Ηταν περίεργη η Αθήνα τις προηγούμενες ημέρες. Αντιφατική, σχιζοφρενής, σχεδόν ακατανόητη. Το Σάββατο η Πανεπιστημίου είχε γίνει πεζόδρομος τιμώντας μια απροσδιόριστη γιορτή για την Ημέρα Χωρίς Αυτοκίνητο. Δύο στενά πιο κάτω, οι οδηγοί των αυτοκινήτων κόρναραν. Το ίδιο βράδυ, παρέες αυτής της ηλικιακής ομάδας που μπορούν να ονομαστούν «νεολαία» ή «νυν και μελλοντικοί άνεργοι» ή «πολίτες που δεν θα πάρουν σύνταξη ποτέ», ντυμένοι απλά και μοδάτα, με μια ιδιαίτερη προτίμηση στα κοκάλινα γυαλιά μυωπίας και στα smartphones, πήγαιναν από τη μία κινηματογραφική αίθουσα στην άλλη, απολαμβάνοντας την κοσμοπολίτικη ένεση της πόλης, τις Νύχτες Πρεμιέρας. Λίγο πιο δίπλα, στα Εξάρχεια, κάποιοι με κράνη κυνηγούσαν κάποιους άλλους με ελληνικές σημαίες. Μια Mercedes – για την ακρίβεια τα αποκαΐδια της – σιγόκαιγε σε μια γωνιά. Λίγες ημέρες μετά, στους ίδιους δρόμους έγινε πορεία.

Την Κυριακή, κάποιες χιλιάδες μουσουλμάνοι πλακώνονταν με την Ελληνική Αστυνομία γιατί κάποιος στο Λος Αντζελες έκανε ένα γελοίο βίντεο με αναφορά στον Προφήτη Μωάμεθ στο ΥouΤube. Τη στιγμή που πήγε να ξεκινήσει μια κουβέντα για τον φονταμενταλισμό των μουσουλμάνων με μια αύρα ανωτερότητας για την πιο διαλλακτική στάση του χριστιανισμού, τη Δευτέρα το πρωί, ένας 27χρονος με κακό γούστο και αρκετό ελεύθερο χρόνο συνελήφθη επειδή ενόχλησε τη θεοκρατία για μια σελίδα στο Facebook. Η κουβέντα που ακολούθησε ήταν η γνωστή: η ελευθερία της έκφρασης, ο ζοφερός θεσμοθετημένος σκοταδισμός και η απάντηση σε αυτόν με το καλύτερο δυνατό όπλο: το χιούμορ.

Την επομένη, λίγο μακριά από την Αθήνα, ένας τύπος πήγε με μπερέ, καλάσνικοφ και στολή παραλλαγής στην Εφορία της Λάρισας και πυροβόλησε στον αέρα την ώρα που δύο ληστές έμπαιναν ένοπλοι στο Ιατρικό Κέντρο Φαλήρου για να κλέψουν το ταμείο. Ηταν η ημέρα που ξεκίνησε το TEDxΑcademy στο Μουσείο Μπενάκη, όπου προσωπικότητες από όλον τον κόσμο μιλούσαν για τον τρόπο με τον οποίο μπορεί η Ελλάδα να βγει από την κρίση που, όπως λένε όλοι όσοι είναι έξω από αυτή, «είναι και ευκαιρία». Λίγα χιλιόμετρα πιο πάνω, οι καθαριστές στο ΟΑΚΑ προσπαθούσαν να σβήσουν τα ίχνη του αμήχανου γλεντιού του Φοίβου. Σχιζοφρένεια.

Πάντα υπήρχαν δύο διαφορετικές Ελλάδες. Υπήρχε η εκσυγχρονιστική και η σκοταδιστική. Υπήρχε αυτή που διάβαζε «Αυριανή» και αυτή που άκουγε Χατζιδάκι. Αυτή που ήθελε ανάπτυξη και μια άλλη που ήθελε διορισμό. Αυτή που τα έσπαγε στον Φοίβο και μια άλλη που μάζευε λεφτά για να ταξιδέψει στο εξωτερικό. Αυτή που προσπαθεί να καθαρίσει παραλίες και πλατείες και μια άλλη που θεωρεί πως φταίνε οι άλλοι την ώρα που πετάει αποτσίγαρα στον δρόμο. Αυτή που διαμαρτυρόταν για τα ανθρώπινα δικαιώματα και αυτή που ούρλιαζε για τις ταυτότητες. Δεν είναι ακριβής ο διαχωρισμός, δεν είναι μανιχαϊστική η προσέγγιση, δεν υπάρχουν μόνο καλοί και μόνο κακοί άνθρωποι, ούτε το φαινόμενο είναι μόνο ελληνικό. Αλλά η ουσία είναι πως οι δύο Ελλάδες όχι μόνο είναι πιο ορατές από ποτέ, αλλά απομακρύνονται και περισσότερο. Και οι ευθύνες δεν είναι μόνο της «κακής» Ελλάδας.

Την ώρα που ο Μεσαίωνας φαντάζει ως μια κοντινή πραγματικότητα, ας δούμε τον τρόπο με τον οποίο η «πεφωτισμένη» Ελλάδα, η ελίτ που είναι κοντά στην ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας, προσπαθεί να προσεγγίσει τα προβλήματα και να μεταγγίσει τη σοφία της: με τον εντελώς λάθος τρόπο.

Με ένα ύφος δημοδιδασκάλου, με μια παραίτηση για όσους δεν καταλαβαίνουν, με ένα λεξιλόγιο που δείχνει πως δεν έχουν σκοπό να βοηθήσουν, αλλά να κατσαδιάσουν όσους δεν ακολουθούν τον δρόμο της σωτηρίας, οι άνθρωποι που θα ήθελαν να ζουν στη Νέα Υόρκη, αλλά από τύχη βρέθηκαν στο Νέο Ηράκλειο, κουνάνε το δάχτυλο σαν να είναι στο κατηχητικό. Μιλάνε για απαραίτητες θυσίες (πάντα είναι πιο εύκολες όταν για εσένα είναι το 20% του εισοδήματός σου και κάποιου άλλου η ίδια η ζωή) και αρνούνται να σκύψουν στο πρόβλημα: Απλώς νουθετούν με το ύφος που θα είχαν και οι κατακτητές στις αποικίες όταν έβλεπαν μια άλλη κουλτούρα και της επιτίθεντο αντί να την κατανοήσουν. Δεν διδάσκουν, απλώς αυνανίζονται λεκτικά. Δεν προσπαθούν να γίνουν κατανοητοί, απλώς να νιώσουν διανοούμενοι. Και φυσικά αποτυγχάνουν.

Κάπως έτσι, οι «δύο Ελλάδες» μπαίνουν στην τελική μάχη τους. Οι μεν με το αφ’ υψηλού, σαρκαστικό ύφος του παντογνώστη, οι δε με την «μπρουτάλ» αυτοπεποίθηση του συνωμοσιολόγου. Στο τέλος, κανείς δεν θα κερδίσει, όλοι χαμένοι θα είναι, μαζί με τη λογική. Οι μεν λόγω αλαζονείας, οι δε λόγω ανοησίας.

Ηταν περίεργη η Αθήνα τις τελευταίες ημέρες. Θα είναι ακόμη πιο περίεργη τις επόμενες. Ο,τι και να γίνει, το σίγουρο είναι πως δεν θα βαρεθούμε.