Οι μεγάλες δυσκολίες που αντιμετωπίζει η χώρα μας και οι συνακόλουθες κοινωνικές αναταράξεις δεν θα επηρεάσουν τα όσα θα αναπτύξω στη συνέχεια. Θα εστιάσω το ενδιαφέρον μου σε μια επέτειο που συνδέεται με την έκδοση του παλιότερου επιστημονικού περιοδικού της χώρας, το οποίο εξακολουθεί να εκδίδεται ως σήμερα. Το γεγονός αυτό μπορεί να προσληφθεί εμμέσως ως μια νότα αισιοδοξίας και ελπίδας, όπως κάθε τι που, μέσα στο ζοφερό κλίμα των ημερών μας, αναφέρεται σε κάτι δημιουργικό.
Δεν είχε παρέλθει ούτε μια δεκαετία από τη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους και η επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίου Εκπαιδεύσεως Γραμματεία, στην οποία υπήγετο τότε η ολιγομελής Αρχαιολογική Υπηρεσία, αποφασίζει, το 1836, την έκδοση ενός αρχαιολογικού περιοδικού. Το περιοδικό αυτό, ο πλήρης τίτλος του οποίου ήταν «Εφημερίς Αρχαιολογική αφορώσα τας εντός της Ελλάδος ανευρισκομένας αρχαιότητας», πρωτοεμφανίζεται το 1837. Είκοσι πέντε χρόνια αργότερα, το 1862, η τότε κυβέρνηση αναθέτει την έκδοσή του στην Αρχαιολογική Εταιρεία, σ’ ένα ιδιωτικό σωματείο το οποίο από την ίδρυσή του το 1837 έως σήμερα έχει ανεκτίμητη προσφορά στα αρχαιολογικά πράγματα του τόπου· ωστόσο τη δαπάνη έκδοσής του εξακολουθεί να την καλύπτει ο κρατικός κορβανάς, όπως φαίνεται και από τον νέο τίτλο του περιοδικού: «Αρχαιολογική Εφημερίς εκδιδομένη υπό της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας δαπάνη της Βασιλικής Κυβερνήσεως». Το 1883 εξαλείφθηκε το τελευταίο μέρος του τίτλου, καθώς τα εκδοτικά έξοδα τα αναλαμβάνει στο εξής η ίδια η Αρχαιολογική Εταιρεία. Η πιο στενή πλέον σχέση του περιοδικού με την Εταιρεία καθίσταται σαφέστερη με τον νέο τίτλο που θα αποκτήσει το 1911, «Αρχαιολογική Εφημερίς, Περιοδικόν της Αρχαιολογικής Εταιρείας», που δεν έμελλε όμως να είναι και ο τελευταίος. Το 1923 θα υποστεί μια ακόμη τροποποίηση και θα διατυπωθεί επί το αρχαιοπρεπέστερον: «Αρχαιολογική Εφημερίς, Περιοδικόν της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας». Αυτή είναι και η ονομασία που φέρει ως σήμερα. [Μικρές αλλαγές, που ωστόσο εμμέσως μας υπενθυμίζουν… τραγελαφικά επεισόδια της νεοελληνικής ιστορίας.] Εφέτος γιορτάζουμε επομένως τα 150 χρόνια έκδοσης της «Αρχαιολογικής Εφημερίδος» ως περιοδικού της Αρχαιολογικής Εταιρείας και συγχρόνως τα 175 από την πρώτη της εμφάνιση. Οπως ήδη ελέχθη, πρόκειται για το αρχαιότερο ελληνικό επιστημονικό περιοδικό που εξακολουθεί να εκδίδεται ως σήμερα και ένα από τα παλιότερα εν ζωή αρχαιογνωστικά περιοδικά διεθνώς, που έχει σημαδέψει καίρια τα αρχαιολογικά πράγματα του τόπου.
