Η περιουσία του κατέχει την 3η υψηλότερη θέση στη Γαλλία και την 59η παγκοσμίως (2012). Από το 2003 έχει παραδώσει στον γιο του, τον Φρανσουά-Ανρί, τα ηνία του ομίλου του – PPR (Pinault-Printemps-Redoute) –, ενώ ο ίδιος συνεχίζει να παρακολουθεί στενά τα σχέδια των επιχειρήσεών τους και να συμβάλει στην ανάδειξη νέων ταλέντων στον τομέα αυτόν. Πρόκειται για τον ιδιοκτήτη, μεταξύ άλλων, των οίκων Gucci, Yves Saint Laurent και Balenciaga. Πάρα πολλοί είναι αυτοί που μιλάνε με μεγάλο θαυμασμό για την πορεία προς την επιτυχία του γάλλου δισεκατομμυριούχου Φρανσουά Πινό, προσπαθώντας να αντλήσουν από αυτή οδηγίες πλεύσης, μαθήματα ζωής. «Το γεγονός ότι ο κόσμος ενδιαφέρεται για μένα είναι συγκινητικό, πιο σημαντικό, όμως, είναι το ενδιαφέρον που αυτοί μου εμπνέουν» λέει ο ίδιος. Λάτρης της μοντέρνας τέχνης και ένας από τους δέκα πιο ισχυρούς ανθρώπους της τέχνης στον κόσμο, ο φημισμένος επιχειρηματίας και συλλέκτης μιλάει, σε μια σπάνια συνέντευξη, για την τέχνη και τους καλλιτέχνες, για τη Βενετία και το Παρίσι, τον Λάρι Γκαγκόζιαν και τον Δάκη Ιωάννου, για τα γαλλικά μουσεία και τον ελληνικό πολιτισμό, για τον Καβάφη και τον Ξενάκη, τον Τάκι και τον Θόδωρο Αγγελόπουλο.

Φρανσουά Πινό, ποια είναι τα κοινά σημεία ενός επιχειρηματία και ενός συλλέκτη έργων τέχνης; «Υπάρχουν πολλές ομοιότητες στον τρόπο με τον οποίο ενεργούν ένας επιχειρηματίας και ένας εραστής της τέχνης. Το έργο τέχνης αποτελεί την έκφραση ενός δημιουργικού πνεύματος που διευρύνει συνεχώς τα όρια που επιβάλλουμε στον εαυτό μας. Αυτός ήταν ανέκαθεν ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπιζα την τέχνη και αυτός με καθοδηγεί στις επιλογές που καλούμαι να κάνω και στα ρίσκα που παίρνω. Η αμφισβήτηση και το ρίσκο αποτελούν επίσης σημαντικά στοιχεία για έναν επιχειρηματία. Στην τέχνη, όμως, πρωταρχικό ρόλο παίζει το συναίσθημα, κάτι που για τις επιχειρήσεις θεωρείται σημάδι αδυναμίας».

Πώς γεννήθηκε η αγάπη σας για την τέχνη; «Οταν ήμουν παιδί, η τέχνη δεν αποτελούσε μέρος της καθημερινότητάς μου. Προέρχομαι από ένα ταπεινό οικογενειακό περιβάλλον και από μια περιοχή της Γαλλίας – τη Βρετάνη – που είναι δύσκολη και τραχιά. Τα δάση της, όμως, οι ακτές και τα γρανιτώδη τοπία της όξυναν κατά κάποιον τρόπο την ευαισθησία μου σε ό,τι αφορούσε πράγματα που ήταν έξω από τα συνηθισμένα. Το πάθος μου, βέβαια, για την τέχνη αυτή καθαυτή γεννήθηκε πολύ αργότερα στη ζωή μου – έχουν περάσει 40 χρόνια από τότε – όταν οι επιχειρήσεις μου είχαν αναπτυχθεί αρκετά ώστε να μπορώ να ταξιδεύω πολύ και να επισκέπτομαι συστηματικά πολλά μουσεία και κέντρα τέχνης. Είδα έτσι πάρα πολλές εκθέσεις και κάποια στιγμή γεννήθηκε μέσα μου η επιθυμία να καλλιεργήσω μια πιο στενή, πιο προσωπική σχέση με την τέχνη. Η τέχνη, δηλαδή, ήταν εκείνη που με τράβηξε κατά κάποιον τρόπο κοντά της».

