Τα μέχρι σήμερα σχέδια, για να βοηθηθεί η Ελλάδα, δεν απέδωσαν. Χρειάζεται να δοθούν περισσότερα χρήματα. Το κούρεμα, όπως αποδείχθηκε, ελάχιστα βοήθησε. Όταν τον Φεβρουάριο ξεκίνησε η διαδικασία της αναδιάταξης, το χρέος ήταν 360 δις. Σήμερα, οκτώ μήνες μετά και αφού κουρεύτηκαν 105 δις, έφτασε πάλι στα 350 δις και, αν χρειαστεί να χρηματοδοτηθεί η επιμήκυνση, θα προστεθούν άλλα 20 έως 30 δις. Η εξέλιξη αυτή ανατρέπει τις προβλέψεις των φίλων μας ότι το 2020 το χρέος θα ανέρχεται στο 120% του ΑΕΠ. Έτσι αυτές τις μέρες, συζητιούνται διάφοροι τρόποι αντιμετώπισης του προβλήματος.

Όμως με κούρεμα, με μείωση των επιτοκίων, με επιστροφή των τόκων και των κερδών, με επαναγορά και επιμήκυνση, καθώς και με οποιαδήποτε άλλα βοηθητικά τερτίπια, δεν πρόκειται να σωθούμε, γιατί ο επιδιωκόμενος στόχος είναι καταστροφικός. Επειδή, κι αν ακόμη επιτευχθεί ο στόχος, θα πρόκειται για ένα μεγάλο χρέος, το οποίο δεν θα μπορούμε να αντιμετωπίσουμε, βγαίνοντας στις κεφαλαιαγορές. Κανένας δεν θα έρθει να επενδύσει τα λεφτά του στα «σκουπίδια» της Ελλάδας, κι αν τολμήσουν, θα ζητούν ληστρικά επιτόκια.

Συνάμα το αξιοπερίεργο είναι ότι τους παραπάνω τρόπους και τα μέτρα, σκέφτονται οι ξένοι. Δηλαδή, άλλοι σκέφτονται για μας, χωρίς εμάς. Εμείς εμφανιζόμαστε ανίκανοι να διατυπώσουμε άποψη. Το μόνο που κάνουμε, είναι να απλώνουμε το χέρι, να υπακούμε στα κελεύσματα των φίλων μας και να εκλιπαρούμε για την καταβολή της δόσης. Τίποτε άλλο.

Γι’ αυτό θα ήταν προτιμότερο, για την αντιμετώπιση του προβλήματος, να σταματήσουμε αυτήν την τακτική και να απαιτήσουμε επενδύσεις. Χωρίς ανάπτυξη, όλοι ξέρουμε πως δε γίνεται τίποτε, γιατί οκτώ μήνες μετά την έγκριση του προηγούμενου πακέτου διάσωσης, βρισκόμαστε, όχι μόνο εμείς, αλλά και οι πιστωτές μας, μπροστά σ’ ένα σωρό ερειπίων.

Οι φίλοι μας, πιστοί στη θεωρία της «εσωτερικής υποτίμησης», μας επέβαλαν το τρίτο Μνημόνιο, που θα εντείνει την ύφεση έτι περαιτέρω και θα μπλοκάρει τις όποιες θετικές εξελίξεις. Σε μερικούς μήνες θα τελειώσουν τα λεφτά και η κυβέρνηση θα συζητά πάλι νέα μέτρα, προκειμένου να μην πάμε σε άτακτη χρεοκοπία.

Ως εκ τούτου προτείνεται η ακόλουθη λύση:

Από το πακέτο των 130 δις, έχουμε πάρει μόνο 43,7 δις. Γι’ αυτό ζητάμε πιεστικά και θαρραλέα, από τους εταίρους μας, να ανεβεί το δάνειο στα 200 δις, ώστε να θέλουμε ακόμα 152,3 δις ή ακόμη στα 250 δις με τη βοήθεια της ΕΚΤ και του ESM. Τα χρήματα αυτά τα επιστρέφουμε στους φίλους μας μετά 30 χρόνια.

Εφόσον ανεβεί το ποσόν στα 250 δις προχωρούμε ως εξής:

Πληρώνουμε ένα μέρος (25 δις) στους ιδιώτες πιστωτές μας και το υπόλοιπο ποσόν το δίνουμε σε ομόλογα 35ετούς διάρκειας. Αν και κάτι τέτοιο έχει περίπου γίνει. Τα επιτόκια θα είναι συνδεδεμένα με ρήτρα ανάπτυξης της οικονομίας. Όμως θεωρείται πως θα ήταν πολύ καλύτερα, αν αυτοί παραιτούνταν πλήρως της καταβολής τόκων για δέκα χρόνια.

