Εδώ και καιρό η ελληνική κοινωνία περνά δύσκολες μέρες, κυρίως λόγω της οικονομικής κατάστασης της χώρας. Εχουμε και στο παρελθόν γνωρίσει οικονομικές φουρτούνες, ακόμη και χρεοκοπίες, ωστόσο η οικονομική κρίση που βιώνουμε σήμερα φαίνεται να είναι η περισσότερο αισθητή. Αλλο πράγμα είναι να είσαι φτωχός και να γίνεσαι φτωχότερος, όπως συνέβαινε στις παλιότερες πτωχεύσεις μας, και άλλο να απολαμβάνεις οικονομική ευρωστία ή να συμπεριφέρεσαι ως πλούσιος, αφού σου παρέχουν δάνεια ακόμη και για διακοπές, και να βρεθείς εν μια νυκτί σε κατάσταση πενίας.
Την κύρια ευθύνη για τη σημερινή οικονομική αλλά ταυτόχρονα και ηθική εξαθλίωσή μας την έχουν βέβαια οι κυβερνήσαντες αυτόν τον τόπο τις τελευταίες δεκαετίες. Αλλοι περισσότερο, άλλοι λιγότερο. Δεν είναι όμως άμοιρη ευθυνών και η εκάστοτε αντιπολίτευση, μείζων και ελάσσων, κάτι πολύ γνωστό άλλωστε στη νεότερη ιστορία μας από την εποχή του Καποδίστρια ως σήμερα. Δεν φαίνεται ωστόσο να διδασκόμαστε από αυτήν και ας κομπάζουμε ότι είμαστε γνώστες της. Η γνώση της Ιστορίας έχει ιδιαίτερη σημασία και κάθε υποψήφιος βουλευτής καλό θα ήταν πριν από την υποβολή της υποψηφιότητάς του να δίνει κάποιες εξετάσεις στο κατά πόσο την κατέχει. Η Ιστορία δεν επαναλαμβάνεται ή, όπως συνηθίζεται να λέγεται συχνά τελευταία, επαναλαμβάνεται… ως φάρσα. Αυτό όμως δεν πρέπει να αποτελεί άλλοθι για να αρνούμαστε οποιαδήποτε διδαχή από αυτήν ούτε και αφορμή για συμπεριφορές που υπαγορεύονται από το συναίσθημα και όχι από τον ορθολογισμό.
Αδηλο με ποιον τρόπο και πότε θα βγούμε από την κρίση. Δεν εμπνέει πάντως και τόση αισιοδοξία το γεγονός ότι τα δύο κόμματα εξουσίας που έχουν την κύρια ευθύνη για το σημερινό μας κατάντημα πρωτοστατούν και στην επιχειρούμενη διάσωσή μας. Η απαισιοδοξία μου αυτή ενισχύεται από ορισμένες αποφάσεις κυβερνητικών παραγόντων που δεν σχετίζονται μάλιστα με οικονομικά, ενδεχομένως πιεστικά, ζητήματα. Πρόκειται για αποφάσεις που δείχνουν με ανάγλυφο τρόπο ότι ακόμη και σήμερα που βουλιάζουμε δεν εγκαταλείπουμε τις άθλιες παλαιοκομματικές νοοτροπίες μας, που και αυτές έχουν σημαντική συμβολή στη σημερινή μας εξαχρείωση.
Εδώ και κάποιο χρονικό διάστημα η θέση του διευθυντή του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, του μεγαλύτερου μουσείου της χώρας, στο οποίο φυλάσσονται αρχαιότητες προϊστορικών, κλασικών και ρωμαϊκών χρόνων –όχι βυζαντινών, αυτές φυλάσσονται σε άλλο μουσείο -, παρέμενε κενή. Εντελώς πρόσφατα το αρμόδιο υπουργείο αποφάσισε ότι η θέση πρέπει να πληρωθεί, έστω και προσωρινά, και επέλεξε ως διευθυντή όχι έναν κλασικό ή προϊστορικό αλλά έναν βυζαντινό αρχαιολόγο!
