Ο Κωνσταντίνος Κακανιάς είναι πιθανώς ένας από τους πιο διασκεδαστικούς συνομιλητές που θα μπορούσε να έχει κανείς. Ομορφος, πνευματώδης, συγκινητικά παλιομοδίτικος («Είστε κυρία ή δεσποινίς;» με ρώτησε κάποια στιγμή) και αυτοσαρκαστικός, θυμίζει έντονα την πιο διάσημη δημιουργία του, την κυρία Τεπενδρή. Η εικονογραφημένη φιγούρα αυτής της ισχνής κοσμικής κυρίας με τα κρεπαρισμένα μαλλιά που πηγαίνει από βερνισάζ σε επιδείξεις μόδας πίνοντας σαμπάνια και αναφωνώντας φράσεις όπως «Darling, you look marvelous. Can we buy it on our way to Katina’s?» τον έκανε διάσημο διεθνώς στις δεκαετίες της αφθονίας, στα 90s και στα 00s. Η κυρία Τεπενδρή μπήκε παντού – από τους «New York Times» μέχρι τους τοίχους διεθνών μουσείων και γκαλερί. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι τον έχει στοιχειώσει. Ο Κακανιάς, ο οποίος τα τελευταία 15 χρόνια ζει στο Λος Αντζελες, έχει κάνει σχεδόν τα πάντα: σκοτεινές εικαστικές εκθέσεις, κεραμικά, μεγάλους πίνακες, μέχρι και μια σειρά κοσμημάτων. Παρ’ όλα αυτά, δεν καταφέρνει ποτέ να απομακρυνθεί από την κυρία Τεπενδρή η οποία εμφανίζεται στη ζωή του κάθε λίγα χρόνια. Η τελευταία του έκθεση «Τependris Rising» (στα ελληνικά «Τεπένδρειος ανάβασις»), που ξεκινά στην γκαλερί Rebecca Camhi στις 24 Οκτωβρίου, βασίζεται σε μια ταινία μικρού μήκους κατά την οποία το διάσημο δημιούργημά του ξυπνάει ύστερα από τέσσερα χρόνια στην κατάψυξη.

Πάνε κάποια χρόνια που έχετε να ασχοληθείτε με την κυρία Τεπενδρή. Πώς επιστρέψατε σε αυτήν; «Είχα τέσσερα χρόνια να ασχοληθώ μαζί της. Εχω δύο φίλους, τον Τζάστιν Κερν και τη Στέφανι Ντάναν, που έχουν μαζί την Co, μια εταιρεία παραγωγής φιλμ, αλλά και μόδας. Toυς άρεσαν τα βιβλία μου και η κυρία Τεπενδρή και μου πρότειναν να κάνουμε μαζί μια ταινία μικρού μήκους. Στην αρχή μού φάνηκε πολύ περίπλοκο και είπα όχι. Είναι, όμως, πανέξυπνοι. Πήραν ένα βιβλίο μου, το έκαναν animation και μου το έστειλαν. Ενα βράδυ Κυριακής μού είπαν: “Ανοιξε τον υπολογιστή σου να δεις τι φτιάξαμε”. Το άνοιξα μέσα στην κυριακάτικη κατάθλιψη και μου άρεσε τόσο, που αποφάσισα να το κάνω αμέσως. Κάθε φορά, βέβαια, λέω ότι δεν θα ξανασχοληθώ μαζί της, ή φαντασιώνομαι ότι θα τη σχεδιάσει κάποιος άλλος. Στο νοσηρό μυαλό μου η κυρία Τεπενδρή θα μπορούσε να γίνει ένας κιτς Τζέιμς Μποντ».

