόνων και χρόνων στο φακελάκι, αν είναι εφοριακός με επιδόσεις «φιλικών ρυθμίσεων» και χρηματισμού, αν είναι υπάλληλος στην πολεοδομία με λειτουργίες μόνιμης ή προσωρινής παρανομίας, αν είναι μηχανικός του δημοσίου με μόνιμο ενδιαφέρον στη συναλλαγή κλπ κλπ; Κατά τη γνώμη μου, όχι.

Και θεωρώ τις απόψεις περί ανατροπής πρώτα του συστήματος ή περί αλλαγής πρώτα της κοινωνίας και μετά της δημιουργία του κοινωνικού ανθρώπου ως χάρτινες επινοήσεις για αφελείς. Γιατί «μαύρο χρήμα» και προοδευτική αντίληψη δεν συμβαδίζουν, αλλιώς η γλώσσα μας έχει αλωθεί για να βαφτίζουμε το κρέας ψάρι. Αλλά πέραν αυτών των σημείων που ενέχουν σαφώς και μια οικονομική όψη, θεωρώ ότι ο προσδιορισμός ανθρώπων και κοινωνικών ομάδων ως μέρος των δημιουργικών κοινωνικών δυνάμεων απαιτεί και επιπλέον όψεις.

Η έκφραση αλληλεγγύης ως πράξη ζωής και όχι απλά και μόνο ως στοιχείο διακήρυξης είναι συστατικός παράγοντας για την κοινωνική δημιουργικότητα. Ιδιαίτερα δε σήμερα που η χώρα μας διέρχεται μια παρατεταμένη περίοδο κρίσης κανένας δεν μπορεί να θεωρητικολογεί ανέξοδα, αλλά οφείλει να δίνει σημεία γραφής της δημιουργικότητάς του. Και αυτό είναι σχετικά εύκολο για πολλούς επαγγελματίες. Για παράδειγμα, δεν μπορούν σήμερα εκπαιδευτικοί συμμετέχοντας στα κάθε είδους «Κοινωνικά φροντιστήρια» των Δήμων ή άλλων θεσμών να προσφέρουν έστω ένα δίωρο την εβδομάδα από το απογευματινό τους πρόγραμμα για να στηρίξουν μαθητές που οι γονείς τους δεν έχουν χρήματα για φροντιστηριακή στήριξη, ή ένας γιατρός δεν μπορεί να κόψει το «θεσμό» στο φακελάκι σ’ αυτές τις δύσκολες στιγμές; ή …

Επίσης δεν μπορεί να ευσταθεί η άποψη – δικαιολογία της μορφής: εμένα ποιος θα με βοηθήσει; Η αξία της αλληλεγγύης έχει περιεχόμενο προσφοράς και μόνο. Και φυσικά όταν η αξία της αλληλεγγύης αποκτήσει καθολικά χαρακτηριστικά, τότε όλοι γεύονται τα αγαθά της και τότε όλοι σε μια τέτοια εκδοχή θα βιώνουμε και θα γευόμαστε ένα άλλο περιεχόμενο της κοινωνίας, ένα άλλο νόημα της ζωής. Αλλά η όλη προς τούτο προσπάθεια δεν μπορεί να «φορτώνεται» στην αλλαγή γενικά και αόριστα κάποιας ιδανικής πολιτείας, αντίθετα έχει υλική έκφραση στη σημερινή πραγματικότητα και λειτουργεί ως καταλυτική δύναμη στην κατεύθυνση αλλαγής της κοινωνίας.

https://anthologio.wordpress.com/