Ποιο ήταν το πρώτο σας μεγάλο απόκτημα; «Το πρώτο σημαντικό έργο τέχνης που απέκτησα ήταν ένας πίνακας του Πολ Σερυζιέ που απεικόνιζε την αυλή ενός αγροκτήματος και είχε κεντρικό πρόσωπο μια γυναικεία μορφή που μου θύμιζε τη γιαγιά μου. Το γεγονός ότι απέκτησα τον πίνακα αυτόν μού είχε προκαλέσει ένα αίσθημα βαθιάς ολοκλήρωσης. Γρήγορα, όμως, αντιλήφθηκα ότι ήταν μόνο η αρχή μιας νέας, μεγάλης περιπέτειας. Από τότε, πολυάριθμα καλλιτεχνικά σοκ σημάδεψαν τη ζωή μου, όπως η απόκτηση – το 1991 – ενός αριστουργήματος του Μοντριάν».

Σύμφωνα με ποια κριτήρια διαλέγετε ένα έργο που θα αποτελέσει μέρος της συλλογής σας; «Δύο είναι τα κριτήρια: η συγκίνηση που προκαλεί και η ευφυΐα του κόσμου που αποκαλύπτει. Αυτά με κάνουν να επιθυμώ να το αποκτήσω».

Το 2005 αποκτήσατε το Palazzo Grassi και το 2007 κλείσατε, έπειτα από σκληρή μάχη με το Γκούγκενχαϊμ, μία επί της αρχής συμφωνία για την αγορά και την εκτέλεση έργων στην Punta della Dogana (Τελωνείο) της Βενετίας. Γιατί επιλέξατε την πόλη αυτή; «Επειδή η Βενετία ανήκει στην ανθρωπότητα. Είναι μια πόλη που η Ιστορία της αψηφά τον χρόνο, και αυτό την κάνει μοναδική και ταυτόχρονα τρομερά σύγχρονη. Το “αγκυροβόλημα” της συλλογής μου σε αυτή ήταν αποτέλεσμα της επιθυμίας μου να ξεκινήσω μια νέα καλλιτεχνική περιπέτεια που να περιλαμβάνει το Palazzo Grassi και την Punta della Dogana. Είναι τεράστιο προνόμιο για έναν εραστή της τέχνης να μπορεί να εκθέτει τη συλλογή του σε μέρη τόσο ξεχωριστά. Η Βενετία, λοιπόν, αποτελεί το κέντρο των πολιτιστικών σχεδίων μου, αλλά στόχος μου είναι να αναπτύξω και ένα πρόγραμμα προσωρινών δράσεων, με περιοδεύουσες εκθέσεις της συλλογής μου σε πολλές χώρες ανά τον κόσμο».

Και η Γαλλία; Θεωρείτε ότι το παρελθόν της επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει τη σύγχρονη τέχνη; Είναι μια χώρα που αποδέχεται, που αγαπά το καινούργιο; «Η αλήθεια είναι ότι ο καθένας από μας απολαμβάνει τον πολιτισμό της χώρας του και ταυτόχρονα επηρεάζεται από αυτόν. Από την Ιστορία του πολιτισμού μας παίρνουμε τα πρώτα στοιχεία και τις βάσεις της παιδείας μας. Και πρέπει να τονίσω πως ό,τι καλύτερο έχει να επιδείξει ο γαλλικός πολιτισμός έχει ως βάση του την άρνηση της ρουτίνας, την έρευνα, την καινοτομία. Πρέπει να διατηρήσουμε το κριτικό αυτό πνεύμα και να μην επαναπαυόμαστε σε συνήθειες και στερεότυπα».