Σε κάθε συνέντευξη σας ρωτάνε ποια είναι η έμπνευσή σας για την κυρία Τεπενδρή και εσείς κάθε φορά λέτε όλο και κάτι άλλο – από τη μαμά σας μέχρι μια εκκεντρική συλλέκτρια τέχνης. «Μα είναι αλήθεια όλα αυτά. Δεν ήταν ακριβώς η μητέρα μου – είναι μάλλον βασισμένη σε δυο-τρεις κυρίες. Η μανία με την τέχνη, το όνομά της, διάφορες λεπτομέρειες είναι από διαφορετικούς ανθρώπους και τις ιστορίες τους. Είναι 2% η μαμά μου, 3% η Μαρία Κάλλας, 10% η κυρία που πουλάει σουβλάκια στον δρόμο, 5% εσείς. Δεν ξέρω, κάντε την πρόσθεση μόνη σας».

Στην Ελλάδα τού σήμερα πόσο επίκαιρη μπορεί να είναι η κυρία Τεπενδρή με τα ναρκωτικά, τα πάρτι και τις υπερβολές; «Δεν έχω ιδέα, ειλικρινά το λέω. Μπορεί και να μην είναι καθόλου επίκαιρη. Εγώ θέλω να είναι κλασική, όχι επίκαιρη».

Διάβασα ένα κείμενό σας όπου λέτε ότι φτιάξατε την κυρία Τεπενδρή μεγαλώνοντας σαν αουτσάιντερ στη συντηρητική Αθήνα του ’60 και του ’70, ότι για εσάς αυτή η ηρωίδα ήταν ένας τρόπος διαφυγής από την καθημερινότητα. «Ναι, δεν ήξερα τότε ακριβώς τι ήμουν, αλλά με βοήθησε στην καθημερινότητά μου, στο να γίνει η ζωή μου πιο ενδιαφέρουσα γιατί δεν είχα πουθενά να ακουμπήσω. Φανταστείτε ένα γκέι αγόρι στην Αθήνα των 60s και των 70s. Δεν υπήρχε τίποτα, ήταν ένα τρομερά οδυνηρό πράγμα και πολύ φοβάμαι ότι ακόμη είναι. Δεν είχα καμία υποστήριξη από το σπίτι μου, από το σχολείο μου και δεν υπήρχαν γκέι πρότυπα. Ηταν όλα λάθος! Ημουν ένα μεγάλο λάθος!».

Κάνετε, πάντως, πολλά διαφορετικά πράγματα. Πρόσφατα σχεδιάσατε μια σειρά κοσμημάτων για τη Swarovski, κάνετε κεραμικά στην Πάρο και την εικονογράφηση για το βιβλίο «Frédéric Malle: On Perfume Making», αφιερωμένο στον μεγάλο αρωματοποιό Φρεντερίκ Μαλ. Δεν σας κουράζουν όλα αυτά; «Πολλές φορές, ναι, κουράζομαι. Θέλω να πάω να κλειστώ σε ένα σπίτι και να μην ξαναβγώ ποτέ. Μόλις τελειώσει αυτή η έκθεση έχω μια άλλη στις Βρυξέλλες τον Μάρτιο, μια συνεργασία με ένα printing house και μια σειρά με υφάσματα σπιτιού – σε συνεργασία με τον Μάικλ Σμιθ, τον διακοσμητή του Λευκού Οίκου».

Δεν θα θέλατε να αφοσιωθείτε σε ένα μόνο πράγμα; «Νομίζω ότι δεν έχω τη δύναμη. Επίσης, με διασκεδάζει όλο αυτό. Φυσικά, έχει να κάνει και με την επιβίωση».

Είχατε κάνει μια πολύ σκοτεινή έκθεση πριν από τρία χρόνια, με τίτλο «Δανιήλ». Πώς μπορείτε από κάτι τόσο σκοτεινό να πέφτετε σε κάτι τόσο ανάλαφρο; «Δεν ξέρω αν είναι ανάλαφρο. Δεν έχω ιδέα τι είναι. Μου το ανέθεσαν και το έκανα επειδή με διασκέδαζε. Δεν νομίζω ότι μπορώ να χαρακτηρίζω τη δουλειά μου. Αυτή η έκθεση έχει μια ελαφρότητα γιατί δεν με ενδιέφερε να μιλήσω για κάτι πολύ επίπονο, αλλά αυτό δεν την κάνει να στερείται σοβαρότητας. Είναι ένας συνδυασμός μόδας, εικονογράφησης και φιλμ».

