Οι ενήλικες σίγουρα θυμούνται την εικόνα του φλεγόμενου συγγραφικού πονήματος «Μν» του Μίμη Ανδρουλάκη σε δημόσιες «συναθροίσεις προσβεβλημένων πιστών» στη Θεσσαλονίκη τον Δεκέμβριο του 1999. Οπως θυμόμαστε και τα τηλεοπτικά πλάνα που παρουσίαζαν τον προπηλακισμό του συγγραφέα από όσους τον θεωρούσαν ως επί της γης αντιπρόσωπο του «έξω από ’δω». Για την ιστορία, η εισαγγελική ποινική δίωξη η οποία τότε ασκήθηκε έπειτα από μήνυση του (θρησκευτικά θιγμένου) βυζαντινολόγου Μάριου Πηλαβάκη, η προσωρινή απαγόρευση της κυκλοφορίας του βιβλίου στην περιφέρεια της κεντρικής Μακεδονίας από το Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, όπως και οι αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων για την απαγόρευση του «βλάσφημου γυναικείου αντί-μυθιστορήματος» στην πρωτεύουσα είχαν προσκρούσει στο άρθρο 16 (παράγραφος 1) του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο «η τέχνη και η επιστήμη, η έρευνα και η διδασκαλία είναι ελεύθερες».

Περίπου τέσσερα χρόνια αργότερα, η ελληνική κοινωνία και πολιτεία αποδεικνύονται ξανά – τουλάχιστον – σεμνότυφες: Το φθινόπωρο του 2003, εν μέσω της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας, αποσύρεται από την έκθεση υπό τον τίτλο «Outlook» το έργο του βέλγου εικαστικού Τιερί Ντε Κορντιέ με τίτλο «Asperges me». Τότε, ο εσταυρωμένος Χριστός και ένα πέος δεν μπορούσαν να χωρέσουν μαζί στον ίδιο ζωγραφικό πίνακα για τον Γιώργο Καρατζαφέρη, ο οποίος είχε ζητήσει σχετική παρέμβαση. Με την επικουρία μερίδας του Τύπου και τηλεοπτικών δικτύων, το ζήτημα πήρε (και δικαστικές) διαστάσεις. Στο μεταξύ, 45 ημέρες μετά τα εγκαίνια της έκθεσης και με τουλάχιστον 22.000 επισκέπτες να έχουν ήδη δώσει το «παρών», ο Ευάγγελος Βενιζέλος, τότε Υπουργός Πολιτισμού, είχε ζητήσει την αποκαθήλωση του έργου – σημειώνοντας μάλιστα ότι «και η τέχνη συναντά ορισμένες φορές όρια τα οποία θέτει ο νόμος ή η κοινωνική δεκτικότητα». Χρειάστηκε να περάσουν τρία χρόνια για να αθωωθεί ο επιμελητής της έκθεσης, τον Μάιο του 2006.

Αυτές είναι μόνο δύο από τις κατά καιρούς περιπτώσεις όπου διάφοροι φερόμενοι ως πιστοί Χριστιανοί δαιμονοποιούν την (αμφιλεγόμενων προθέσεων ή σκοπιμοτήτων) καλλιτεχνική δημιουργία η οποία, σύμφωνα με τους ίδιους πιστούς, έχει προηγουμένως «κλονίσει» τα θεμέλια της χριστιανικής ακεραιότητας. Είναι τότε που η πολιτεία σκοντάφτει στην αδυναμία της να τα βάλει με το έξαλλο ποίμνιο και μάταια αποπειράται να αντιμετωπίσει την καλλιτεχνική δημιουργία με όρους θεσμικούς – απογοητευτικά παραγνωρίζει, λοιπόν, ότι η τέχνη ούτε θεσμός είναι ούτε να οριστεί δύναται. Μάλιστα, για αυτό τον σκοπό συνήθως βγαίνουν από τη νομική φαρέτρα τα άρθρα 198 και 199 του Ποινικού Κώδικα, τα οποία προβλέπουν φυλάκιση αντιστοίχως για όποιον «εκδηλώνει δημόσια με βλασφημία έλλειψη σεβασμού προς τα θεία» και για όποιον «δημόσια και κακόβουλα καθυβρίζει με οποιονδήποτε τρόπο την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού ή άλλη θρησκεία ανεκτή στην Ελλάδα».

Στη δημόσια συζήτηση με θέμα «Ο Θεός δεν έχει ανάγκη εισαγγελέα», η οποία οργανώθηκε από την Ελληνική Ενωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και έγινε την Τρίτη 16 Οκτωβρίου στο κεντρικό κτίριο του Πανεπιστημίου Αθηνών, τοποθετήθηκαν, μεταξύ άλλων, νομικοί οι οποίοι πολύ καίρια έθιξαν πώς το – φύσει υπερβατικό – θεϊκό στοιχείο εντάσσεται στη – φύσει κοσμική – έννομη τάξη στοιχειοθετώντας ότι τα αδικήματα της βλασφημίας και της καθύβρισης θρησκευμάτων δεν αποτελούν παρά κραυγαλέο νομικό αναχρονισμό. Ακόμη πιο παραστατική, ήταν η εισήγηση του Γιάννη Ζιώγα, επίκουρου καθηγητή στο Τμήμα Εικαστικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας, ο οποίος παράλληλα προέβαλε αρχείο εικαστικής λογοκρισίας και έργα που έχουν διωχθεί ως βλάσφημα στην Ελλάδα από το 1950 ως σήμερα.

