Ξεκινώντας από τις απαρχές της δόμησης αυτού που ο άνθρωπος αποφάσισε να ορίσει επιστημονική σκέψη, μπορούμε να διακρίνουμε ότι ακρογωνιαίος λίθος αποτέλεσε η διατύπωση της κατάλληλης ερώτησης. Πολλοί θεωρητικοί έχουν ασχοληθεί με το θέμα…Στην προσπάθεια να ορίσουν την ερώτηση που θα διαλευκάνει τη φύση της απάντησης που απαιτείται καθώς και την απάντηση που θα θέτει το βαθμό πληρότητας. Ουτοπικά, η απάντηση που θα απαντά σε όλα τα ερωτήματα ή η ερώτηση που θα διερωτάται για τα πάντα, θα μπορούσε να αποτελέσει το αποκορύφωμα αυτού που αποκαλούμε «Πλήρη γνώση».

Η «πλέξη» των μεταβλητών σε σχέση με την ερώτηση και την απάντηση, που συνηθέστερα συναντώνται σε όρους όπως «ευστοχία», «σαφήνεια» και δυσκολότερους όπως «πληρότητα» ή «ορθότητα», απασχόλησε και απασχολεί τόσο τον ερωτώμενο, όσο και αυτόν που θέτει την ερώτηση. Αυθόρμητα προκύπτει λοιπόν, ο προβληματισμός για το ποια είναι τελικά η κορυφή της ορθότερης, από δομικής απόψεως, ερώτηση. Αναλογιζόμενοι ωστόσο τις επιλογές, τα ερωτηματικά επιρρήματα («ποιος, πού, πότε, γιατί» κτλ), όπου κατά κύριο λόγο εκκινούν την κάθε ερώτηση, μπορούμε να αντιληφθούμε της κατευθυντήριες γραμμές που θέτουν και υποδεικνύουν στον ερωτηθέντα τη μορφή της απάντησης.

Παρόλα αυτά, παρόλο δλδ που θεωρούνται ως ένας από τους εξασφαλισμένους τρόπους αρχιτεκτονικής ερωτήματος, η απάντηση που απαιτείται δεν μπορεί να είναι το «Ναι» ή το «Όχι». Μελετώντας το «Ναι» και το «Όχι», που αποτελούν τον αντικατοπτρισμό της πλήρους κατάφασης και άρνησης αντίστοιχα, ή υπό διαφορετικό πρίσμα το αληθές/ψευδές, μάλλον τείνουν να αποτελούν τις μόνες απαντήσεις που μπορούν να χαρακτηριστούν ως αδιαμφισβήτητες. Ξεφεύγοντας όμως από τα παραπάνω, και φτάνοντας στη θεωρητική προσέγγιση του ερωτήματος, τα πρώτα συμπεράσματα είναι ότι όταν τεθεί η ερώτηση, οι μεταβλητές που θα πρέπει να ληφθούν υπόψη είναι:

α) ο ερωτώμενος ξέρει την απάντηση (είναι σωστή)

β) ο ερωτώμενος νομίζει ότι ξέρει την απάντηση (είναι κατά βάση λανθασμένη) και

γ) ο ερωτώμενος δεν έχει καμία απάντηση. Βάσει των ανωτέρων, αυτός που θέτει την ερώτηση, αν μιλήσουμε για την περίπτωση

α) θα πρέπει να έχει γνώση ή κατάλληλα κριτήρια για το αν η απάντηση θα πρέπει να θεωρηθεί σωστή ή λανθασμένη. Συνεπώς, απαιτείται στο πρώτο σενάριο μια προηγούμενη γνώση (κάτι που κλονίζει ήδη την αλήθεια και αυτό που θεωρούμε σωστό) ή να έχει πλήρη εμπιστοσύνη στη γνώση/κριτήρια του ερωτηθέντος και να συμπεριλάβει αναντίρρητα την απάντηση του.

Το ίδιο φυσικά ισχύει και για τη δεύτερη περίπτωση. Κάνοντας μια πρώτη σύνοψη, η ιδανική απάντηση είναι μονολεκτική, που δίνει ή το τελικό συμπέρασμα ή αποτελεί κομμάτι του πάζλ. Δεν είναι τυχαίο ότι οι αγορεύσεις δικηγόρων, έχουν μορφή ερωτήσεων που απαντώνται με «Ναι-Όχι» («Ήσασταν εκεί μεταξύ 12:00 και 13:00;»), που όταν κάποιος απαντήσει δεσμεύεται.

Εν τέλει, πρέπει να γίνουν οι κατάλληλες ερωτήσεις για να πάρουμε τις κατάλληλες απαντήσεις. Είναι όμως μόνο αυτό αρκετό; Είναι δηλαδή αρκετό να θέτουμε μόνο τις σωστές ερωτήσεις και να δεχόμαστε απαντήσεις; Μάλλον η απάντηση έρχεται πάλι μέσα από τη μεγαλοφυΐα καλλιτεχνών, όπως ο Rene Magritte και ο πίνακας του «Αυτό δεν είναι μία πίπα» («Ceci n’est pas une pipe»).

Ο τίτλος του έργου, σε συνδυασμό με την εικονιζόμενη πίπα μπερδεύει το θεατή για το τι πρέπει να πιστεύει, τον υποκινεί να αμφισβητήσει τα πάντα, ακόμα και αυτό που βλέπει με τα ίδια του τα μάτια. Συνεπώς, η αμφισβήτηση τόσο της ερώτησης όσο και της απάντησης αποτελεί τη μόνη –ίσως- ορθολογική οδό. Πόσο τυχαίο μπορεί να είναι ότι οι ευφυείς άνθρωποι που διέφεραν, αλλάζοντας τον παγιωμένο τρόπο σκέψης, επέμεναν να αμφισβητούν τα πάντα;

Διότι –μάλλον- ευφυής άνθρωπος είναι αυτός που είναι εξ’ ολοκλήρου αντίθετος με τις «έξεις» και αντιλαμβάνεται ότι ποτέ μια απάντηση δεν είναι πλήρως ή ορθότερα, σωστά απαντημένη, αφού αμφισβητεί ακόμα και την ερώτηση. Γιατί τελικά, η ιδιοφυία μοιάζει να κρύβεται σε αυτόν που είναι έτοιμος να υπερβεί και να αμφιβάλλει για τα «Ναι» και τα «Όχι» και να ανασυντάξει την ερώτηση από την αρχή.