Ποια είναι η άποψή σας για τα γαλλικά μουσεία; Ποιο είναι το αγαπημένο σας; «Την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης γεννήθηκε στη Γαλλία η επιθυμία να τεθούν στη διάθεση των πολιτών αριστουργήματα που ως τότε απολάμβαναν μόνο οι προνομιούχες τάξεις. Αυτή η επιθυμία εκδημοκρατισμού της πρόσβασης στην τέχνη είναι εξαιρετικά σημαντική, αφού αποτέλεσε την αρχή της ιστορίας των μουσείων στην Γαλλία. Οσο για τα αγαπημένα μου μουσεία, αγαπώ ιδιαίτερα, εννοείται, την υπέροχη συλλογή του Λούβρου και του Εθνικού Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης στο Κέντρο Πομπιντού, συμπεριλαμβανομένου του παραρτήματός του στη Μετς.

Οι έμποροι τέχνης έπαιζαν ανέκαθεν σημαντικό ρόλο στην ανάδειξη των καλλιτεχνών. Ποια είναι η γνώμη σας για αυτούς; Για τον Λάρι Γκαγκόζιαν, για παράδειγμα… «Η τέχνη χρειάζεται τους εμπόρους. Ο ρόλος τους, όμως, δεν πρέπει να είναι κυρίαρχος και αποκλειστικός. Οι θεσμοί και η κριτική πρέπει να συμμετέχουν στην ανάδειξη νέων ταλέντων. Ο Λάρι Γκαγκόζιαν είναι ένας έμπορος μεγάλης εμβέλειας και εγγράφεται στην παράδοση των πολύ μεγάλων εμπόρων τέχνης, όπως ο Κανβάιλερ. Εφερε επανάσταση στην πολιτιστική σκηνή, ανέτρεψε τις παγιωμένες συνήθειες και, κυρίως, συνέβαλε με τρόπο θαυμαστό στην προώθηση των μεγαλύτερων καλλιτεχνών της εποχής μας. Χάρηκα πραγματικά που εγκαταστάθηκε και στο Παρίσι. Αυτό αποδεικνύει ότι το Παρίσι παίζει όλο και πιο σημαντικό ρόλο στην τέχνη, όπως δείχνει και η ανανεωμένη Διεθνής Εκθεση Σύγχρονης Τέχνης (FIAC)».

Εχετε σχέσεις με έλληνες συλλέκτες, όπως ο Δάκης Ιωάννου; «Ο Δάκης Ιωάννου είναι ένας τεράστιος συλλέκτης. Είναι, μάλιστα, μέλος της Επίτιμης Επιτροπής του Palazzo Grassi – Punta della Dogana στη Βενετία. Αυτό και μόνο δείχνει τη μεγάλη εκτίμηση που τρέφω για αυτόν. Θεωρώ ότι η Ελλάδα δεν έπαψε ποτέ να παίζει ουσιαστικό ρόλο στον τομέα της τέχνης. Αποτελεί κοιτίδα του πολιτισμού μας και η προσφορά της στον παγκόσμιο πολιτισμό δεν περιορίζεται μόνο στην αρχαιότητα. Τρέφω μεγάλο θαυμασμό για τον τρόπο με τον οποίο η χώρα σας ανέπτυξε μοναδική καλλιτεχνική δραστηριότητα τον 20ό αιώνα σε όλους τους τομείς της δημιουργίας: στη μουσική με τον Ξενάκη, στη γλυπτική με τον Τάκι, στην ποίηση με τον Καβάφη, στην 7η τέχνη με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, για να αναφέρω μόνο μερικούς από αυτούς».

