Δεν έφτανε η διαρκής υποχώρηση της φυσικής βλάστησης την τελευταία εικοσαετία στη Χίο, ήρθε και η πυρκαγιά του Αυγούστου να δώσει τη χαριστική βολή. Η φετινή φωτιά είχε μακράν το μεγαλύτερο κόστος σε καμένα στρέμματα (148.000), καθώς τα αμέσως πιο καταστροφικά καλοκαίρια ήταν εκείνα του 1988 και 1987, με απολογισμό 83.670 και 48.196 στρέμματα καμένων εκτάσεων αντίστοιχα. Αυτό προέκυψε από μελέτη του Ινστιτούτου Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων και Τεχνολογίας Δασικών Προϊόντων και του WWF Ελλάς.
Σύμφωνα με αναφορά της περιβαλλοντικής οργάνωσης για τη φετινή πυρκαγιά, η οποία μόλις ολοκληρώθηκε, από το σύνολο των καμένων εκτάσεων, το 66,6% αφορούσε σε φυσική βλάστηση ενώ το 31,6% σε καλλιέργειες.
Μια τέτοιας έκτασης καταστροφή απαιτεί άμεσα αλλά και μακροχρόνια μέτρα, προκειμένου να μην αλλάξει περαιτέρω το φυσικό τοπίο του νησιού. Η επόμενη μέρα βρίσκει πολιτεία, τοπική αυτοδιοίκηση και κοινωνία αντιμέτωπες με μια σειρά ζητημάτων που απαιτούν άμεση και αποφασιστική διαχείριση, όπως: τα απαραίτητα αντιδιαβρωτικά και αντιπλημμυρικά έργα, η κτηνοτροφία, η υλοτομία, το κυνήγι, η παρακολούθηση των καμένων εκτάσεων, καθώς και οι στοχευμένες δράσεις αποκατάστασης της φυσικής βλάστησης.
Τα παραπάνω προκύπτουν ως βασικά συμπεράσματα που προέκυψαν μετά από επιτόπια απογραφή από το WWF Ελλάς, η οποία κατέληξε στην έρευνα με τίτλο: «Οικολογικός απολογισμός της πυρκαγιάς του Αυγούστου 2012 στη Χίο: Γενικά στοιχεία, επιπτώσεις, προτάσεις».
Σε αυτή, η περιβαλλοντική οργάνωση προτείνει, μεταξύ άλλων, συγκεκριμένα μέτρα και παρεμβάσεις, τα οποία καθίστανται επιτακτικά:
– Στις περιοχές που κάηκαν νεαρά πεύκα ή εκτάσεις, οι οποίες είχαν αναδασωθεί λόγω παλαιότερων πυρκαγιών, είναι απαραίτητο να προγραμματιστούν νέες αναδασώσεις με είδη που υπάρχουν στο νησί.
– Ιδιαίτερη προσοχή οφείλει να δοθεί στη διαχείριση της κτηνοτροφίας και της βόσκησης, καθώς η συγκεκριμένη παραγωγική δραστηριότητα αποτελεί ίσως τον «υπ’ αριθμό ένα» κίνδυνο για τη φυσική αναγέννηση των καμένων εκτάσεων. Είναι απαραίτητη η παροχή ζωοτροφών για τη βραχυπρόθεσμη αντιμετώπιση της έλλειψης τροφής, καθώς και μια ενδεχόμενη επανεξέταση αναδασωτέων περιοχών από προηγούμενες πυρκαγιές, οι οποίες δεν κινδυνεύουν πλέον από τη βόσκηση και θα μπορούσαν να αποτελέσουν μια εναλλακτική λύση για τους κτηνοτρόφους.
– Η υλοτομία πρέπει να γίνει με ήπιο και επιλεκτικό τρόπο υπό την αυστηρή επίβλεψη της Δασικής Υπηρεσίας. Οι άδειες επιβάλλεται να είναι αυστηρά ονομαστικές, ενώ για τη διευκόλυνση του ελέγχου είναι απαραίτητο να καθορίζουν επακριβώς τον χώρο, τον όγκο αλλά και τη χρονική διάρκεια απόληψης.
– Η απόφαση της Διεύθυνσης Δασών Χίου για την απαγόρευση του κυνηγιού σε περιοχή ευρύτερη της καμένης (έκταση 258.031 στρεμμάτων) για τρία χρόνια, υπήρξε κρίσιμη και καθ’ όλα ορθή. Θα πρέπει ωστόσο να υπάρξει αυστηρός έλεγχος από τη Διεύθυνση Δασών για την τήρηση της παραπάνω απόφασης απαγόρευσης και να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στην επιτήρηση των άκαυτων νησίδων βλάστησης.
–Τα αντιπλημμυρικά και αντιδιαβρωτικά έργα απαιτείται να είναι στοχευμένα και άμεσα, ενώ η ήπια κλίση του εδάφους στην πλειονότητα των καμένων εκτάσεων επιτρέπει στις αρχές να εστιάσουν σε μικρής κλίμακας παρεμβάσεις, κυρίως στις πευκόφυτες καμένες περιοχές.
«Ο οικολογικός απολογισμός μιας πυρκαγιάς αποτελεί ένα από τα πλέον σημαντικά εργαλεία που το WWF Ελλάς παρέχει σε πολιτεία, αρμόδιους φορείς και τοπική κοινωνία, προκειμένου η επόμενη μέρα να σχεδιαστεί με στέρεο και αποτελεσματικό τρόπο», λέει ο γενικός διευθυντής του WWF Ελλάς κ. Δημήτρης Καραβέλλας. Και προσθέτει: «Η αξιοποίηση των πολύ συγκεκριμένων προτάσεων και λύσεων που εμπεριέχει ο συγκεκριμένος απολογισμός, επαφίεται στους αρμοδίους και τους πολίτες. Εμείς θα συνεχίσουμε να είμαστε παρόντες, προκειμένου να στηρίξουμε αλλά και να πιέσουμε προς τη σωστή κατεύθυνση».