Η συμφωνία του Eurogroup για το χρέος είναι μια θετική συμφωνία. Όμως δεν αποτελεί το τέλος της διαδρομής. Μάλλον, αποτελεί την αρχή μιας νέας διαδρομής για την ελληνική οικονομία με πολλά νέα στοιχήματα που πρέπει να κερδηθούν και αντίστοιχες προκλήσεις.
Κατ΄ αρχήν, με τη συμφωνία αυτή διασφαλίζεται η δημοσιονομική σταθερότητα, όμως αποκλείεται για το προσεχές μέλλον η δυνατότητα του ελληνικού κράτους να ασκήσει αντιυφεσιακή πολιτική με δημοσιονομικά εργαλεία. Το ελληνικό δημόσιο είναι υποχρεωμένο να λειτουργεί με πλεονάσματα, που θα πηγαίνουν σε αποπληρωμή δανείων, κάτι που σημαίνει ότι πολύτιμοι πόροι θα φεύγουν από την ελληνική οικονομία.
Ο μόνος μηχανισμός που μπορεί να αναπληρώσει αυτή την απώλεια, άμεσα, είναι είτε η Ε.Κ.Τ. ή τα ευρωπαϊκά προγράμματα. Σε ό, τι αφορά όμως, την Ε.Κ.Τ., το πρόβλημα είναι ότι εφαρμόζει γενικές πολιτικές ρευστότητας, που αφορούν όλη την ευρωζώνη. Όμως οι αναπτυξιακοί κύκλοι στη ζώνη αυτή δεν είναι εναρμονισμένοι. Σε ένα δεδομένο χρόνο δεν έχουν τις ίδιες ανάγκες για ρευστότητα οι Ιρλανδοί με τους Γερμανούς ή τους Έλληνες. Γι΄ αυτό και για μένα είναι πρωτεύον για την Ελλάδα, να σχεδιάσει ένα εθνικό σχέδιο ανάπτυξης μέσα από μια εθνική σχολή οικονομικής σκέψης, ώστε να διεκδικήσει από την Ε.Κ.Τ. την ικανή ρευστότητα που θα βγάλει την Ελλάδα από την ύφεση.
Τέτοια σχέδια χρηματοδοτεί η Κεντρική Τράπεζα της Αμερικής για πολιτείες ή ιδιαίτερους οικονομικούς κλάδους που σχετίζονταν με τοπική δραστηριότητα (π.χ. ενίσχυση της αυτοκινητοβιομηχανίας στην πολιτεία του Οχάιο) . Και βέβαια καλό θα ήταν τέτοια σχέδια να ενισχύουν την οικονομική διασύνδεση μεταξύ των οικονομιών της ευρωζώνης, προκειμένου σε κάποια φάση να έχουμε εναρμόνιση των εθνικών αναπτυξιακών κύκλων.
Όμως, όπως πολλές φορές έχω γράψει, η Ελλάδα μετά τη δεκαετία του ’60 έχει ένα μεγάλο έλλειμμα. Την απουσία μιας εθνικής σχολής οικονομικής σκέψης, η οποία να προτάσσει μεταξύ άλλων την ενοποίηση εθνικών σχεδίων ανταγωνιστικότητας και τη διαμόρφωση μιας εθνικής διαπραγματευτικής ατζέντας.