Το ζήτημα είναι, όμως, ότι προτού συζητήσουμε περί νομοθετικών παραλογισμών οι οποίοι παραδόξως μένουν ενεργοί ως σήμερα, καλό είναι να επισημάνουμε ότι αυτοί δεν (είναι εύλογο να) αφορούν την καλλιτεχνική πρόταση. Η τέχνη είναι τέχνη. Τόσο απλά, τόσο αυτοαναφορικά. Η τέχνη μπορεί να εντυπωσιάζει ή να απογοητεύει, να σοκάρει ή να τέρπει, να θέτει ερωτήματα ή να μην προσφέρει τίποτε, αλλά δεν δύναται να είναι βλάσφημη. Για όσους έχουν τη θέληση και τις δυνατότητες να το αντιληφθούν, ο Σταύρος Τσακυράκης επιλύει το ζήτημα σε μόνο μερικές αράδες («Θρησκεία κατά τέχνης», εκδόσεις Πόλις): «Η διαφορά ανάμεσα στον κανόνα που προστατεύει την ακώλυτη λατρεία μιας θρησκείας και στις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα που καθιστούν αδίκημα την περιύβριση θρησκεύματος και την κακόβουλη βλασφημία είναι προφανής. Οι τελευταίες ποινικοποιούν το φρόνημα (τις αθεϊστικές ή αντίθετες προς μια θρησκεία πεποιθήσεις) και όχι τις συμπεριφορές που προσβάλλουν δικαιώματα των πιστών. Κατά τούτο δεν συμβιβάζονται γενικά με την ελευθερία του λόγου, πολύ περισσότερο με την ελευθερία της τέχνης, η οποία δεν επιδέχεται από το Σύνταγμα κανέναν περιορισμό στο περιεχόμενό της. Νομικά δεν υφίσταται η έννοια του βλάσφημου έργου τέχνης, όπως ακριβώς δεν υφίσταται η έννοια του άσεμνου έργου τέχνης».

Και πάλι όμως, αυτή τη στιγμή το μείζον – και επιπρόσθετο – πρόβλημα είναι, δυστυχώς, ότι όλα αυτά σκοπίμως θα τα κουβεντιάζαμε μέχρι χθες, που καλλιτέχνες και έργα στήνονταν στον τοίχο από αποπροσανατολισμένους, εύθικτους θρησκόληπτους. Σήμερα, η ελευθερία της έκφρασης αμφισβητείται, η σάτιρα διώκεται και η τέχνη αφορίζεται από στρατευμένους εκπροσώπους του ελληνικού κοινοβουλίου, οι οποίοι έχουν, μάλιστα, καταστήσει πια εντελώς σαφές ότι πριν και πάνω από όλα πιστεύουν σε κάθε μορφής βία. Και αυτό υπερβαίνει κάθε προηγούμενη πραγματικότητα και οποιαδήποτε αναχρονιστική νομική ασπίδα. Στην εκδήλωση με θέμα «Ο Θεός δεν έχει ανάγκη εισαγγελέα», ο – επίσης παρευρισκόμενος – σκηνοθέτης Λαέρτης Βασιλείου είπε μεταξύ άλλων: «Το θέμα δεν είναι ούτε το “Χυτήριο” ούτε το “Corpus Christi”. Εδώ τίθεται το ζήτημα αν ζούμε σε μια χώρα που έχει αλλάξει πολίτευμα».

Προτού βιαστεί κανείς να εκλάβει τέτοιες τοποθετήσεις ως ανυπόστατη κινδυνολογία, αξίζει να σκεφτεί καλά: Οσοι αναγνωρίζουμε την αισχρότητα μπορούμε στ’ αλήθεια να κουβεντιάσουμε με όσους σφίγγουν το χέρι, για παράδειγμα, στον υβριστή βουλευτή Ηλία Παναγιώταρο; Είναι δυνατόν να καθίσουμε στο ίδιο τραπέζι με κάποιον από τους «πάνω από 2.000 Εθνικιστές και Πατριώτες», όπως αναφέρει σε ανακοίνωσή της η ίδια η Χρυσή Αυγή, οι οποίοι παρευρέθηκαν στα εγκαίνια της Τοπικής Οργάνωσής στα βόρεια προάστια, με έδρα το Νέο Ηράκλειο, τη Δευτέρα 15 Οκτωβρίου; Και κυρίως, τι μένει να πούμε στους νέους που μεγαλώνουν ανάμεσά μας και θα παρευρεθούν μεθαύριο στη «12η Γιορτή Ελληνικής Νεολαίας» της Χρυσής Αυγής;