Φύγατε νέος για το Παρίσι, πάντως, και δεν επιστρέψατε ποτέ. «Εφυγα 17,5 χρόνων. Και γύρισα κατά κάποιον τρόπο, γιατί τώρα είμαι εδώ. Αυτό που κάνω εδώ θα μπορούσα να το κάνω αλλού».

Και γιατί την κάνετε εδώ αυτή την έκθεση λοιπόν; «Αγαπώ τη Ρεβέκκα Καμχή, που έχει αυτή την γκαλερί, και αγαπώ την Ελλάδα. Την Αθήνα τη μισώ και τη λατρεύω μαζί».

Ζείτε στο Λος Αντζελες από το 1997. Τι σας έχει κρατήσει εκεί τόσα χρόνια; «Είναι το σπίτι μου πια. Υπάρχουν τόσοι άνθρωποι σαν και μένα, είναι τόσο απομακρυσμένο από τα πάντα, αλλά μπορώ να δω και όποιον θέλω. Μου αρέσουν ο καιρός, η τέχνη, οι άνθρωποι που δεν είναι κολλημένοι, η φύση. Ενας από τους βασικούς λόγους για τους οποίους πήγα στο Λος Αντζελες είναι οι καλλιτέχνες του. Υπάρχει μια απελευθέρωση και μια απόσταση σε αντίθεση με τη Νέα Υόρκη. Νομίζω ότι χάρη σε αυτή την πόλη ασχολήθηκα τόσο πολύ με την κυρία Τεπενδρή. Σε στιγμές φοβερής μοναξιάς και κατάθλιψης με έκανε να γελάω».

Βρίσκετε το Λος Αντζελες μοναχική πόλη; «Ναι, αλλά το έχω συνηθίσει. Εγώ έτσι κι αλλιώς είμαι έτσι όπως είμαι. Δεν αλλάζω στις πόλεις. Νομίζω ότι για πολλούς ανθρώπους στο Λος Αντζελες είμαι σαν εξωτικό πτηνό. Δεν έχει πολλούς μεσογειακούς».

Δεν είναι, όμως, ότι ανήκετε και στην Ελλάδα. «Οχι, νιώθω ότι δεν ανήκω πουθενά και αυτό είναι φριχτό και υπέροχο ταυτόχρονα. Οπου κι αν πάω νιώθω ότι θα ήθελα να είμαι αλλού. Πάντως, δεν είμαι από τους ανθρώπους που έχουν ρίξει μαύρη πέτρα πίσω τους. Η Αριάνα Χάφινγκτον, φέρ’ ειπείν, είναι πλέον εντελώς Αμερικανίδα. Εγώ της μιλάω ελληνικά και εκείνη μού απαντάει στα αγγλικά».

Πώς ορίζετε την ελληνική αισθητική; «Δύσκολη ερώτηση. Για εμένα είναι κάτι πολύ βαθύ και λιτό, αν και δεν μπορώ να πω ότι είναι κάτι που βλέπω γύρω μου αυτή τη στιγμή. Η αμερικανική αισθητική δεν ορίζεται εύκολα, είναι τόσα κύματα διαφορετικά. Η αισθητική της Καλιφόρνιας, πάντως, έχει ξεκάθαρα σχέση με τη φύση».

Οταν επιστρέφετε στην Ελλάδα τώρα πια, σας φαίνεται διαφορετική; «Ναι, έχει αλλάξει τόσο από τότε που ήμουν παιδί. Βγήκα έξω στο Μεταξουργείο να αγοράσω ένα μπουκάλι νερό και θυμήθηκα που όταν ήμουν μικρός διάβαζα στην Πηνελόπη Δέλτα ότι πήγαιναν από την Αίγυπτο στο Πήλιο και εκεί οι άνθρωποι τρόμαζαν γιατί δεν είχαν δει ποτέ μαύρο. Τώρα πια πηγαίνω στην Πάρο και οι βοσκοί είναι Πακιστανοί. Το βρίσκω καταπληκτικό αυτό. Λατρεύω το γεγονός ότι τώρα είμαστε μια πολυπολιτισμική χώρα».

