Στις μέρες μας το να είναι μια επιχείρηση κερδοφόρα ή ακόμη και το να μη χρωστά είναι άθλος. Οταν λοιπόν αναζητώντας νέα βιβλία περιπλανηθήκαμε στον ιστότοπο των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης (ΠΕΚ) και διαβάσαμε τον απολογισμό των 28 χρόνων λειτουργίας τους εντυπωσιαστήκαμε: 23 εκατ. ευρώ είναι τα συνολικά έσοδα των ΠΕΚ από τις πωλήσεις όλο αυτό το διάστημα, ενώ οι επιχορηγήσεις που δέχθηκαν από την Παγκρητική Ενωση Αμερικής (που ήταν και ο πρώτος χορηγός), και κυρίως το Ιδρυμα Τεχνολογίας και Ερευνας (ΙΤΕ) της Κρήτης, ανέρχονται συνολικά στα 2,8 εκατ. ευρώ! Με τέτοια οικονομικά στοιχεία δεν μπορέσαμε να αντισταθούμε στον πειρασμό να υποβάλουμε τον διευθυντή των ΠΕΚ κ. Στέφανο Τραχανά σε μια μίνι «ανάκριση»!
Ισχύει όντως ότι είστε μια εύρωστη οικονομικά επιχείρηση;
«Τα τελευταία χρόνια είχαμε διαρκώς πλεόνασμα της τάξεως του 10%-20% των εσόδων μας. Υποθέτω πως αυτός είναι ένας καλός δείκτης οικονομικής ευρωστίας. Ιδίως αν συνδυαστεί και με το χαμηλό μισθολογικό μας κόστος, που είναι της τάξεως του 20% των εσόδων μας από πωλήσεις. Θέλω πάντως να προσθέσω ότι η χρήση του όρου «επιχείρηση» δεν περιγράφει σωστά τον χαρακτήρα των ΠΕΚ, διότι η έννοια του κέρδους –του ατομικού κέρδους –είναι σ’ εμάς ανύπαρκτη. Οι εργαζόμενοι των ΠΕΚ –και βεβαίως ο διευθυντής τους –δεν έχουν καμία συμμετοχή στα κέρδη έστω υπό μορφή πριμ παραγωγικότητας, μπόνους ή οτιδήποτε άλλο. Ενώ το επίπεδο των μισθών μας είναι απλώς αξιοπρεπές με τα σημερινά ελληνικά μέτρα. Και είναι αυτή μια απόλυτα εθελοντική επιλογή μας».
Αναφέρετε κάπου ότι λόγω της ύπαρξης των ΠΕΚ το Ελληνικό Δημόσιο είχε ένα καθαρό οικονομικό όφελος τουλάχιστον 7,5 εκατ. ευρώ. Πώς γίνεται αυτό;
«Είναι πολύ απλό. Οι τιμές των πανεπιστημιακών μας βιβλίων είναι σημαντικά χαμηλότερες από τις «αντικειμενικές τιμές» που ορίζει το υπουργείο Παιδείας για βιβλία αυτού του είδους. Ετσι, πληρώνει για τα δικά μας βιβλία περίπου δύο φορές λιγότερο από ό,τι αν αγόραζε ομοειδή βιβλία άλλων εκδοτών. Συγκεκριμένα, μόνο για το ακαδημαϊκό έτος 2010-2011 το ακριβές ποσόν που εξοικονόμησε το Ελληνικό Δημόσιο αγοράζοντας βιβλία από τις ΠΕΚ είναι 1,384 εκατ. ευρώ. Ενώ από την ίδρυσή μας ως σήμερα το συνολικό ποσόν υπολογίζεται στα 10 εκατ. ευρώ τουλάχιστον. Από την ύπαρξη και μόνο των ΠΕΚ το Ελληνικό Δημόσιο είχε πράγματι καθαρό όφελος 7,5 εκατ. ευρώ. Μας επιχορήγησε (μέσω του ΙΤΕ) με 2,5 εκατ. ευρώ συνολικά και εξοικονόμησε 10 εκατομμύρια. Οσοι είναι απόλυτα πεπεισμένοι ότι καθετί δημόσιο –δηλαδή καθετί που δεν αποσκοπεί στο κέρδος –είναι καταδικασμένο σε αποτυχία, ίσως βρουν στην περίπτωση των ΠΕΚ ένα ενδιαφέρον αντιπαράδειγμα. Θα δουν ότι είναι πράγματι δυνατόν να υπηρετηθεί ένας δημόσιος σκοπός όχι μόνο χωρίς να επιβαρυνθεί οικονομικά το κράτος, αλλά και με καθαρό οικονομικό όφελος γι’ αυτό».


Ο κ. Στέφανος Τραχανάς, ο οποίος διευθύνει τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης από την ίδρυσή τους μέχρι σήμερα.

