Αν εξετάσουμε τους βασικούς – γενικούς στόχους της θεσμικής εκπαίδευσης, θα παρατηρήσουμε ότι αυτοί έχουν διαμορφωθεί κατά την περίοδο της δεκαετίας του 1980 με τον Ν. 1566/1985. Έκτοτε δε συζητήθηκε και δεν αναπτύχθηκε στην ελληνική κοινωνία ένα νομοθετικό πλαίσιο, που θα λάμβανε υπόψη του τη σημερινή ιστορικότητα και τις αυριανές προοπτικές της χώρας. Όλες οι μετέπειτα θεσμικές παρεμβάσεις ήταν αποσπασματικές και δεν αφορούσαν τον εκπαιδευτικό χάρτη της χώρας στο σύνολό του.

Στο διεθνή χώρο κυριαρχεί σήμερα όλο και περισσότερο το αγγλοσαξονικό σύστημα εκπαίδευσης. Σ’ αυτό το σύστημα, στο οποίο πρωτοστατούν οι Η.Π.Α., η Μ. Βρετανία, η Αυστραλία, η Ν. Ζηλανδία και ο Καναδάς, έχουν προσχωρήσει με έντονους ρυθμούς οι “Ασιατικές τίγρεις” και οι χώρες της Α. Ευρώπης. Ουσιαστικά το σύστημα αυτό εκφράζει κατεξοχήν τη σημερινή τάση της παγκοσμιοποίησης και της διεθνοποίησης της οικονομίας όλης της ανθρωπότητας.

Ως βασική επιταγή το αγγλοσαξονικό σύστημα έχει την πρόσδεση της εκπαίδευσης στην αγορά εργασίας και τη διαμόρφωση ενός περιεχομένου που θα τείνει όλο και περισσότερο προς την κατάρτιση. Ως δέλεαρ και ως «επιτακτική ανάγκη» εμφανίζεται η μεγαλύτερη δυνατότητα εξεύρεσης εργασίας από τους νέους και τις νέες. Ως βασικά εργαλεία προώθησης αυτού του τύπου εκπαίδευσης είναι η αγγλική τριτοβάθμια εκπαίδευση που παρέχεται ως μια εγγύηση για την απασχόληση των νέων, αφού αφορά το μεγάλο μέρος του κόσμου και ουσιαστικά αποτελεί μια «βαριά βιομηχανία» κυρίως των Η.Π.Α. και της Μ. Βρετανίας.

Συμπληρωματικά εργαλεία προαγωγής αυτής της εκπαίδευσης είναι διεθνείς οργανισμοί με επικεφαλής τον Ο.Ο.Σ.Α., τα περισσότερα διεθνή συνέδρια και τα συστήματα αξιολόγησης. Τα τελευταία μάλιστα υιοθετώντας όλο και πιο εργαλειακά και καταρτισιακά μέσα αξιολόγησης φτάνουν στο σημείο να κατατάσσουν τα εκπαιδευτικά συστήματα των «Ασιατικών τίγρεων» σε καλύτερες θέσεις από εκείνες των εκπαιδευτικών συστημάτων της Γερμανίας και της Γαλλίας.

Ένα μεταρρυθμιστικό εγχείρημα δεν μπορεί να οριοθετείται απλά και μόνο στην ανανέωση των γνωστικών αντικειμένων, αλλά οφείλει να διαμορφώνει ένα άλλο Παιδαγωγικό Παράδειγμα που θα ανταποκρίνεται στις πολυσύνθετες απαιτήσεις της εποχής. Να τολμήσουμε να αγγίξουμε την έννοια της παιδείας με διάθεση κριτικής ματιάς. Να θέσουμε στο κέντρο της δημόσιας συζήτησής μας τον πυρήνα της παιδείας και της μόρφωσης και να μην ξεκινήσουμε το διάλογο επί των σημείων μιας ήδη συρρικνωμένης νομοθετικής πρότασης. Να προβληματιστούμε σε πολλά αυτονόητα αλλά ανέγγιχτα σημεία. Να θέσουμε ερωτήματα και προβληματισμούς.

