Καθημερινά γινόμαστε μάρτυρες μιας απαράδεκτης προσπάθειας από μέλη ενός κόμματος του ελληνικού κοινοβουλίου να υποκαταστήσουν τους θεσμούς , δρώντας έξω από τα όρια κάθε νομιμότητας και παρουσιάζοντας τους εαυτούς τους ως αυτόκλητους υπερασπιστές του δημόσιου συμφέροντος .

Παραμερίζοντας την οργή μας για τα όσα απίστευτα συμβαίνουν στην ελληνική πολιτική ζωή της τελευταίας τριετίας και εισχωρώντας βαθύτερα στα κίνητρα τέτοιων πρακτικών , μπορούμε , νομίζω , να διαπιστώσουμε το εξής : η πατερναλιστική αυτή στάση , η διάθεση δηλαδή ενός κόμματος να εμφανιστεί ως σωτήρας των κατατρεγμένων , εξουδετερώνοντας με τη βία τους παράγοντες που προκαλούν τη δυσαρέσκειά τους , αποτελεί στην πραγματικότητα ένα προσωπείο . Πίσω του κρύβεται ένας αυταρχικός κόσμος ο οποίος διαβρώνει μεθοδικά το συναίσθημα των πολιτών μέχρι αυτό να μετατραπεί σε μια αρρωστημένη λογική δικαιολόγησης της άμετρης βίας , ισοπεδωτικής συκοφάντησης των δημοκρατικών θεσμών ως ανεπαρκών , επιβεβλημένης επιλογής ενός απόλυτα συγκεντρωτικού τρόπου διοίκησης .

Ο ολοκληρωτισμός μεταμφιέζεται αρχικά σε μία δύναμη εξυγίανσης της πάσχουσας πολιτικής ζωής . Οι εκπρόσωποί του φορούν τις λευκές μπλούζες της ηθικής και παριστάνουν τους κήρυκες της χαμένης νομιμότητας .Λοιδορούν με τα χειρότερα επίθετα την άρχουσα πολιτική τάξη ,όταν οι ίδιοι μπορεί να προέρχονται από τα σπλάχνα του υπόκοσμου .Η δική τους αδικία όμως , περιορισμένη στα όρια του ατομικού ή και κοινωνικού παραστρατήματος , χάνεται μέσα στη σκόνη της αδικίας που διαπράττουν οι κυβερνώντες και η οποία εμπίπτει στα όρια του πολιτικού άρα καθολικού παραστρατήματος .

Με το σόφισμα , λοιπόν , της αδικίας που έχει τις μεγαλύτερες προεκτάσεις στη ζωή των πολιτών , κατορθώνουν να μετριάζουν τα επικριτικά σχόλια σε βάρος τους ή και μέσα στο χάος της γενικής αγανάκτησης να κερδίζουν την επιβράβευση για το «θάρρος» τους να περιφρονούν τους νόμους. Μάλιστα , το λίπασμα για να θεριέψει το δέντρο του ολοκληρωτισμού είναι η υποδαύλιση από τη μεριά των εκφραστών του , όλων εκείνων των φαινομένων που μαρτυρούν το σάπισμα της δημοκρατίας , δηλαδή της διαφθοράς , της μετατροπής των δικαιωμάτων σε οχήματα διεκδίκησης συντεχνιακών συμφερόντων ,της απουσίας στοιχειώδους προγραμματισμού στην οργάνωση του κράτους , της σύγχυσης μεταξύ ελευθερίας και κραιπάλης .

Στην πορεία τους προς την κατάληψη της εξουσίας , οι πρωτεργάτες των ολοκληρωτικών κινημάτων λειτουργούν συνήθως κάπως έτσι : ενώ σε επίπεδο εντυπώσεων διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους για την αποκατάσταση των παραπάνω αρρυθμιών , υποχθόνια κάνουν τα πάντα προκειμένου αυτές να συντηρηθούν .Διότι μόνο η συντήρησή τους μπορεί να δώσει τροφή στην πολιτική τους επιχειρηματολογία και να βοηθήσει στη διόγκωση της αγανάκτησης των πολιτών ,άρα και της ευκολότερης προσχώρησης των τελευταίων στο ιδεολογικό στρατόπεδο του αυταρχισμού .

Αν όμως οι θιασώτες της απολυταρχίας μεθοδεύουν με αυτή την τακτική την αναρρίχησή τους στο στερέωμα της εξουσίας , από την άλλη οι εκπρόσωποι της άρχουσας πολιτικής τάξης λειτουργούν με σχετικά παρόμοιο τρόπο , όταν κατηγορούνται για τυχόν ατασθαλίες ή και κακουργηματικές πράξεις τους .Κάνουν το ίδιο απαράδεκτο λάθος να ταυτίζουν το πρόσωπό τους με τους θεσμούς , φωνάζοντας με περισσό θράσος ότι όταν βάλλονται οι ίδιοι , κινδυνεύει και η δημοκρατία .Πρόκειται για έναν ανεπίτρεπτο συμψηφισμό που στοχεύει στο να εκβιάσει συναισθηματικά τους πολίτες και να τους δημιουργήσει τον φόβο ότι απειλείται η ισορροπία του πολιτεύματος .

Αντί λοιπόν ο πολιτικός να περιορίσει την υπερασπιστική του γραμμή στο πρόσωπό του και στην αναζήτηση αποδείξεων που τεκμηριώνουν την αθωότητά του , καταφεύγει στην εύκολη συνταγή της επινόησης εχθρών που μαίνονται κατά της πολιτικής ομαλότητας .Και την ίδια στιγμή προσπαθεί να εδραιώσει στη συνείδηση της κοινής γνώμης αυτόν τον εκβιαστικό συνειρμό ανάμεσα στο όνομά του και στον θεσμικό του ρόλο .Πρόκειται για μία ισοπεδωτική λογική παρόμοια με εκείνη των φασιστών , όπως την περιγράψαμε παραπάνω , ή και των λαϊκιστών ∙ για μιαν απόπειρα να μετατραπούμε όλοι , όπως στο περίφημο έργο του Ιονέσκο , σε ρινόκερους , με παραδομένη τη λογική μας στα χέρια ενός τυφλού συναισθηματισμού , μιας ορμής που δε θα μπορούμε να την εξηγήσουμε αλλά θα μας παρασύρει στα δίχτυα εκείνων που θα την ελέγχουν.

Το ζήτημα επομένως είναι τι κάνουμε εμείς ως νοήμονες οντότητες μέσα σ’ αυτό το κλίμα της ρινοκερίτιδας . Επιτρέπουμε σε θλιβερά υποκείμενα να υφαρπάζουν τη συναισθηματική μας περιουσία και να την παίζουν στα ζάρια της δικής τους αρχομανίας ή εξεγειρόμαστε , έστω εσωτερικά , και διεκδικούμε την αυτοτέλεια του συναισθηματικού μας κόσμου ;