Ποια είναι η «κινητήρια δύναμη» των ΠΕΚ; Τι κάνει τους ανθρώπους τους να εργάζονται παραγωγικά όταν απουσιάζει το κίνητρο του κέρδους;

«Η αξιοπρέπεια που δίνει στους ανθρώπους η ευσυνείδητη και παραγωγική εργασία. Ιδίως όταν προσφέρεται στο πλαίσιο μιας ομαδικής προσπάθειας που υπηρετεί κι έναν ευδιάκριτο κοινωνικό σκοπό και όχι ατομικές επιδιώξεις. Υπάρχει όμως κι ένα κίνητρο πολύ βαθύτερο από αυτό. Είναι η χαρά της δημιουργίας. Είναι ένα μειοψηφικό κίνητρο αυτό –δεν νομίζω ότι το έχουν όλοι οι άνθρωποι -, όμως οι έξυπνες κοινωνίες αντιλαμβάνονται τη σημασία του και αφήνουν λίγο ζωτικό χώρο σε αυτούς τους ανθρώπους να δημιουργήσουν τις δικές τους εναλλακτικές νησίδες. Ισως μια τέτοια εναλλακτική νησίδα να είναι και οι ΠΕΚ».
Τι σας διαφοροποιεί από έναν σοβαρό εμπορικό εκδότη;
«Θα σας απαντήσω με τον δικό μου ορισμό του university press. Που είναι τούτος: πανεπιστημιακός εκδοτικός οίκος είναι εκείνο το είδος εκδότη για τον οποίο υπάρχουν βιβλία που θεωρεί τιμή του να τα εκδώσει έστω κι αν γνωρίζει ότι θα πουλήσουν δέκα αντίτυπα, και για τον οποίο υπάρχουν επίσης βιβλία που δεν θα τα εξέδιδε ποτέ, έστω και αν γνωρίζει ότι θα πουλήσουν εκατομμύρια αντίτυπα».
Εκδίδετε δηλαδή και βιβλία με αποκλειστικό κριτήριο την ποιότητα του περιεχομένου τους και χωρίς να λαμβάνετε υπόψη σας το μέγεθος του πιθανού κοινού τους;
«Ακριβώς αυτό. Σημειώστε παραδείγματος χάριν ότι έχουμε εκδώσει περίπου 130 ερευνητικές μονογραφίες πάνω σε θέματα ελληνικής ιστορίας, γραμμάτων και πολιτισμού και τις οποίες ουδείς εμπορικός εκδότης θα εξέδιδε, και μάλιστα με την εκδοτική φροντίδα που εμείς τους δίνουμε».
Τότε όμως θα πρέπει να εκδίδετε και βιβλία που αφήνουν κέρδος ώστε να χρηματοδοτούν τα προηγούμενα. Ποια είναι αυτά;
«Κυρίως (αλλά όχι μόνο) κάποια βασικά πανεπιστημιακά συγγράμματα θετικών επιστημών. Αυτά είναι οι «ατμομηχανές» των ΠΕΚ. Αυτά παράγουν τα πλεονάσματα που μας επιτρέπουν να ασκούμε και μια πολιτική εκδοτικής στήριξης της πρωτότυπης έρευνας στο πεδίο των ανθρωπιστικών επιστημών. Υπάρχει όμως και κάτι άλλο. Οτι οι ΠΕΚ δεν διανέμουν κέρδη και επομένως όλα τα πλεονάσματα παραμένουν στον εκδοτικό οίκο αντί να μετατρέπονται σε ιδιωτικό εισόδημα ή να επενδύονται σε άλλες επιχειρήσεις. Στις ΠΕΚ τα βιβλία γίνονται βιβλία».
Ποιο είναι τελικά το μυστικό της επιτυχίας των ΠΕΚ;
«Αν ήμουν υποχρεωμένος να απομονώσω έναν μόνο κρίσιμο παράγοντα –μια βασική επιλογή –θα ήταν τούτη. Οτι αποφασίσαμε από πολύ νωρίς να γυρίσουμε τα νώτα προς το κράτος –και τις ευκαιρίες εύκολου χρήματος που αφειδώς προσέφερε μέσω του συστήματος των συγγραμμάτων –και να στρέψουμε με εμπιστοσύνη το πρόσωπο προς μια κοινωνία πολιτών-αναγνωστών ελεύθερων να επιλέξουν. Επιλέγουμε και φροντίζουμε τα βιβλία μας έχοντας κατά νου όχι τους «αιχμάλωτους αναγνώστες» του συστήματος των συγγραμμάτων, αλλά πολίτες που επισκέπτονται τα βιβλιοπωλεία για να επιλέξουν τα βιβλία της αρεσκείας τους. Αυτούς τους αναγνώστες δεν τους κερδίζεις παρά μόνο με μακροχρόνια επιμονή στην ποιότητα. Ο διαρκής «διάλογος» με ένα τέτοιο απαιτητικό κοινό -και όχι με την «αιχμάλωτη αγορά» του συστήματος των συγγραμμάτων –είναι που διαμόρφωσε τη σημερινή φυσιογνωμία των ΠΕΚ ως ποιοτικού εκδότη ο οποίος βασίζει τη λειτουργία του στην «ψήφο» των αναγνωστών του και όχι στο κράτος».