Το θετικό παράπλευρο αποτέλεσμα: Οι τράπεζες, που έχουν ελληνικά ομόλογα θα μπορούσαν να τα καταθέσουν ως εγγύηση ασφαλείας στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, για να αποκτούν άνετα νέα ρευστότητα απ’ αυτήν. Έτσι, πολλές τράπεζες θα σημείωναν ένα λογιστικό κέρδος.

Από τα υπόλοιπα 181,3 δις η Ελλάδα επενδύει 100 δις σε ομόλογα, ας πούμε της Αγγλίας, που μετά τριάντα χρόνια θα έχουν διπλασιασθεί, ώστε οι εταίροι μας να πάρουν πίσω τα λεφτά τους. Τοιουτοτρόπως, τα εν λόγω χρήματά θα χρησιμοποιούνταν αποτελεσματικά.

Αυτή η λύση θα σήμαινε δυο πράγματα: Πρώτον ότι τόσο οι ιδιώτες πιστωτές, όσο και οι εταίροι μας θα παραχωρούσαν στην Ελλάδα μια σημαντική πίστωση, αλλά σε τελική ανάλυση θα έπαιρναν πίσω τα χρήματά τους, χωρίς να μας έχουν χαρίσει τίποτε.

Έτσι, το πρόβλημα ακούγεται πολύ πιο ενδιαφέρον από την προτεινόμενη λύση για δεύτερο κούρεμα και την απώλεια οποιασδήποτε εγγύησης, αφού οι δανειστές θα πάρουν πίσω τα λεφτά τους, στην περίπτωση που χρεοκοπήσουμε. Αυτό το σημείο είναι το κυρίαρχο στη Γερμανία, γιατί οι αντίπαλοί μας φοβίζουν τους πολίτες, ότι θα πληρώσουν οι φορολογούμενοι Γερμανοί στην περίπτωση που πτωχεύσουμε. Αντίθετα, τα χρήματα αυτά δεν θα πεταγόταν στον Καιάδα, αλλά θα χρησιμοποιούνταν με σύνεση.

Τα υπόλοιπα 81,3 δις η Ελλάδα τα επενδύει σε πενταετή αναπτυξιακά προγράμματα, ώστε να χτυπηθεί η ύφεση, η ανεργία και να ξαναφτιάξουν οι μισθοί πείνας, που από το 2013 δεν θα είναι πλέον ανεκτοί.

Με το επενδυτικό πακέτο των 83,5 δις, θα μπορούσε το αναπτυξιακό πρόγραμμα να χρηματοδοτηθεί από τις κεφαλαιαγορές με άλλο 50%, τουλάχιστον, αυτού του ποσού. Με ένα τέτοιο πρόγραμμα θα ηδύναντο ίσως οι επιδιώξεις της τρόικας από το 2014 να πάρουν σάρκα και οστά. Δηλαδή, σύμφωνα με τα σχέδιά της, να παρουσιάζει ο προϋπολογισμός του κράτους πραγματικό πλεονάσματα.

Για να γίνουν όμως όλ’ αυτά θα πρέπει η κυβέρνηση να διαπραγματευθεί σκληρά με τους εταίρους μας και να χρησιμοποιήσει κάθε μέσο. Η αντίληψη του κ. Βενιζέλου, περί «εθνικής ομάδας διαπραγμάτευσης» είναι πέρα για πέρα λανθασμένη. Τις διαπραγματεύσεις δεν τις διεξάγουν πραγματογνώμονες, αλλά η υπεύθυνη κυβέρνηση επικουρούμενη από τους συμβούλους της.

(Το κείμενο αυτό ακουμπά σε άρθρο που δημοσίευσε ο γερμανός οικονομολόγος André Kühnlenz στις 18/2/2012 στους Financial Times Deutschland, με τίτλο «Schuldenkrise Ein 200 – Milliarden – Vorschlag zur Rettung Griechenlands». Ήταν η ημέρα που ο πρωθυπουργός κ. Παπαδήμος διεξήγαγε τις διαπραγματεύσεις για το πρώτο κούρεμα στις Βρυξέλλες. Το αρχικό κείμενο αναπροσαρμόσθηκε από τον συντάκτη στα σημερινά δεδομένα, που άλλαξαν δραματικά)

* Ο κ. Θεόδωρος Αυγερινός είναι συνταξιούχος κοινωνιολόγος