Δεν είναι η πρώτη φορά που το κράτος απαξιώνει τους νόμους που το ίδιο έχει θεσπίσει. Πριν από περίπου τρία χρόνια το αρμόδιο υπουργείο, προχωρώντας στην πλήρωση είκοσι οκτώ θέσεων αρχαιολόγων και ιστορικών της τέχνης, είχε απαξιώσει και πάλι τη νομοθεσία για τις επιστημονικές ειδικότητες της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Και όταν οι αρμόδιοι δεν είναι σε θέση να κατανοήσουν την αναγκαιότητα της ύπαρξης των αρχαιολογικών ειδικοτήτων για την τύχη των μνημείων της χώρας και τη λειτουργία των μουσείων της, αναπόφευκτο είναι ανάλογες απόψεις να διατυπώνονται και από άλλους, λιγότερο σχετικούς φορείς, όπως είναι π.χ. το ΑΣΕΠ ή το ΙΚΥ. Τα τερατώδη αυτά συμβαίνουν επειδή σε υπεύθυνες θέσεις της κρατικής μηχανής τοποθετούνται άτομα των οποίων τα προσόντα μηδαμινή ή λιγοστή σχέση έχουν με τη θέση που υπηρετούν. Ετσι, καθώς ο Θεός δεν τους αποστέλλει το… Αγιο Πνεύμα για να τους φωτίσει, αυτοί καταφεύγουν σε συμβούλους, τους οποίους συχνά επιλέγουν βεβαίως ανάμεσα σε συγγενείς, φίλους, ομοϊδεάτες κτλ.
Για όσους αδυνατούν να κατανοήσουν τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα σε έναν κλασικό και σε έναν βυζαντινό αρχαιολόγο θα αναφέρω ένα παράδειγμα το οποίο είχα και παλιότερα επικαλεσθεί στις στήλες της εφημερίδας αυτής. (Δύο τότε μέλη του Ελληνικού Κοινοβουλίου το είχαν βρει διαφωτιστικό.) Ετσι, αν μια καρδιολογική κλινική στελεχωθεί όχι από γιατρούς-καρδιολόγους αλλά από γιατρούς-μαιευτήρες, οφθαλμιάτρους κτλ., είναι μαθηματικά βέβαιον ότι οι καρδιοπαθείς επισκέπτες της δεν θα έχουν καλή τύχη. Το ίδιο ακριβώς θα συμβεί αν το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο στελεχωθεί με βυζαντινούς αρχαιολόγους. Η διαχείριση των αρχαίων του μουσείου και η εκπαίδευση του κοινού μέσω αυτής είναι απολύτως βέβαιον ότι θα αποτύχουν. Ωστόσο ανάμεσα στις δύο αυτές περιπτώσεις υπάρχει μια σημαντική διαφορά. Στην πρώτη οι ασθενείς ή το πιθανότερο οι συγγενείς τους, αφού οι ίδιοι μάλλον θα έχουν εγκαταλείψει τα εγκόσμια, θα ζητήσουν την τιμωρία των υπευθύνων· στη δεύτερη αυτό δεν μπορεί δυστυχώς να συμβεί. Τα αρχαία δεν έχουν φωνή και η ανεπιτυχής διαχείρισή τους έχει συνέπειες οι οποίες δεν είναι άμεσα ορατές.
Ολως τυχαίως ο επιλεγείς για τη θέση του προσωρινού διευθυντή του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου συμβαίνει να είναι, σύμφωνα με δημοσιεύματα του Τύπου, και τομεάρχης Πολιτισμού της Νέας Δημοκρατίας. (Εξυπακούεται ότι δεν προσάπτω κανενός είδους μομφή στον συνάδελφο της Βυζαντινής Αρχαιολογίας, για τον οποίο μάλιστα πληροφορούμαι ότι είναι σοβαρός επιστήμων.) Στη χώρα μας οι παλαιοκομματικές νοοτροπίες και συμπεριφορές έχουν βαθιές ρίζες και η πολιτική ηγεσία δεν φαίνεται να έχει τη θέληση και την τόλμη να τις ξεριζώσει.
Ο κ. Μιχάλης Α. Τιβέριος είναι καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και ακαδημαϊκός.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