Πώς διαβάζει κανείς μια ατέρμονη λίστα με ονόματα χωρίς να βαρεθεί ή να πελαγοδρομήσει; Για να περιπλανηθεί στον ύπουλο ωκεανό της φερόμενης ως «Λίστας Λαγκάρντ» χρειάζεται απαραιτήτως έναν μπούσουλα. Τις καλύτερες οδηγίες προς ναυτιλλομένους τις διαθέτει ο Ουμπέρτο Έκο. Στην Ομορφιά της λίστας (Καστανιώτης, 2010) ορίζει τον κατάλογο ως μια προσπάθεια να περικλειστεί ένας ολόκληρος κόσμος στα όρια μιας περιγραφής: από τον ομηρικό «νεών κατάλογο» και την ασπίδα του Αχιλλέα ως τις μεσαιωνικές θεολογικές Summae ή τις λίστες του Τζέιμς Τζόις, το κατεβατό χρησιμοποιείται για να φέρει σε επαφή τον αναγνώστη με το οικείο, να τον κατατοπίσει για το ανοίκειο, να του προσφέρει μια δοκιμαστική γεύση του ανείπωτου.

Υπάρχουν φυσικά και οι πρακτικές λίστες: τα ψώνια της ημέρας κάτω από το μαγνητάκι του ψυγείου, οι κατάλογοι του ΙΚΕΑ, εκείνοι του Μπιλ Κλίντον, ο οποίος κατηγορούνταν από τους αντιπάλους του ότι ξεγελούσε την πολιτική του πελατεία με laundry lists – μέτρα περιορισμένου βεληνεκούς σαν τη λίστα με τα ρούχα που παραλαμβάνεις από το καθαριστήριο. Οι πρακτικές λίστες, σημειώνειο Έκο, «προσδίδουν ενότητα σε ένα σύνολο αντικειμένων, τα οποία όσο κι αν διαφέρουν μεταξύ τους, υπακούουν στην πίεση της κατηγορίας τους, δηλαδή συγγενεύουν επειδή υπάρχουν ή πρόκειται να υπάρξουν στον ίδιο χώρο ή επειδή αποτελούν το σκοπό ενός συγκεκριμένου σχεδίου» (σ. 116).

Στον κόσμο, επομένως, της πρακτικής «Λίστας Λαγκάρντ» των 2.059 καταθετών, μικρογραφίας ενός ανείπωτου ελβετικού θησαυροφυλακίου και πεπερασμένου μικρόκοσμου της ελληνικής θεσμικής ασυναρτησίας, σημασία δεν έχουν τα ονόματα. Σημασία έχουν οι ιδιότητες που δηλώνονται, αυτές που δίνουν σε κάθε πρόσωπο τη θέση του τόσο στο εν λόγω υποσύνολο όσο και στο ευρύτερο σύμπαν. Κυρίως, μάλιστα, εκείνες δια των οποίων ο δικαιούχος του εκάστοτε λογαριασμού, ελλείψει προφανώς κατάλληλου για την πολύπλοκη ή καινοτόμο δραστηριότητά του επιθέτου, αυτοπροσδιορίζεται με ουσιαστικά, ρήματα ή περιφράσεις.

Ο όρος, για παράδειγμα, «Own a company», λιτός και απέριττος, αποδίδει μόνο την ουσία: «έχω εταιρεία». Αντίθετα, εκείνος του «Works He’s Husband» αφήνει κάποια περιθώρια αβεβαιότητας ως προς το ποιος σύζυγος δουλεύει (σε) ποιον. Με στοιχειώδη φαντασία κι ένα απλό λεξικό κατανοεί κανείς τον «trading of clothers of mans» ως έμπορο ρουχισμού. Ο «Vice President» επέλεξε τον δρόμο της διαφοράς: εφόσον οι Έλληνες αρέσκονται παραδοσιακά στις προεδρίες, εκείνος θα είναι απλώς «Ο αντιπρόεδρος», άνευ λοιπών στοιχείων. Η «Agribuniness Activity in Ukraine» προκύπτει σχεδόν σίγουρα από ορθογραφική σύγχυση με το «agribusiness» – αν και στο παράδοξο σύμπαν της λίστας ποτέ δεν ξέρεις: η «αγρονομική» θα μπορούσε κάλλιστα να είναι και «αγροκουνελική» δραστηριότητα, τι θα την εμπόδιζε; Εδώ τα λαγωνικά που δημοσίευσαν τον κατάλογο απέτυχαν να εστιάσουν την προσοχή της κοινής γνώμης στο πραγματικό κελεπούρι, την αιτία όλων των δεινών, το μυστικό διευθυντήριο που κινεί τα νήματα των πάντων – τους δύο (2) καταθέτες που υποστηρίζουν ότι είναι οι «Owner of Society», οι ιδιοκτήτες της Κοινωνίας (ολάκερης).

Ως επωδός μιας παραδειγματικής ιστορίας περί γνώσης και άγνοιας μυστικών υπηρεσιών, υπουργών, εφοριακών, τραπεζών και κατόχων λογαριασμών, ταιριάζει άριστα μια καταχώριση από άλλη λίστα. Από το πλήθος των μεσαιωνικών διασκεδάσεων που ο κατ’ επάγγελμα σαρκαστής προσώπων και πραγμάτων Ραμπελέ παραθέτει στο Γαργαντούας και Πανταγκρυέλ (Εστία, 2008) ένα παίγνιο ακούγεται και ως σουρεαλιστικό γνωμικό: «σπανοκόκορα σαν πιάνει, όποιος τον κερδίζει χάνει».