Αρχές Σεπτεμβρίου στην οδό Μπουμπουλίνας. Τα τηλέφωνα του αναπληρωτή υπουργού Παιδείας, Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού, Κώστα Τζαβάρα, χτυπούν ασταμάτητα. Οι γραμματείς αναγνωρίζουν μια συγκεκριμένη κλήση, από έναν συγκεκριμένο αριθμό. Ο Γιώργος Λούκος, διευθυντής του Φεστιβάλ Αθηνών, αναζητεί τον αναπληρωτή υπουργό, αρμόδιο για θέματα πολιτισμού, για ένα ραντεβού. Μάταια από ό,τι φαίνεται – παρά τις προσπάθειές του, ο Κώστας Τζαβάρας δεν δέχτηκε να τον δει. Η θητεία του Γιώργου Λούκου έχει λήξει από το τέλος Ιουλίου, έπειτα από διάστημα έξι χρόνων. Καθώς ο Οκτώβριος οδεύει προς το τέλος του, το Φεστιβάλ Αθηνών παραμένει ακέφαλο, ο διευθυντής του σε αδράνεια, το υπουργείο Πολιτισμού σε σιγή ασυρμάτου και όσοι παρακολουθούν από κοντά την ιστορία διαπιστώνουν αμήχανοι ότι ο πολιτισμός γίνεται πεδίο αντιπαράθεσης δύο διαφορετικών κόσμων. Δεν είναι η πρώτη φορά που ο πολιτισμός με την ευρεία έννοια έγινε θέμα συζήτησης τον τελευταίο καιρό: Πρώτα με την επίθεση στο «Corpus Christi». Επειτα με τη λογοκρισία της ΕΡΤ στη σειρά «Downton Abbey». Και όσο περνάει ο καιρός, με το Φεστιβάλ Αθηνών, το οποίο, όπως όλα δείχνουν, το 2013 θα είναι ένα διαφορετικό φεστιβάλ. «Πιο ελληνικό» λέει η μία πλευρά. «Πιο επαρχιωτικό» απαντά η άλλη. Η μάχη έχει ξεκινήσει.

Η απαξίωση του Γιώργου Λούκου

Ο Γιώργος Λούκος είχε αναλάβει τη θέση του έξι χρόνια πριν, όταν ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής είχε καλέσει τον επί χρόνια διευθυντή του μπαλέτου της Οπερας της Λυών να αναλάβει το Φεστιβάλ Αθηνών. Ακολούθησε μια περίοδος καλλιτεχνικής καταξίωσης και εμπορικής επιτυχίας. Οι φήμες για πιθανή απαξίωσή του είχαν αρχίσει ήδη από τον περασμένο Απρίλιο. Ηταν η πρώτη φορά που ο υπουργός Πολιτισμού – τότε ο Παύλος Γερουλάνος – δεν παρευρέθηκε καν στην καθιερωμένη συνέντευξη Τύπου όταν ανακοινώθηκε το πρόγραμμα του εφετινού Φεστιβάλ Αθηνών. Οι ψίθυροι εντάθηκαν όταν ο αρμόδιος για θέματα πολιτισμού στο υπουργείο Παιδείας, Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού ανέλαβε ο αναπληρωτής υπουργός Κώστας Τζαβάρας. Η μόνη δήλωση που έχει κάνει μέχρι τώρα ο Κώστας Τζαβάρας όταν ρωτήθηκε αν ο Γιώργος Λούκος είναι άξιος είναι η εξής: «Αξιότατος. Αλλά αυτό τι σημαίνει; Οτι όταν κάποιος είναι άξιος, πρέπει να μονιμοποιηθεί ως δημόσιος υπάλληλος κάπου; Δεν μπορεί, όμως, κανείς να μου υπαγορεύσει ή να μου επιβάλει τον τρόπο με τον οποίο θα χειριστώ την αρμοδιότητά μου». Λίγο αργότερα, μιλώντας για τη γενικότερη φιλοσοφία του υπουργείου Πολιτισμού, έλεγε: «Η διεθνής σύμβαση του άυλου πολιτισμού μάς δίνει τη δυνατότητα, εκτός από το μνημειακό κομμάτι της πολιτιστικής κληρονομιάς, να υπάρχει και η άυλη κληρονομιά, που είναι η ζωντανή πολιτιστική κληρονομιά που δεν μπαίνει σε μουσεία, κυκλοφορεί στην κοινωνία και έχει να κάνει με την παράδοση, τις πρακτικές, τις ιδέες, τους μύθους και βεβαίως τη γλώσσα. Ολα αυτά ενισχύουν την ελληνική ταυτότητα και διατηρούν την εθνική συνείδηση σε όλη την οικουμένη».

