«Υποφέρω σιωπηλά όταν γίνεται κακό κάστινγκ στις ταινίες που προκύπτουν από βιβλία μου» λέει ο Νικολό Αμανίτι και το ακροατήριο γελά. Κάνει χιούμορ χωρίς να αλλάξει έκφραση στο πρόσωπό του, χωρίς κάποιον κυματισμό της φωνής.

Ντυμένος με ένα απλό γκρι t-shirt, μοιάζει από μακριά να έχει βγει από τις σελίδες των βιβλίων του: ένας έφηβος με ύφος πότε κουρασμένο, πότε νευρικό, που δεν ξέρει τι να κάνει τα χέρια του. Πίσω από το ανέμελο παρουσιαστικό βρίσκεται το «τρομερό παιδί» της σύγχρονης ιταλικής λογοτεχνίας, ο 46χρονος ευπώλητος συγγραφέας των 4 εκατομμυρίων αντιτύπων διεθνώς, βραβευμένος με το Premio Strega και τόσο δημοφιλής, που ακόμη κι αυτός ο Μπερνάρντο Μπερτολούτσι μπήκε στον πειρασμό να γυρίσει ταινία το μυθιστόρημά του «Εγώ κι εσύ» (μτφρ. Ανταίος Χρυσοστομίδης, Καστανιώτης, 2011).

Το βράδυ της Δευτέρας 29 Οκτωβρίου ο ιταλός πεζογράφος συναντήθηκε με το αθηναϊκό κοινό, σε μια ζεστή και φιλική εκδήλωση στο καφέ του βιβλιοπωλείου Ιανός, εγκαινιάζοντας τη σειρά βιβλιοφιλικών εκδηλώσεων του Ιανού «Οι συγγραφείς του κόσμου».

Στο γεμάτο πατάρι του βιβλιοπωλείου, ο Αμανίτι μίλησε για τη δική του εφηβεία και τον αυστηρό ψυχίατρο πατέρα του, για τα βιβλία του, για τη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο, για τους αγαπημένους του συγγραφείς αλλά και για την κρίση, την Ελλάδα και τη φοροδιαφυγή.

«Στις κρίσεις ζητούν πάντα από τους συγγραφείς να σχολιάσουν την κατάσταση με δηλώσεις και άρθρα τους, να έχουν δημόσιο λόγο. Δεν πιστεύω, όμως, ότι οι συγγραφείς πρέπει να μιλούν για τα προβλήματα της επικαιρότητας», είπε απαντώντας σε ερώτηση του μεταφραστή Ανταίου Χρυσοστομίδη, οικοδεσπότη της βραδιάς.

«Υπάρχουν οι πολιτικοί, οι οικονομολόγοι, οι δημοσιογράφοι για να μας διαφωτίσουν. Ας μην κάνουν το ίδιο και οι συγγραφείς. Εκείνο που μπορούν να κάνουν καλά οι συγγραφείς είναι να αφηγηθούν ιστορίες για τους ανθρώπους που βιώνουν μια κρίση στο πετσί τους, για τους εργαζόμενους της Fiat που βρίσκονται μπροστά στην απόλυση ή για τους Αβορίγινες που έρχονται αντιμέτωποι με τη διέλευση ενός δρόμου από τη γη τους». Απέφυγε έτσι να σχολιάσει τα της ελληνικής και της ιταλικής οικονομικής κρίσης, δήλωσε όμως «αλληλέγγυος προς την Ελλάδα σε αυτή τη δύσκολη περίοδο».

Οι ιστορίες του, βίαιες και σκληρές, με πρωταγωνιστές εφήβους, ζωηρή δράση και γλώσσα του δρόμου, μιλούν για την τραγικότητα της ζωής με ευαισθησία καλυμμένη πίσω από ένα προσωπείο κυνισμού. «Η εφηβεία είναι η εποχή της ζωής μας στην οποία σκοτώνουμε τον παλιό μας εαυτό, τον εαυτό της παιδικής ηλικίας, και ζούμε στη συνέχεια μ’ αυτό το πένθος» είπε εξηγώντας πόσο τον ενδιέφερε πάντοτε αυτή η μεταβατική περίοδος μεταμόρφωσης, το πέρασμα από την παιδική ηλικία στην ενηλικίωση, που στην περίπτωσή του δεν ήταν ανώδυνο.