Και τώρα με την κρίση; «Εχω μεγάλες ελπίδες. Οι Ελληνες είναι ένας φοβερά ευλογημένος λαός, έχουμε περάσει πολύ χειρότερα πράγματα και είμαι σίγουρος ότι θα βγούμε νικητές. Είμαι πολύ απογοητευμένος, όμως, από τον φανατισμό και την οπισθοδρόμηση που βλέπω ώρες ώρες. Οταν αντιλαμβάνομαι ότι υπάρχουν άνθρωποι με τόσο κλειστό μυαλό, σχεδόν προϊστορικοί, στενοχωριέμαι ιδιαίτερα. Δεν περίμενα ότι κάτι τέτοιο θα συνέβαινε στη χώρα μου».

Πού μένετε όταν γυρνάτε στην Ελλάδα; «Εχω φτιάξει ένα σπίτι σε ένα βουνό στην Αττική. Και πάω και στην Πάρο σε ένα εργαστήριο που λέγεται Υρία και κατασκευάζω κεραμικά. Συνήθως δουλεύω με αναθέσεις».

Διάβασα πως φτιάξατε κάποια κεραμικά για τον Κριστιάν Λουμπουτέν και ότι είναι πολύ καλός σας φίλος. «Ναι, είναι πολύ φίλος μου. Είναι υπέροχος άνθρωπος, πανέξυπνος. Γνωριστήκαμε 30 χρόνια πριν στο Παρίσι στο Palace, το nightclub που είναι κάτι σαν το Studio 54 του Παρισιού. Εχουν τραγουδήσει ο Prince, η Γκρέις Τζόουνς, η Divine. Mεγάλωσα κατά κάποιον τρόπο εκεί μέσα».

Γράψατε κάπου ότι είχατε έναν φοβερό καβγά και άνοιξε την πόρτα και βγήκε την ώρα που το αυτοκίνητο βρισκόταν εν κινήσει. «Ναι, αλλά έφταιγα εγώ. Ανοιξε την πόρτα και πετάχτηκε την ώρα που οδηγούσα γρήγορα μέσα σε ένα δάσος τη νύχτα. Ακόμη κλαίω τα 800 ευρώ που μου κόστισε η επιδιόρθωση του αυτοκινήτου».

Μα τι του κάνατε; «Ημουν bitch. Και αυτός δεν είναι εύκολος, αλλά και εγώ ήμουν bitch. Κάθε φορά αυτό που με εκπλήσσει στον Κριστιάν είναι το πόσο έξυπνος είναι. Εχει μια πραγματική δική του εξυπνάδα και σοφία. Είμαι πολύ τυχερός που περιτριγυρίζομαι από ειδικούς ανθρώπους. Οι φίλοι μου είναι η οικογένειά μου».

Είστε ευχαριστημένος από τη ζωή σας στο Λος Αντζελες; «Ναι, έχω φτιάξει τον κόσμο μου. Με ξέρουν και τους ξέρω».

Υπάρχει κάποια δουλειά σας που να ξεχωρίζετε; «Αυτή με τα ημερολόγιά μου. Κρατάω κάτι σαν γιγαντιαίο ημερολόγιο όλα αυτά τα χρόνια και ζωγραφίζω όλα όσα βλέπω ή με απασχολούν σε μεγάλους καμβάδες».

Πώς και δεν έχετε κάνει μια έκθεση με αυτά; «Πολύ θα ήθελα, αλλά τώρα δεν τα έχω πια».

Τα έχετε πουλήσει; «Μα φυσικά και τα έχω πουλήσει! Δεσποινίς Τριβόλη, πρέπει να φάω!».

* Η έκθεση «Τεπένδρειος ανάβασις» του Κωνσταντίνου Κακανιά στην γκαλερί Rebecca Camhi θα διαρκέσει από
τις 24 Οκτωβρίου ως τις 21 Δεκεμβρίου.