«Η εξουσία διαφθείρει» έλεγε ο λόρδος Ακτον συμπυκνώνοντας στη φράση αυτή ένα φαινόμενο που εκδηλώνεται σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης, σε κάθε ιστορική εποχή και σε κάθε πολίτευμα. Ακόμη κι αν το αποδώσουμε στην απληστία ή άλλες αδυναμίες που θα λέγαμε πως χαρακτηρίζουν μια (εικαζόμενη) απαράλλακτη ανθρώπινη φύση, η διαφθορά στον χώρο της πολιτικής εξουσίας δεν είναι ένα φυσικό φαινόμενο που μας υπερβαίνει. Παρεισφρέει και εξαπλώνεται όπου βρίσκει χώρο να παρασιτεί και να πολλαπλασιάζεται. Γι’ αυτό άλλωστε η ένταση και η συχνότητα του φαινομένου διαφέρουν σημαντικά από χώρα σε χώρα. Οπου υπάρχει βούληση να αντιμετωπιστεί ελέγχεται και περιορίζεται μια χαρά.
Η φράση του λόρδου Ακτον έχει και συνέχεια: «Η απόλυτη εξουσία διαφθείρει απόλυτα». Ενας απόλυτος άρχων με τον εσμό των αξιωματούχων του δεν ελέγχεται από πουθενά αφού συμπυκνώνει στο πρόσωπό του όλες τις εξουσίες: νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική. Στην Ελλάδα δεν έχουμε ασφαλώς απολυταρχία. Ωστόσο ο τρόπος που λειτούργησε το πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια δημιούργησε ένα σύμπλοκο εξουσίας (νομοθετικό/εκτελεστικό/δικαστικό/μιντιακό) τελείως ανεύθυνο, με όλες τις σημασίες της λέξης: χωρίς καμία αίσθηση ευθύνης απέναντι στη χώρα και στον λαό και εντελώς μη υπόλογο. Εξασφάλιζε στον εαυτό του ασυλία και ασυδοσία και δεν έδινε λογαριασμό σε κανέναν για τις πράξεις του, με αποτέλεσμα να γιγαντώνεται η διαφθορά. Υπήρχαν βέβαια οι εκλογές, αλλά αυτές προκηρύσσονταν, κατά κανόνα, με άθλια προσχήματα, όποτε βόλευε το κυβερνητικό κόμμα (σπάνια εξαντλούνταν η τετραετία), ενώ όλα, δεξιά και αριστερά, επιδίδονταν στην παραπλάνηση και χειραγώγηση των πολιτών, τους οποίους βύθιζαν στον πολτό του λαϊκισμού. Το σύστημα αυτό με τους παρατρεχάμενούς του δρούσε προστατευμένο σε μια φούσκα, αυτονομημένο από την κοινωνία, την οποία χρησιμοποιούσε μόνο για να εξασφαλίζει τα απαραίτητα για τη μακροημέρευσή του: ψήφους στο εσωτερικό, χαρίζοντας ψίχουλα διορισμών, επιδομάτων, παροχών, παρανομιών, και από το εξωτερικό δάνεια και μίζες βάζοντας το κράτος υποθήκη για να εξασφαλίζουν προνόμια. Ελάχιστοι πολιτικοί τίμησαν το αξίωμά τους και έκαναν το καθήκον τους.
Τώρα που η φούσκα με την κρίση έσκασε και κυλάει ο βούρκος ως τους διαδρόμους της Βουλής πασχίζουν άτσαλα να μαζέψουν ό,τι μπορεί να περισωθεί εξαγγέλλοντας ανέφικτους ελέγχους σε εκατοντάδες πολιτικά πρόσωπα και στους συγγενείς τους για να έρθουν, υποτίθεται, «όλα στο φως» και να φθάσει «το μαχαίρι στο κόκαλο». Μήπως η λάμψη από τη ρομφαία του εξολοθρευτή που θα καθαρίσει τον τόπο δεν είναι για να λάμψει η αλήθεια αλλά για να θαμπώσει τα μάτια μας;
Σε πόσα τέρμινα μπορούν να ολοκληρωθούν αυτοί οι έλεγχοι, ποιος θα τους διενεργήσει και πόσο διεισδυτικοί και αποτελεσματικοί μπορεί να είναι αυτοί;
Πάλι λαϊκισμοί, πάλι κούφιες κινήσεις εντυπωσιασμού όχι μόνο από υστεροβουλία αλλά και από άγνοια για το πώς λειτουργεί ένα κράτος δικαίου στο οποίο οι πολιτικοί ελέγχονται και λογοδοτούν συστηματικά και όχι όποτε φτάνει ο κόμπος στο χτένι.
Το πολιτικό προσωπικό στη χώρα μας, με ελάχιστες εξαιρέσεις, είναι εντελώς ανεπαρκές να ανταποκριθεί στις περιστάσεις και στον ρόλο του. Αποτελείται κατά κανόνα από όσους παρεπιδημούν στους κομματικούς διαδρόμους και συχνάζουν στους προθαλάμους των αρχηγών. Οι γνώσεις τους αντιστοιχούν στα χρόνια που έχασαν στο πανεπιστήμιο και δεν έχουν καν το ενδιαφέρον να αποκτήσουν επαρκείς συνεργάτες αφού φροντίζουν να διορίζουν τους συγγενείς τους στη Βουλή.
Το σκηνικό αυτό δεν θρέφει μόνο τη διαφθορά αλλά διαλύει και την πολιτική ζωή της χώρας. Πολιτική στην Ελλάδα σημαίνει χειραγώγηση των πολιτών από μέσα ενημέρωσης και κόμματα, δεξιά και αριστερά, με ψεύδη, θεατρινισμούς, υποκρισίες, κυνική και μεθοδευμένη παραπλάνηση. Δεν τεκμηριώνονται και δεν συζητούνται ανοιχτά θέσεις, απόψεις και διαφορετικά σχέδια, όπως συμβαίνει σε όλες τις ώριμες δημοκρατίες, ώστε οι πολίτες να κρίνουν και να ελέγξουν. Ακόμη κι αυτές τις κρίσιμες ώρες δεν εξηγούν καθαρά στον κόσμο πώς έχουν τα πράγματα, τι προτείνουν τα κόμματα. Γίνονται διαρροές, δίνονται χρησμοί, συσκοτίζονται καταστάσεις. Λίγοι στον δημόσιο χώρο ελέγχουν αν αυτά που προτείνονται γίνονται, τι προβλήματα έχουν. Χρειαζόμαστε επειγόντως άνεμο αλλαγής που θα φέρει στο προσκήνιο καθαρά λόγια και υπεύθυνες πράξεις από άτομα που έδειξαν και θέλουν να δείξουν ότι μπορούν να προσφέρουν στη χώρα.

Η κυρία Βάσω Κιντή είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