Δυσλεξικός και αριστερόχειρας (πρόβλημα για το εκπαιδευτικό σύστημα της Ιταλίας των αρχών της δεκαετίας του ’70), με έναν καταπιεστικό πατέρα που ήθελε να τον καταστείλει, προστατεύτηκε για αρκετά χρόνια σε ένα μοντεσοριανό σχολείο ειδικής αγωγής ώσπου επαναστάτησε ζητώντας να φοιτήσει σε κανονικό σχολείο.

Οταν προσγειώθηκε στο δημόσιο λύκειο, ήταν σαν να βρέθηκε «σε ένα ενυδρείο με περίεργα ψάρια». Εμεινε στην ίδια τάξη την πρώτη χρονιά, αλλά την επόμενη προσαρμόστηκε, άφησε πίσω την παιδική του ηλικία κι άρχισε να δέρνει τους μικρότερους. «Ηταν επώδυνο γιατί, καθώς έδερνα αυτά τα παιδιά, που ήταν ίδια μ’ εμένα όπως ήμουν έναν χρόνο πριν, κατάλαβα ότι σκότωνα την παιδική μου ηλικία». Νεανικά τραύματα που μετατράπηκαν σε αφηγηματικό υλικό.

«Δεν έχω κάποια θεωρία για τη βία, δεν θέλω να περάσω κάποιο μήνυμα με τα βιβλία μου, με ενδιαφέρουν όμως οι βίαιοι χαρακτήρες γιατί με ενδιαφέρει να δω ποια στοιχεία τους, ποια από τα στοιχεία ενός δικτάτορα ή ενός δολοφόνου για παράδειγμα, τα κουβαλάμε όλοι μέσα μας».

Κοινωνικά αλλά χωρίς διδακτισμό, τα κείμενά του έχουν συγκρούσεις, μεταστροφές, αμεσότητα, απήχηση. Ο,τι αγαπά ο κινηματογράφος, ο οποίος αγαπά και τον Αμανίτι. Πέντε βιβλία του έχουν γυριστεί σε ταινίες, αλλά όπως εξήγησε, με επίπεδη φωνή, που χρωματιζόταν καλόδεχτα στη διερμηνεία του Μαουρίτσιο Ντε Ρόζα, υποστηρίζει πάντα την ανωτερότητα της λογοτεχνίας από το σινεμά: «Ο κινηματογράφος περιορίζει τη φαντασία σου στην εικόνα που σου δίνει ο σκηνοθέτης, η λογοτεχνία αφήνει κάθε αναγνώστη ελεύθερο να σχηματίσει τις δικές του εικόνες για όσα διαβάζει».

Μεγαλωμένος με Ε. Α. Πόε, Στίβενσον, Ντίκενς και Τζακ Λόντον, ξαναδιαβάζει τώρα τους κλασικούς για να διαπιστώσει πόσο έχει αλλάξει ο ίδιος από την πρώτη τους ανάγνωση και αγαπά τον Φίλιπ Ροθ, τον Χαρούκι Μουρακάμι, τον Τομ Γουλφ και τα θρίλερ, απάντησε σε ερώτηση αναγνώστη. Το κοινό επιδοκίμασε το αναγνωστικό γούστο αυτού του φαινομενικά φλεγματικού Ιταλού και τον πλησίασε για να υπογράψει αντίτυπα των βιβλίων του.

«Τι σκέφτεστε όταν σας έρχεται το εκκαθαριστικό της εφορίας;» είχε την περιέργεια να μάθει μια ακροάτρια. «Μου κακοφαίνεται, γιατί είμαι πλέον πλούσιος και πληρώνω μεγάλους φόρους. Απεχθάνομαι όμως τη φοροδιαφυγή, με ενοχλεί, και άλλωστε ως Αριστερός πίστευα πάντα ότι πρέπει πρώτα οι πλούσιοι να επιβαρύνονται με φόρους. Οπότε, σκέφτομαι, ας με φορολογούσαν περισσότερο, προσφέρω έτσι στο γενικό καλό».