Τι σημαίνει για εσάς η τιμή ενός έργου τέχνης; «Δεν πρέπει να συγχέουμε την τιμή με την αξία. Η τιμή είναι προϊόν ενός συγκεκριμένου οικονομικού πλαισίου και αποτέλεσμα ισορροπίας ανάμεσα στην προσφορά και στη ζήτηση. Η τιμή, δηλαδή, εκφράζει μόνο μια στιγμιαία οικονομική πραγματικότητα. Η αξία, από την άλλη, είναι μη μετρήσιμο μέγεθος, και εκφράζει το μέγεθος της αισθητικής συγκίνησης, τη δύναμη της επιθυμίας και μακροπρόθεσμα την επικύρωση από την ιστορία της μοναδικότητας ενός έργου την οποία μόνο ο χρόνος μπορεί να κρίνει. Οταν δε τιμή και αξία ταυτίζονται, τότε προσεγγίζουμε την τελειότητα».

Το γεγονός ότι επιλέγετε το έργο ενός καλλιτέχνη επηρεάζει συχνά την αξία του στην αγορά. Τι μπορεί να σημαίνει αυτό για την «αντικειμενική» αξία του; «Κοιτάξτε, η φήμη του συλλέκτη επηρεάζει αναπόφευκτα τη φήμη ενός καλλιτέχνη. Δεν πιστεύω, όμως, ότι ένας συλλέκτης, όσο σημαντικός και αν είναι, μπορεί να καθορίσει από μόνος του τη σημασία ενός έργου τέχνης. Οπως σας είπα και προηγουμένως, η καταξίωση ενός καλλιτέχνη εξαρτάται από την κριτική, από το ενδιαφέρον των συλλεκτών και των θεσμών που τον υποστηρίζουν και από την αντίστασή του στη φοβερή δοκιμασία στην οποία τον υποβάλλει ο χρόνος».

Εσείς, ως συλλέκτης, ξεχωρίζετε τα έργα τέχνης ανάμεσα σε αυτά που θα αποτελέσουν μέρος της συλλογής σας και σε εκείνα που θα αποτελέσουν μέρος του προσωπικού σας περιβάλλοντος; «Οπως συμβαίνει σε πολλούς ανθρώπους, η ευαισθησία μου έχει περισσότερες από μία πτυχές. Από τη μία, μου αρέσουν έργα τέχνης που εκφράζουν, βίαια κάποιες φορές, τη σκληρότητα της ανθρώπινης κατάστασης, και από την άλλη, έργα που μετουσιώνουν την καλλιτεχνική έκφραση πιο μινιμαλιστικά, και γι’ αυτό πιο έντονα. Αντίθετα από άλλους συλλέκτες, ποτέ δεν θεώρησα ότι η μία από τις τις δύο αυτές πτυχές με χαρακτηρίζει περισσότερο από την άλλη. Εννοείται, όμως, ότι κάποια σύγχρονα έργα, δεδομένων των διαστάσεών τους, ταιριάζουν περισσότερο σε ένα μουσειακό πλαίσιο απ’ ό,τι σε μια κατοικία».

Υπάρχουν καλλιτέχνες και περιπέτειες δημιουργίας που παρακολουθήσατε από κοντά και στηρίξατε ιδιαίτερα; «Μου αρέσει πολύ η συντροφιά των καλλιτεχνών. Μέσα σε έναν κόσμο που θέλει να είναι λογικός, οι καλλιτέχνες μαρτυρούν τη σημασία του ονείρου, της ελευθερία της έκφρασης, της τόλμης και της ανταρσίας. Μου συμβαίνει, λοιπόν, να στηρίζω τη διαδικασία δημιουργίας κάποιων έργων τους, δίνοντάς τους τα μέσα που θα επιτρέψουν στις ιδιαίτερες εκφραστικές δυνατότητές τους να αναπτυχθούν. Αλλά, το γεγονός ότι τους στηρίζω, δε σημαίνει ότι τους υποδεικνύω μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Ο καλλιτέχνης ή έχει να πει κάτι ή δεν έχει. Αυτή, άλλωστε, είναι και η διαφορά ανάμεσα στους μεγαλοφυείς καλλιτέχνες και στους άλλους».