Στην πρόωρη γέννηση της «Αρχαιολογικής Εφημερίδος» καθοριστικό ρόλο έπαιξε ένα επεισόδιο, που συντάραξε το 1834 την Αρχαιολογική Υπηρεσία, με πρωταγωνιστή τον τότε προϊστάμενό της Ludwig Ross, μετέπειτα πρώτο καθηγητή Αρχαιολογίας στο νεοσύστατο αθηναϊκό πανεπιστήμιο. Τότε σε εργασίες θεμελίωσης του Τελωνείου στον Πειραιά, ήλθαν στο φως σημαντικές επιγραφές που αναφέρονταν στις ναυτικές βάσεις της αρχαίας Αθήνας, o Ross, μη υπάρχοντος κατάλληλου ελληνικού επιστημονικού προσωπικού αλλά και περιοδικού, παραχώρησε τη μελέτη και δημοσίευσή τους σε «αλλοτρίους», χωρίς ωστόσο να ενημερώσει την προϊσταμένη αρχή του. Η πράξη αυτή, που τραυμάτισε την εθνική υπερηφάνεια, είχε ως αποτέλεσμα να επισπευσθεί η γέννηση του αρχαιολογικού περιοδικού. Ωστόσο η χώρα ήταν ανέτοιμη να εκδώσει όχι μόνο αρχαιολογικό αλλά και οποιασδήποτε άλλης ειδικότητας επιστημονικό περιοδικό. Δεν ήταν δυνατόν να προσδοκά κάποιος ερευνητικές επιδόσεις σε μια χώρα που μόλις είχε εξέλθει από έναν αιματηρό, καταστροφικό απελευθερωτικό αγώνα, της οποίας τα σύνορα ήταν ασφυκτικά περιορισμένα, το μορφωτικό επίπεδο των κατοίκων της βρισκόταν σε πολύ χαμηλό επίπεδο και συγχρόνως η κοινωνία της συνταρασσόταν και από έντονες πολιτικές διαμάχες. Αυτονόητη λοιπόν ήταν η απουσία οποιασδήποτε επιστημονικής έρευνας στη χώρα κατά τα πρώτα βήματα του ελεύθερου βίου της, επομένως και στους κόλπους της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, τις τύχες της οποίας, μετά την απομάκρυνση του Ross, ανέλαβε ο Κυριακός Πιττάκης. Φλογερός πατριώτης, στον οποίο οφείλεται η διάσωση στα ομολογουμένως δύσκολα εκείνα χρόνια πολλών μνημείων ιδιαίτερα της Αθήνας, ο οποίος όμως μικρή σχέση είχε με την επιστήμη. Ο μόνος τομέας στον οποίο μπορούσε να αντεπεξέλθει στοιχειωδώς ήταν η επιγραφική. Ολα αυτά είχαν αντίκτυπο στο νεογέννητο αρχαιολογικό περιοδικό, σε πολλά τεύχη του οποίου ο Πιττάκης ήταν και ο μοναδικός συγγραφέας. Ετσι, οι τόμοι των πρώτων δεκαετιών του περιοδικού στερούνται επιστημονικής υπόστασης, με ελάχιστες ίσως εξαιρέσεις. Μάλιστα κατά τα παραπάνω χρονικά διαστήματα παρατηρούνται ενίοτε και παροδικές διακοπές της έκδοσής του.
Μόνο μετά το 1883, όταν η Αρχαιολογική Εταιρεία ανέλαβε και τη δαπάνη της έκδοσης του περιοδικού, μπορεί να υποστηριχθεί ότι αυτό περνά στην επιστημονική του φάση. Στους τόμους της «Αρχαιολογικής Εφημερίδος» υπάρχουν στο εξής κείμενα ποιότητας και αυτό έχει ως αποτέλεσμα το περιοδικό σταδιακά να καταστεί ισότιμο των αντίστοιχων περιοδικών των ξένων αρχαιολογικών ινστιτούτων ή σχολών που δραστηριοποιούνται στη μελέτη του ελληνορωμαϊκού κόσμου. Στους τόμους του υπάρχουν εργασίες όλων των μεγάλων Ελλήνων Αρχαιολόγων ενώ, ενίοτε, έχουν φιλοξενηθεί και συμβολές κορυφαίων ξένων μελετητών. Αυτή η ποιότητα των δημοσιευμάτων καθιέρωσε την «Αρχαιολογική Εφημερίδα» ως ένα από τα έγκυρα αρχαιολογικά περιοδικά διεθνώς, ευφημία που τη συνοδεύει ως τις μέρες μας.
Ο κ. Μιχάλης Τιβέριος είναι καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ακαδημαϊκός.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