Από την εποχή που ο Χαρώνδας νομοθέτησε στην Κατάνη της Ν. Ιταλίας τις πρώτες μορφές σχολείων «Χαρώνδας ενομοθέτησεν πρώτος τους υιείς άπαντας των πολιτών μανθάνειν γράμματα της πόλεως χορηγούσης τους μισθούς τοις διδασκάλοις» (Χαρώνδας πρώτος νομοθέτησε όλα τα παιδιά των πολιτών να μαθαίνουν γράμματα και η πόλη να πληρώνει τους μισθούς των δασκάλων)[i], από την εποχή των σχολείων των σοφιστών της αρχαίας Αθήνας μέχρι σήμερα που το σχολείο της ύστερης βιομηχανικής ή της μετα-βιομηχανικής εποχής μετασχηματίζεται υπό την πίεση του πολιτισμού της πληροφορίας, η σχολική εκπαίδευση έχει περάσει από πολλές ιστορικές φάσεις. Σήμερα βρίσκεται σε νέα φάση, αντιμετωπίζει νέα κοινωνικά, πολιτισμικά και επιστημονικά δεδομένα.

Το σχολείο της νέας εποχής δεν μπορεί να απαντήσει στις πολλαπλές προκλήσεις με επιμέρους τροποποιήσεις, οφείλει να διαμορφώσει έναν νέο παιδαγωγικό λόγο, μια σύγχρονη έννοια γενικής παιδείας, ένα μορφωτικό ιδεώδες. Από την εποχή του Πλάτωνα (Πολιτεία) η παιδεία δεν εθεωρείτο συσσώρευση γνώσεων, αλλά διέγερση και καλλιέργεια των εσωτερικών δυνάμεων και καταβολών του ανθρώπου. Επομένως, όσο το σχολείο δεν αγγίζει τα μεγάλα προτάγματα του ανθρώπου, της ζωής και της κοινωνίας και οριοθετεί τη συζήτησή του επί κάποιων γνωστικών αντικειμένων, δεν πρόκειται να δώσει νέα πνοή στο σύγχρονο άνθρωπο που είναι πολλαπλά αλλοτριωμένος και χειραγωγημένος. Και για να ψηλαφίσει αυτά τα θέματα, η συζήτηση θα πρέπει να γίνει επί του πολιτικού και ιδεολογικού πεδίου.

Εδώ χρειάζονται οι γόνιμες πολιτικές συζητήσεις και αντιπαραθέσεις ιδεών και προτάσεων και των κομμάτων και των κοινωνικών φορέων και των πολιτών, άλλωστε, εκ των πραγμάτων, «η παιδεία είναι ένα αντινομικό φαινόμενο, βαίνει δηλ. διαμέσου πολλών αντινομιών και αρκετών αντιρρήσεων»[ii]. Γιατί, όπως πολύ χαρακτηριστικά έχει ειπωθεί, «το σχολείο δεν αλλάζει αλλάζοντας το σχολείο». Το σχολείο οφείλει να αναζητήσει ένα νέο περιεχόμενο που θα εμπνέεται και θα εκφράζει τα ουμανιστικά ιδεώδη.

«Να φωτίζεται βαθύτερα και πολύμερα η ζωή και τα προβλήματά της, και να ετοιμάζεται ο δρόμος για μια θεωρία της ζωής και του Κόσμου… Άλλωστε το ανθρωπιστικό ιδανικό είναι εσωτερική ανάγκη της ανθρωπότητας και όχι ουτοπία, είναι ανάγκη ιστορική που ανοίγει μακρινή προοπτική για το μέλλον» (Ε. Παπανούτσος). Να θέσει ως θεμελιακούς στόχους την πνευματική εξύψωση του ανθρώπου, την προαγωγή του κοινωνικού του ρόλου, την καλλιέργεια της αγάπης και της αλληλεγγύης. Να προσδιορίσει με σαφή τρόπο το ιδανικό ηθικό του ανθρώπου, έτσι ώστε «να μεταμορφωθεί η υλική αλληλεξάρτηση σε αλληλεξάρτηση ηθική και ανθρώπινη»[iii].

[i] Διόδωρος o Σικελιώτης, Ιστορική Βιβλιοθήκη, Βιβλίο 12, κεφ.12. (πηγή: Φ.Κ. Βώρος)

[ii] Βερτσέτης, A. (2003), Γενική διδακτική, Αθήνα: έκδοση συγγραφέα, σ. 97

[iii] Ντιούι, Τ. (1939), Ελευθερία και πολιτισμός, Αθήνα: Γ. Παπαδημητρίου, σ. 187-188

http://anthologio.wordpress.com/