Εχετε παραγγείλει ή θα θέλατε να παραγγείλετε ένα έργο τέχνης, όπως οι μεγάλοι συλλέκτες της Αναγέννησης; «Οταν μια ιδέα μου αρέσει, βοηθάω τον καλλιτέχνη να την υλοποιήσει. Ετσι, όταν ο μεγάλος γλύπτης Τσαρλς Ρέι μού είπε ότι θέλει να τοποθετήσει το “Αγόρι με βάτραχο” στην “πλώρη” του Τελωνείου στη Βενετία, ενθουσιάστηκα. Τον συνόδευσα στην περιπέτεια αυτή και πήρα όλες τις απαραίτητες άδειες για την εγκατάσταση αυτού του αριστουργήματος σε εκείνο το σημείο, το οποίο αποτελεί πια απαραίτητο πέρασμα για τους περιπατητές της Βενετίας».

Η ιμπρεσιονίστρια ζωγράφος Μπερτ Μοριζό έλεγε ότι «ωραίο είναι το σημαίνον». Σήμερα, αρκεί ένα έργο να σημαίνει κάτι για να είναι ωραίο; «Η έννοια του ωραίου δεν είναι απαραβίαστη, δεν είναι αμετάβλητη. Κάθε πολιτισμός το ορίζει με τον δικό του τρόπο. Η αισθητική των ελληνικών μωσαϊκών του Μεσαίωνα δεν είναι ίδια με την αισθητική των έργων του Φειδία. Το ωραίο καθορίζεται από προσυμφωνημένους αισθητικούς κανόνες και αξίες, πράγμα που δείχνει συχνά πνευματική οκνηρία και βόλεμα. Η τέχνη, όμως, εξεγείρεται ενάντια στα δόγματα και στους συμβιβασμούς.

Η ανυπακοή στην τυραννία του γούστου πάντα υπήρχε, αλλά στη σύγχρονη τέχνη εκφράζεται με τρόπο ακόμη πιο ριζοσπαστικό. Πάρτε ως παράδειγμα την υπέροχη “Vecchia” του Τζιορτζιόνε που βρίσκεται στην Ακαδημία στη Βενετία και έχει θέμα τα γηρατειά και την ασχήμια. Είναι ένας πίνακας μεγάλης αισθητικής αξίας που δεν κολακεύει, όμως, το κοινό γούστο. Ο εραστής της τέχνης, λοιπόν, πρέπει να ξεπερνά τα συναισθήματα που εκπορεύονται από το κυρίαρχο γούστο και να διατυπώνει τις δικές του αισθητικές αξίες, να εκφράζει τις προσωπικές του ευαισθησίες. Γιατί η τέχνη αυτό κάνει: διεγείρει την ανθρώπινη ευαισθησία, πράγμα που είναι ένας άλλος τρόπος να πει κανείς ότι το ωραίο είναι και σημαίνον».

Υπάρχει διάλογος μεταξύ των έργων μιας συλλογής ή πρόκειται για παράθεση έργων που έχουν επιλεγεί μεμονωμένα; «Ανάμεσα στα έργα μιας συλλογής υπάρχει αναμφισβήτητα, αν όχι ένας διάλογος, σίγουρα ένας κοινός απόηχος. Η επιλογή τους έχει γίνει από ένα βλέμμα, από έναν άνθρωπο σε διαφορετικές στιγμές της πορείας του. Ως εκ τούτου, μια συλλογή δεν είναι ποτέ μια συσσώρευση έργων και καταλήγει να γίνεται η ίδια ένα έργο. Ως τέτοιο, άλλωστε, αρέσκονται να τη μελετούν οι ιστορικοί της τέχνης».

Καλός συλλέκτης ποιος είναι τελικά, κύριε Πινό; «Αυτός που τολμά».