Ολα αυτά τα λόγια δεν εκτιμήθηκαν από 80 καλλιτέχνες (ανάμεσά τους ο Λευτέρης Βογιατζής και ο Δημήτρης Παπαϊωάννου), οι οποίοι έστειλαν επιστολή στήριξης προς τον Γιώργο Λούκο στο τέλος Αυγούστου. «Θα μας κάνετε, παρ’ όλα αυτά, την τιμή να μας απαντήσετε έμπρακτα, σας παρακαλούμε, ότι είναι φήμη το “θα αντικαταστήσουν τον Λούκο”, ανανεώνοντας τη θητεία του;» κατέληγε η επιστολή απευθυνόμενη στον Αντώνη Σαμαρά. Απάντηση δεν ήρθε. Σύμφωνα με ασφαλείς πηγές, ο Πρωθυπουργός προτιμά ένα περισσότερο «ελληνοκεντρικό» φεστιβάλ και δεν είχε ενθουσιαστεί από τις διεθνείς επιλογές του Λούκου, ήδη απο το καλοκαίρι του 2009, όταν ήταν ο ίδιος υπουργός Πολιτισμού.

Ξαρχάκος και Καρυτινός

Επισήμως, το υπουργείο Πολιτισμού τηρεί σιγήν ιχθύος. Ανεπισήμως, αφήνει να διαρρεύσουν ονόματα για να δοκιμάσει αντιδράσεις. Μέχρι τώρα έχουν διαρρεύσει αυτά του Σταύρου Ξαρχάκου και του Γρηγόρη Χατζάκη, αν και οι φήμες κάνουν λόγο για επικράτηση του αναπληρωτή τομεάρχη της Νέας Δημοκρατίας, Λουκά Καρυτινού. Κανείς από τους τρεις δεν δηλώνει το οτιδήποτε, ενώ μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η φημολογία που διέρρευσε από τα στελέχη του τομέα Πολιτισμού της Νέας Δημοκρατίας αναφορικά με την υποψηφιότητα του συναδέλφου τους κ. Καρυτινού, διαμορφώνοντας ένα τοπίο με πάθη και ίντριγκες που θα μπορούσαν να εκπλήξουν ακόμη και σεναριογράφο σαπουνόπερας.

Στην Ελλάδα είναι συνηθισμένο φαινόμενο να μένουν ακέφαλες και εκκρεμείς οι θέσεις στους πολιτιστικούς φορείς της χώρας για μήνες ή και χρόνια, ενόσω το υπουργείο Πολιτισμού κάνει τις «απαραίτητες διεργασίες». Η Εθνική Λυρική Σκηνή, η Ορχήστρα των Χρωμάτων, το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου έχουν μείνει κατά καιρούς επί μήνες ολόκληρους χωρίς διευθυντή. Η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών είχε σπάσει όλα τα ρεκόρ μένοντας ακέφαλη για πάνω από έναν χρόνο – από τον Αύγουστο του 2009 ως τον Ιανουάριο του 2011. Τα γρανάζια του υπουργείου Πολιτισμού κινούνται εξαιρετικά αργά όποιος και να είναι υπουργός. Την ίδια ώρα, όμως, ο χρόνος τρέχει. Απομένουν επτά μήνες για να ξεκινήσει το φεστιβάλ. Με εξαίρεση τέσσερα άτομα που εργάζονται με σύμβαση αορίστου χρόνου, οι υπόλοιποι εργαζόμενοι αναρωτιούνται πλέον τι ακριβώς κάνουν ή τι μέλλει γενέσθαι με τις ληγμένες συμβάσεις τους. Ο προγραμματισμός φυσικά παραμένει στον αέρα.

