(Προδημοσίευση)
Εντεταλμένη από το Εθνικό Θέατρο η επιγραφή, ακούγεται κάπως σαν υπόδειξη επικαιροποίησης του διάσημου ομηρικού έπους, η σύνθεση του οποίου ανάγεται στα τέλη μάλλον του όγδοου προχριστιανικού αιώνα. Αν, όπως υποπτεύομαι, πρόκειται για σκόπιμο συνειρμό με το δικό μας, δίσεχτο σήμερα, τότε η λέξη «Οδύσσεια» προτείνεται με τη μεταφορική σημασία της οριακής περιπέτειας και δοκιμασίας, όχι ωστόσο μέχρι τέλους αδιέξοδης, εφόσον εμπιστευτούμε το επικό της πρότυπο. Μόνο που στο πρωτότυπο, ωσότου φτάσει η ομηρική Οδύσσεια στην έξοδό της, εμφανίζονται κάποιες, προβλέψιμες κι απρόβλεπτες, περιπλοκές, που ωφέλιμο είναι να μην τις λησμονούμε. Οπως:
Φτάνοντας ο Οδυσσέας, μετά από δέκα χρόνια ριψοκίνδυνης περιπλάνησης, στην Ιθάκη, δεν πήγε κατευθείαν στο παλάτι, μήτε ανέβηκε πάραυτα στην αμετακίνητη συζυγική του κλίνη. Ετσι κι αλλιώς εκείνος, έκων άκων, στο κεφάλαιο αυτό μάλλον παρασπόνδησε. Αρχισε με την Κίρκη (ένα χρόνο ολόκληρο τον πέρασε στο ηδονικό κρεβάτι της). Πέρασε ύστερα στην εξωτική σπηλιά της Καλυψώς επτάμισι χρόνια (μαζί και χώρια)· φλέρταρε τέλος (σκόπιμα έστω και ποιητικά) με την ωραία σαν έρνος φοινικιάς Ναυσικά στο νησί των Φαιάκων.
Στο μεταξύ, προτού επιστρέψει στην Ιθάκη, παρότι φιλέταιρος, έχασε όλους τους συντρόφους του –το φταίξιμο μισό-μισό: δικό τους και δικό του, με προαπόφαση πάντως του Δία. Με τα πολλά, έφτασε ενύπνιος κάποτε στο νησί του, όπου και τον παρέλαβε η θεά Αθηνά, μεταμορφωμένη στην αρχή, αυτούσια μετά. Που τον συμβούλεψε πρώτα να ανηφορίσει στο υποστατικό του χοιροβοσκού Εύμαιου, αφού στο μεταξύ, για λόγους ασφαλείας, τον έκανε αγνώριστο: σούρωσε, λέει ο ποιητής, το λυγερό κορμί του, χάλασε τα ξανθά μαλλιά της κεφαλής του, με τσίμπλες θόλωσε τα ωραία του μάτια, έριξε πάνω του κουρέλια βρώμικα στην κάπνα βουτηγμένα, του φόρεσε στο σώμα το γυμνό τομάρι μιας λαφίνας, του πέρασε στο ένα χέρι το ραβδί, στο άλλο σακούλι τρύπιο, βρώμικο, να κρέμεται από φτενό σχοινί.
Οταν, μετά από πολλά, ξεκίνησε επαίτης για το βασιλικό παλάτι, ενδιαμέσως τον έβρισε πατόκορφα, δούλος του κάποτε, ο Μελάνθιος, και μέσα στην αίθουσα τον υποδέχτηκαν παρομοίως οι μνηστήρες της γυναίκας του. Που είχε ευτυχώς την έμπνευση να βάλει στοίχημα του νέου γάμου της το δύσκολο αγώνισμα του τόξου. Οπου εκεί την πάτησαν άσχημα οι μνηστήρες: όχι μόνον κανείς τους δεν κατάφερε να το τεντώσει, αλλά κι όταν το τέντωσε ο επείσακτος ζητιάνος, τους έπεσε ρεγάλο η μνηστηροφονία, από όπου μετακόμισαν όλοι νεκροί στον κάτω κόσμο.
Αργά τη νύχτα, αναγνωρισμένος ο Οδυσσέας πλάγιασε επιτέλους με την Πηνελόπη, κι αφού τα είπαν μεταξύ τους, τους πήρε ύπνος γλυκύς, λυσιμελής. Αλλά την άλλη μέρα τον περίμενε στην αγορά η εξέγερση των Ιθακησίων, που έχασαν τους λεβέντες τους και γύρευαν εκδίκηση, σηκώνοντας τα όπλα. Το πράγμα πήγαινε για εμφύλιο, που μόνον με την κεραυνοβόλο επέμβαση του Δία αποσοβήθηκε. Και το απροσδόκητο: δεν πρόφτασε ο Οδυσσέας να χαρεί, ύστερα από είκοσι χρόνια, τα συζυγικά κάλλη της Πηνελόπης, της ομολόγησε πως σε λίγο αποδημεί ξανά, στα απέναντι ψηλά βουνά τη φορά αυτή, όπως τον είχε συμβουλεύσει στον κάτω κόσμο ο Τειρεσίας. Αυτό είναι περίπου το δεύτερο μισό της οδύσσειας του Οδυσσέα στην Ιθάκη. Το πρώτο μισό το είχε αναλάβει ο θυμωμένος Ποσειδώνας, από τον οποίο ο ήρωας παρά τρίχα γλίτωσε τον πνιγμό. Που πάει να πει: όσοι φαντάζονται την «Οδύσσεια 2012» μια περιπέτεια συμβολική με αίσιο τέλος, θα πρέπει νά ‘χουνε τον νου τους.
Η ευτράπελη αυτή παράφραση του διάσημου ομηρικού έπους δεν σημαίνει βέβαια ότι ρέπει στην κωμωδία, μ’ όλο που δεν του λείπουν εντελώς κάποια λανθάνοντα κωμικά στοιχεία. Πρόκειται ασφαλώς για θεμελιακής αξίας έργο, για συναρπαστική αφήγηση, γοητευτική μυθοπλασία, με ήρωα πολύτροπο στο κέντρο της, που αποκαλύπτεται, κοντά στα άλλα κατορθώματά του, και έξοχος αφηγητής.
Από εκεί και πέρα, χρειάζεται υπομονή και επιμονή, για να ανακαλύψει, όποιος διαβάζοντας ακούσει ολόκληρο το έπος, τις βαθύτερες (ποιητικές, αθρωπογνωστικές και πολιτικές) αρετές του, που παραμένουν ευτυχώς, απαρχής μέχρι τέλους, διφορούμενες και αντιστέκονται σθεναρώς στην εύκολη επικαιροποίηση. Αυτό δεν σημαίνει ότι η Οδύσσεια είναι παλιοκαιρίσιο έργο. Παραμένει σίγουρα επίκαιρη, με την προϋπόθεση πως έχει, μέσα της και μαζί της, τον καιρό.
Στη σημασία που πήρε η λέξη στην αρχαία γλώσσα, καταπώς την όρισε ο Ησίοδος: «καιρός δ’ επί πάσιν άριστος». Που πάει να πει: κάθε πράγμα στον καιρό του, μ’ όλο που έχει ο καιρός πολλά γυρίσματα, κι εκεί το πράγμα δυσκολεύει.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