Μια από τις πρόσφατες σειρές των ΠΕΚ με τη χαρακτηριστική αισθητική των εκδόσεων.

Αν η ποιότητα είναι η λέξη-«κλειδί» για τις ΠΕΚ, πώς τη διασφαλίζετε;

«Με αυστηρές διαδικασίες κρίσεως που ξεκινούν με τη γνώμη δύο ειδικών κριτών -αν πρόκειται για πρωτότυπα βιβλία –και «καταλήγουν» με μια εσωτερική κρίση από τη σκοπιά του «επαρκούς αναγνώστη». Κάποιος από μας –ένας από τους πέντε επιμελητές μας ή εγώ –διαβάζει το βιβλίο και αποφαίνεται αν μπορεί να κρατήσει το ενδιαφέρον ενός μορφωμένου αναγνώστη με σχετικά ενδιαφέροντα. Η διασφάλιση της ποιότητας των μεταφράσεων –ιδίως στον χώρο των θετικών επιστημών –είναι εγχείρημα πολύ πιο δύσκολο. Επιβάλλεται όμως και για αυτονόητους λόγους ευθύνης απέναντι στο μέλλον της ελληνικής γλώσσας. Στις ΠΕΚ προσπαθούμε να μην ξεχνάμε την ευθύνη μας γι’ αυτό το ζήτημα. Προτιμούμε να μην εκδοθεί ποτέ ένα βιβλίο παρά να κυκλοφορήσει μια κακή του μετάφραση. Και υπάρχουν περιπτώσεις που το έχουμε κάνει».
Χρειάζεστε όμως και «κατάλληλους ανθρώπους» για να διασφαλίζουν τα παραπάνω.
«Κυρίως αυτό χρειαζόμαστε, και προς τα ‘κεί είναι στραμμένη όλη μας η προσοχή. Στην ποιότητα των ανθρώπων. Γι’ αυτό και έχουμε θεσπίσει αυστηρές διαδικασίες επιλογής προσωπικού. Από την πλευρά μας, εξασφαλίζουμε την ποιότητα του «περιβάλλοντος». Το να δημιουργήσεις ένα περιβάλλον εργασίας που να ζητεί απ’ όλους τον καλύτερό τους εαυτό. Και να καταφέρνει να τον βγάζει. Μου αρέσει να τα συνοψίζω όλα αυτά παραφράζοντας τον Θουκυδίδη: Δει δε… ανθρώπων. Αυτό είναι το δικό μας σύνθημα».
Εκτιμάτε ότι στην Ελλάδα της κρίσης η ποιότητα θα συνεχίσει να είναι ζητούμενο; Είναι δυνατόν ο άνεργος ή ο κοινωνικά αποκλεισμένος να αποζητεί «τροφή για σκέψη»;
«Η ποιότητα δεν ήταν ζητούμενο –δηλαδή μαζικό ζητούμενο –ούτε πριν από την κρίση. Και όχι μόνο στη χώρα μας, αλλά και αλλού. Το ποιοτικό βιβλίο –όπως και ο ποιοτικός κινηματογράφος παραδείγματος χάριν –απευθυνόταν πάντα σε μια μικρή μειονότητα ανθρώπων. Που όμως δεν προσδιορίζονται κατ’ ανάγκην από εισοδηματικά ή ταξικά κριτήρια. Δυναμικοί και ανήσυχοι άνθρωποι –τέτοιοι είναι οι αναγνώστες του ποιοτικού βιβλίου –υπήρχαν πάντοτε σε όλα τα κοινωνικά στρώματα. Στη δεκαετία του 1960, ας πούμε, θα έβρισκες πολλά νέα παιδιά ταπεινής καταγωγής να «εισβάλλουν» ορμητικά στο προσκήνιο αναζητώντας νέους τρόπους έκφρασης και σκέψης. Δεν γνωρίζω αν μια τέτοια «μεγάλη έκρηξη» μπορεί να συμβεί και σήμερα –η Ελλάδα της κρίσης είναι μια πολύ διαφορετική χώρα -, το σίγουρο όμως είναι ότι δεν θα συμβεί αν δεν την επιζητήσουμε. Και από αυτή την πλευρά η επιμονή στην ποιότητα είναι από μόνη της ένα θετικό στοίχημα για το μέλλον. Δείχνει έμπρακτα ότι πιστεύεις στην καλύτερη πλευρά της χώρας σου και των ανθρώπων της».