Η εκδίκηση των ultra δεξιών

Ανεξάρτητα από το αν θα ανανεωθεί ή όχι η θητεία του Γιώργου Λούκου, είμαστε πλέον σε κομβικό σημείο. Οι μετακλήσεις γνωστών θεατρικών ή χορευτικών ομάδων του εξωτερικού κανονίζονται δύο και τρία χρόνια πριν, όχι μερικούς μήνες νωρίτερα. Δεν το γνωρίζει αυτό το υπουργείο Πολιτισμού; Ανθρωπος με εμπειρία στο Φεστιβάλ δηλώνει στο ΒΗmagazino: «Πιστεύω ότι πρόκειται για έναν συνδυασμό ασχετοσύνης και άγνοιας. Γνωρίζουν ότι το Φεστιβάλ Αθηνών γίνεται το καλοκαίρι και έτσι νομίζουν ότι έχουμε άπλετο χρόνο μπροστά μας, ότι, ας πούμε, θα ζητήσει κάποιος από μια διεθνή ομάδα χορού να έρθει τον Μάιο και αυτοί θα τα παρατήσουν όλα και θα έρθουν». Προφανώς στο μυαλό των ιθυνόντων το Φεστιβάλ Αθηνών είναι ιδανικό για να παρουσιάζονται περιοδεύουσες θεατρικές παραγωγές, συγκροτήματα παραδοσιακών ελληνικών χορών και ερασιτεχνικές παραστάσεις θιάσων της πόλης. «Είναι συνηθισμένη πρακτική του υπουργείου αυτή. Προτού μπει άνοιξη δεν θα ασχοληθούν καν, εκτός και αν γίνει κάποια μεγάλη αλλαγή» υποστήριξε άλλη πηγή του υπουργείου.

Πολλοί ισχυρίζονται ότι όλη αυτή η καθυστέρηση γίνεται επίτηδες προκειμένου να τελειώσει ο χρόνος και έτσι να γίνει μια διοργάνωση αποκλειστικά με ελληνικές παραγωγές. Στην εξάχρονη θητεία του ο Γιώργος Λούκος ενόχλησε ουκ ολίγους παρακαλλιτεχνικούς κύκλους – κυκλώματα ατζέντηδων, ανθρώπους που είχαν βολευτεί με το προηγούμενο καθεστώς έχοντας πάρει μια ιδιότυπη πρωτοκαθεδρία ως «οι καλύτεροι του χωριού» – και φυσικά την εθνικοπατριωτική Δεξιά, όπως φάνηκε και από τον ετεροχρονισμένο ντόρο που έγινε για την παράσταση της Λένας Κιτσοπούλου για τον Αθανάσιο Διάκο.

Η κατηγορία ότι το φεστιβάλ δεν ήταν αρκετά ελληνικό αποτελεί τον νέο άσο στο μανίκι αυτών που θέλουν να δουν την αντικατάσταση του Γιώργου Λούκου και μια επιστροφή σε ένα φεστιβάλ πιο «στα μέτρα τους». Εφέτος, από τις συνολικά 118 παραστάσεις, οι 56 είχαν πληρότητα μεταξύ 80% και 100%, με τις εισπράξεις του θεσμού να ανέρχονται στα 2.325.000 ευρώ. Η «Πρώτη ύλη» του Δημήτρη Παπαϊωάννου και η «Μπαλάντα του γέρου ναυτικού», με τη Φιόνα Σο, παίζονται ήδη στο εξωτερικό. Δεκαέξι νέοι σκηνοθέτες και δέκα νέοι χορογράφοι παρουσίασαν το έργο τους. Παρ’ όλα αυτά, ζώντας σε εποχή που ζητάει πιστοποιητικά ελληνικότητας, ηθοποιοί όπως ο Γιάννης Μόρτζος χαρακτηρίζουν «αμφιλεγόμενη» τη θητεία του Λούκου, ζητώντας περισσότερη έμφαση «στην ελληνικότητα του φεστιβάλ». Σημαντική λεπτομέρεια: Εφέτος, από τις 25 θεατρικές παραστάσεις, οι 19 ήταν ελληνικές.

