«Είναι ρώσικη, ρώσικη!…». Ο Γιούρι Τεμιρκάνοφ απαντά με πάθος, προτού ακόμη προλάβω να ολοκληρώσω την ερώτησή μου, αν η ιστορική Φιλαρμονική της Αγίας Πετρούπολης την οποία ο ίδιος διευθύνει από το 1988 είναι ένα σύνολο-πρεσβευτής της χώρας του ή αν πρόκειται για μια διεθνή, περισσότερο, ορχήστρα.

Η επιθυμία του να το ξεκαθαρίσει άμεσα είναι τόσο μεγάλη, ώστε η φράση αυτή είναι μία από τις ελάχιστες που βγαίνουν από το στόμα του κατευθείαν στ’ αγγλικά, αφού η υπόλοιπη κουβέντα μας διεξάγεται μέσω μεταφραστή από τα ρωσικά.

Ο βετεράνος αρχιμουσικός είναι ιδιαιτέρως υπερήφανος για το γεγονός ότι η ορχήστρα του καταφέρνει να διατηρεί την ιδιαίτερη προσωπικότητά της σε μια εποχή παγκοσμιοποίησης (και) του ήχου. Οσο για το πώς ορίζει το ρωσικό άκουσμα; «Αρκεί ν’ ακούσει κανείς και θα καταλάβει» λέει.

Η συνάντησή μας έγινε λίγο πριν από την πρώτη συναυλία της Φιλαρμονικής της Αγίας Πετρούπολης στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών υπό την διεύθυνσή του στις 22 Νοεμβρίου.

Ο ίδιος διευθύνει και τη δεύτερη (23/11) με το Κοντσέρτο για πιάνο του Σούμαν και σολίστ την γεωργιανή πιανίστρια Ελίσο Βιρσαλάτζε, την Κλασική Συμφωνία του Προκόφιεφ και τη Συμφωνία αρ. 8 του Α. Ντβόρζακ, ενώ στην τρίτη και τελευταία εμφάνιση του συνόλου στην Αθήνα (24/11), ο Τεμιρκάνοφ περνά την μπαγκέτα σ’ έναν επίσης ρώσο μαέστρο της νεότερης, ωστόσο, γενιάς, τον Νικολάι Αλεξέεφ.

Φίλος της Αθήνας και του Μεγάρου από την πρώτη, κιόλας, χρονιά λειτουργίας του, ο 74χρονος Τεμιρκάνοφ πιστεύει ότι σε εποχή σκληρής κρίσης όπως αυτή την οποία βιώνει η χώρα μας, η μουσική, η Τέχνη γενικότερα, είναι περισσότερο αναγκαία παρά ποτέ.

«Εχω την αντίστοιχη εμπειρία από τη Ρωσία την εποχή της μετάβασης από την κομμουνιστική περίοδο στη νέα εποχή» λέει ο μαέστρος.

«Τότε η Τέχνη ήταν ένα από τα λίγα πράγματα που είχαν τη δύναμη να προσφέρουν ελπίδα και παρηγοριά στον κόσμο. Στη δεκαετία του ’90 η κατάσταση ήταν πολύ δύσκολη για τους πολιτιστικούς οργανισμούς της χώρας μου. Ο καιρός περνούσε και όταν ανέβηκε ο Πούτιν στην εξουσία πήγα στη Μόσχα και τον βρήκα. Του εξήγησα την αναγκαιότητα της κουλτούρας στην Ρωσία και ύστερα από μια μεγάλη συζήτηση αποφάσισε την «προικοδότηση» των μεγάλων ορχηστρών με ένα έξτρα κονδύλι. Τώρα μπορώ να πω ότι είμαστε καλά…».

Τον ρωτώ αν θεωρεί ότι η κλασική μουσική περνά πράγματι κρίση; «Αυτό είναι κάτι το οποίο συζητάμε εδώ και πάρα πολλά χρόνια» απαντά ο Γιούρι Τεμιρκάνοφ.

«Μου θυμίζει τους ανθρώπους που όταν περνούν τα χρόνια και μεγαλώνουν γκρινιάζουν για τους νέους γιατί δήθεν αυτοί ήταν καλύτεροι όταν βρίσκονταν στην ηλικία τους. Η κλασική μουσική είναι κομμάτι της παγκόσμιας κληρονομιάς. Αν πεθάνει, θα πεθάνει η ίδια η ανθρωπότητα».

Ο μαέστρος θεωρεί ότι η επίσης πολυσυζητημένη γήρανση του κοινού των κλασικών συναυλιών – την οποία αποδέχεται – δεν είναι το μείζον πρόβλημα. «Το σημαντικότερο θέμα είναι το πώς θα κερδίσουμε τη μάχη ενάντια στην υποκουλτούρα η οποία μας κατακλύζει την εποχή της τηλεόρασης και του διαδικτύου. Αυτά τα πράγματα τα οποία βγάζουν στην επιφάνεια τα χειρότερα ένστικτα του ανθρώπου…».

Γιατί όμως έχουν τέτοια δημοτικότητα; «Γιατί είναι εύπεπτα, βολικά, δεν απαιτούν σκέψη. Εμένα, για παράδειγμα, μου αρέσει το ψάρεμα. Δεν απαιτεί καθόλου σκέψη, αίσθημα, είναι απλώς ένα χόμπι. Τα πράγματα με την κουλτούρα, όμως, δεν είναι έτσι. Η πραγματική κουλτούρα είναι αυτή η οποία ανεβάζει το επίπεδο του κόσμου».

Μπορεί, όμως, η κλασική μουσική να κερδίσει αυτή την μάχη; «Πρέπει να τα καταφέρει. Αν όχι οι άνθρωποι θα γυρίσουν πάλι στις σπηλιές…»