Ποιος είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος που μπορεί να απειλήσει το μέλλον των ΠΕΚ;
«Ο γραφειοκρατικός εκφυλισμός και, τελικά, ο θάνατος. Δυστυχώς, παρά το γεγονός ότι οι ΠΕΚ –σύμφωνα με το καταστατικό τους –λειτουργούν ως «ανεξάρτητο μη κερδοσκοπικό εκδοτικό ίδρυμα στο πλαίσιο του ΙΤΕ» και δεν λαμβάνουν πλέον ούτε ένα ευρώ κρατικής ενίσχυσης, εν τούτοις είναι παντελώς απροστάτευτες απέναντι στα αλλεπάλληλα κύματα γραφειοκρατικών παραλογισμών και εμποδίων που εκπέμπονται από το κεντρικό κράτος και φτάνουν ανεμπόδιστα ως εμάς. Μια πλήρως αυτοχρηματοδοτούμενη εκδοτική επιχείρηση όμως όπως οι ΠΕΚ, είναι αδύνατον να επιζήσει υπ’ αυτές τις συνθήκες. Το σίγουρο τέλος της είναι ο γραφειοκρατικός θάνατος. Οχι μόνο λόγω του κόστους της γραφειοκρατίας καθ’ εαυτό –και της αναποτελεσματικής λειτουργίας που πάει μαζί της –αλλά και για έναν ακόμη πιο βασικό λόγο. Αργά ή γρήγορα θα «μωρανθεί το άλας». Θα υπονομευθεί ο πυρήνας της υπόστασης των ΠΕΚ: το ηθικό και το φρόνημα των ανθρώπων τους. Η αρχή του τέλους θα είναι όταν αρχίσουν να θέτουν το δηλητηριώδες ερώτημα: Προς τι;».
Τι σκοπεύετε να κάνετε γι’ αυτό;
«Μπορώ να σας πω μόνο το τι δεν σκοπεύουμε να κάνουμε: να μετατραπούμε σε εκδοτική εταιρεία. Ο κοινωφελής χαρακτήρας είναι συστατικό στοιχείο της ταυτότητας των ΠΕΚ, και αυτό θα είναι το κύριο γνώρισμά τους και στο μέλλον».
Πώς σκοπεύετε να θωρακίσετε τις ΠΕΚ μετά την αποχώρησή σας;
«Με τον τρόπο του Θουκυδίδη: Ανδρες γαρ πόλις, και ου τείχη. Δηλαδή με την αξιοσύνη και το φρόνημα που ανέπτυξαν οι άνθρωποί τους όλα τα προηγούμενα χρόνια. Αυτά έφεραν τις ΠΕΚ ως εδώ κι αυτά θα εγγυηθούν και το μέλλον τους έπειτα από μένα. Υπό τον όρο βέβαια ότι θα έχει διασφαλιστεί η θωράκισή τους από τον κίνδυνο που ανέφερα παραπάνω. Στην πραγματικότητα, αυτός θα είναι και ο δικός μου τελευταίος στόχος μετά τον οποίο αισθάνομαι ότι είναι η ιδανική στιγμή να παραδώσω τη σκυτάλη στην επόμενη γενιά. Με την πεποίθηση ότι οι ΠΕΚ θα έχουν τότε όλες τις προϋποθέσεις –θεσμικές, οικονομικές και ανθρώπινου δυναμικού –να εξελιχθούν σ’ ένα σημαντικό θεσμό για την επιστημονική και πολιτιστική ζωή της χώρας».
Υπάρχει κάποιο γενικό συμπέρασμα από το «πείραμα των ΠΕΚ» όπως το αποκαλείτε;
«Αν υπάρχει ίσως να είναι τούτο: ότι υπάρχουν σημαντικοί δημόσιοι σκοποί που μπορούν να υπηρετηθούν πολύ πιο αποτελεσματικά από κοινωφελείς θεσμούς που στηρίζονται πρωτίστως στην κοινωνία των πολιτών προς την οποία απευθύνεται το έργο τους. Κι αν το παράδειγμα των ΠΕΚ αποδεικνύει κάτι είναι πιστεύω τούτο. Οτι «εκεί έξω» υπάρχει πράγματι μια κοινωνία πολιτών με ποιοτικές απαιτήσεις που μπορεί να στηρίξει τέτοιους θεσμούς. Ας την εμπιστευτούμε κι ας ανασκουμπωθούμε να αποδείξουμε ότι μπορούμε πράγματι να της προσφέρουμε ένα δημόσιο αγαθό που αξίζει την υποστήριξή της».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