Η ιστορία επαναλαμβάνεται

Το Φεστιβάλ Αθηνών διοργανώθηκε για πρώτη φορά το 1955, όταν υπουργός Προεδρίας επί κυβερνήσεως Παπάγου ήταν ο κ. Γεώργιος Ράλλης. Μετακλήθηκε από την Αμερική ο διάσημος σκηνοθέτης του θεάτρου Ντίνος Γιαννόπουλος, ο οποίος ίδρυσε και οργάνωσε με απολύτως προσωπικά κριτήρια και απόλυτη ελευθερία το Φεστιβάλ Αθηνών. Η ιστορική αναδρομή προκαλεί άβολα μειδιάματα. Τον Νοέμβριο του 1955, ο μουσικοκριτικός Μίνως Δούνιας έγραφε: «Μετά την επίσκεψι του Μητρόπουλου και της Φιλαρμονικής του, το έργον (…) της ορχήστρας μας είναι ολοφάνερα βαρύ και αχάριστο. (…) Δεν πρέπει να μείνουμε επ’ άπειρον η τελευταία μουσική επαρχία της Ευρώπης». Οπως, άλλωστε, αναγράφεται στην ιστορική αναδρομή του: «Το Φεστιβάλ Αθηνών πολλές φορές έδωσε αφορμές για συγκρίσεις. Οποτε η περιρρέουσα ατμόσφαιρα το επέτρεπε, καθρέφτιζε το άνοιγμα της ελληνικής καλλιτεχνικής κοινότητας στον κόσμο. Οποτε πάλι τα πράγματα υπέκυπταν στην ελληνική εσωστρέφεια, θριάμβευε ο επαρχιωτισμός».

Επειδή ζούμε στην Ελλάδα της κρίσης, της μισαλλοδοξίας, της μάχης ενάντια στην πρόοδο, τώρα που έληξε η θητεία του Γιώργου Λούκου όλοι θυμούνται ότι πιθανόν να παραμέλησε το Ηρώδειο, να μην είχε αρκετά «ελληνικό» πρόγραμμα, να μη θεσμοθέτησε, ως όφειλε, νομικά το Φεστιβάλ για να το θωρακίσει από τέτοιου είδους μελλοντικά προβλήματα. Στην πραγματικότητα, όμως, η ερώτηση είναι μία, ανεξαρτήτως προσώπων και ιδεών: Θέλει το υπουργείο Πολιτισμού να διατηρήσει τον θεσμό του Φεστιβάλ Αθηνών; Και αν ναι, πώς τον οραματίζεται; Ως μια επαρχιακή φιέστα ή ως ένα σοβαρό διεθνές φεστιβάλ; Προς το παρόν, έχουμε μόνο αναπάντητες κλήσεις και ερωτήσεις…

Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΟΥ ΦΕΣΤΙΒΑΛ

«Το καθαρτήριο», του Ρομέο Καστελούτσι, Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, Ιούνιος 2009.

Ο ιταλός σκηνοθέτης έστησε το αριστούργημα του Δάντη σε ένα απόλυτα ρεαλιστικό σκηνικό υπαγορεύοντας σε ένα μαγεμένο κοινό να βιώσει έναν εφιάλτη που κυριολεκτικά τού έκοβε την ανάσα.

«Το κουκλόσπιτο», από τους Mabou Mines, σε σκηνοθεσία Λι Μπρούερ, Πειραιώς 260, καλοκαίρι 2008.

Το κλασικό έργο του Ιψεν γνώρισε ένα από τα πιο ρηξικέλευθα ανεβάσματά του, με όλους τους ανδρικούς ρόλους να παίζονται από νάνους που δεν ξεπερνούσαν το 1,30 μ., ενώ οι ψηλές γυναίκες έπεφταν ξανά και ξανά θύματα καταπίεσης. Θεατρική ατμόσφαιρα και ουσία.

«Ριχάρδος ο Γ’», σε σκηνοθεσία Σαμ Μέντες, Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, καλοκαίρι 2011.

Το όνομα του Κέβιν Σπέισι στον ομώνυμο σαιξπηρικό ρόλο ήταν υπεραρκετό ώστε να προγραμματιστεί και τρίτη συνεχής παράσταση – αντί για δύο που συνήθως γίνονται στην Επίδαυρο – και να είναι όλες κάτι παραπάνω από sold out.

«Ευγένιος Ονιέγκιν», από την Οπερα Θεάτρου Μπαλσόι, Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, καλοκαίρι 2011.

Ανατρεπτική παράσταση που κέρδισε δικαιολογημένα κοινό και κριτικούς.

«Ορφέας και Ευρυδίκη», χορογραφημένο από την Πίνα Μπάους, με το Μπαλέτο της Εθνικής Οπερας του Παρισιού, καλοκαίρι 2008, Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου.

Η μεταφορά του σε έναν ανοιχτό και τόσο εμβληματικό χώρο δεν του στέρησε τίποτε, αλλά του πρόσθεσε ακόμη μεγαλύτερη αίγλη.