Από την πρώτη στιγμή που ανακαλύφθηκε το νησί του Πάσχα από Ολλανδούς θαλασσοπόρους τον 18οαιώνα μέχρι και σήμερα κανείς δεν μπόρεσε να βρει πειστικές εξηγήσεις για την ύπαρξη των γιγάντιων πέτρινων αγαλμάτων που βρίσκονται στο νησί του Ειρηνικού Ωκεανού. Τόσο η κατασκευή τους όσο και ο τρόπος μετακίνησης των moai (όπως ονομάζονται τα αγάλματα) αποτελεί αντικείμενο έρευνας εδώ και πολλές δεκαετίες. Ερευνητική ομάδα από τις ΗΠΑ επικέντρωσε την προσοχή της στον τρόπο μετακίνησης και οργάνωσε ένα πείραμα το οποίο δείχνει ότι είναι πιθανό οι κάτοικοι του νησιού να είχαν αναπτύξει μια τεχνική με την οποία τα αγάλματα… «περπατούσαν»!

Το νησί και τα αγάλματα

Στο έκτασης 163 τετραγωνικών χλμ νησί που σήμερα ανήκει στη Χιλή υπάρχουν εκατοντάδες αγάλματα το μεγαλύτερο εκ των οποίων έχει ύψος δέκα μέτρα και βάρος 74 τόνους. Οπως είναι ευνόητο, η ύπαρξη αυτών των αγαλμάτων σε ένα μικρό απομονωμένο νησί στη μέση του ωκεανού προκάλεσε και συνεχίζει να προκαλεί μεγάλη έκπληξη. Πρόσφατες μελέτες έδειξαν ότι το νησί κατοικήθηκε για πρώτη φορά τον 13ο αιώνα από πολυνήσιους αποίκους που ονομάστηκαν Rapa Nui.

Σύμφωνα με την κρατούσα θεωρία, τους πρώτους αιώνες οι κάτοικοι ζούσαν στο νησί ειρηνικά και χωρίς προβλήματα. Ομως κάποια στιγμή αναπτύχθηκαν εμφύλιες έριδες οι οποίες οδήγησαν στην ταχεία αποψίλωση των δασών για την κατασκευή των αγαλμάτων. Υπάρχουν διάφορες θεωρίες για τους λόγους της κατασκευής των αγαλμάτων. Είναι πιθανό τα αγάλματα να κατασκευάζονταν για να αναδείξουν την υπεροχή της μιας ή της άλλης πλευράς ή για να συμβολίσουν την επικράτηση σε κάποια αναμέτρησή τους ή ίσως ως προσφορά στους θεούς. Υπάρχει και μια θεωρία που αναφέρει ότι ενδεχομένως δεν υπήρξε κάποια εμφύλια έριδα αλλά απλά οι κάτοικοι του νησιού κυριεύτηκαν κυριολεκτικά από μανία για την κατασκευή αυτών των αγαλμάτων.

Οι ειδικοί εκτιμούν ότι η κατασκευή των αγαλμάτων έλαβε τέτοια έκταση που τελικά οδήγησε στην ολοκληρωτική καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος με αποτέλεσμα το νησί να γίνει ένας άγονος τόπος στον οποίο δεν μπορούσε να επιβιώσει ο τοπικός πληθυσμός. Οι θαλασσοπόροι που ανακάλυψαν το νησί βρήκαν εκεί μόλις μερικές δεκάδες άτομα που κυριολεκτικά λιμοκτονούσαν.

Το «περπάτημα»

Ομάδα ειδικών από το Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας έφτιαξε ένα αντίγραφο moai βάρους 4,4 τόνων και προσπάθησε να μαντέψει τον τρόπο τον οποίον χρησιμοποιούσαν οι Rapa Nui για να μετακινούν τα τεράστια αγάλματα σχετικά γρήγορα και με ασφάλεια σε μεγάλη απόσταση, λαμβάνοντας υπόψη τα πενιχρά μέσα που είχαν στη διάθεση τους.

Τελικά οι επιστήμονες βρήκαν μια τεχνική μετακίνησης η οποία δείχνει ιδιαίτερα αποτελεσματική. Οι ερευνητές έδεσαν το άγαλμα με μακριά σκοινιά και χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες. Η μια ομάδα έπιασε το ένα σκοινί, η δεύτερη ομάδα το σκοινί που βρισκόταν στην αντίθετη πλευρά από την πρώτη ομάδα και η τρίτη ομάδα έπιασε το σκοινί που ήταν δεμένο στην πλάτη του αγάλματος Οι δύο ομάδες άρχισαν να τραβούν τα σκοινιά με τρόπο ανάλογο όπως γίνεται στο παιχνίδι της διελκυστίνδας.

Οπως αποδείχτηκε, η μέθοδος αυτή επέτρεψε στο άγαλμα να κινείται προς τα εμπρός – το άγαλμα έμοιαζε κυριολεκτικά να περπατάει. Αν λοιπόν οι Rapa Nui χρησιμοποιούσαν αυτή τη τεχνική θα μπορούσαν να μετακινούν σχετικά γρήγορα τα αγάλματα από τα λατομεία στα σημεία εγκατάστασης και μάλιστα η τοποθέτησή τους θα γινόταν σχετικά εύκολα αφού τα moai μετακινούνταν σε όρθια θέση.

Οι ενδείξεις

Πολλά από τα moai που διασώζονται είναι πεσμένα σε διάφορα σημεία του νησιού. Σύμφωνα με τους ερευνητές που έκαναν το πείραμα, η θέση στην οποία βρίσκονται τα πεσμένα αγάλματα δείχνει ότι ο τρόπος μετακίνησής τους από τους Rapa Nui ήταν αυτός που δοκίμασαν και οι ίδιοι. Στα ανηφορικά σημεία τα moai είναι πεσμένα με την πλάτη στο έδαφος ενώ στα κατηφορικά με το πρόσωπο στο έδαφος κάτι που σημαίνει ότι μετακινούνταν σε όρθια θέση πριν οι μεταφορείς χάσουν για κάποιον λόγο τον έλεγχό τους.

Επίσης οι θρύλοι των ντόπιων έκαναν λόγο για «περπάτημα» των αγαλμάτων αλλά μέχρι σήμερα κανείς δεν είχε δώσει βάση σε αυτές τις ιστορίες. Η έρευνα που έγινε με τη συνεργασία του National Geographic δημοσιεύεται στην επιθεώρηση «Journal of Archaelogical Science» και παρουσιάζεται στον δικτυακό τόπο της επιθεώρησης «Nature».