Το ερώτημα αυτό, έχει αγκυροβολήσει στο μυαλό και στριφογυρίζει όπως οι χρυσαλλίδες στο νυχτερινό φως. Σε εκνευρίζει σαν το αγκάθι που έχει μπει βαθιά μέσα στον αντίχειρα. Διστάζεις να το αποβάλλεις από τις σκέψεις σου πριν φθάσεις σε μια πειστική απάντηση, αλλά σε όποια κι αν καταλήξεις, την επόμενη στιγμή ανατρέπεται. Κι αν, οι συνεταιρισμένοι πολιτικοί μας, έχουν δίκαιο; Αν δηλαδή, είναι απαραίτητο να οδηγηθούμε στο θυσιαστήριο, δυο γενεές, για να δώσουμε την προοπτική για ένα καλύτερο μέλλον στις επόμενες; Να βγάλουμε, δηλαδή, το αγκάθι από το χέρι μας κι ας ματώσουμε.

Άλλωστε, η θυσία είναι συνυφασμένη διαχρονικά με την ύπαρξη αυτού του έθνους. Έλα όμως, που κάτι δεν κάθετε καλά. Είναι ο αντίχειρας, που συνεχίζει να πονάει και το τοπικό μούδιασμα, που δεν σου επιτρέπει να εμπεδώσεις ό,τι οι επόμενες γενεές θα έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά με τις προηγούμενες, μα και αν δεν τα έχουν, τίποτε δεν εγγυάται ό,τι δεν θα τους αγγίξει ο ίδιος πόνος και ό,τι δεν θα χρειασθεί να ακολουθήσουν την ίδια διαδρομή. Η ιστορία, ως προς αυτό το γεγονός, συνεχώς επαναλαμβάνετε. Κι αν, έχουν δίκαιο οι δανειστές μας;

Αν δηλαδή, θα πρέπει να εφαρμόσουμε τις οδηγίες τους κατά γράμμα. Να βγάλουμε την πραμάτεια μας σε ένα πανηγύρι. Να ξεπουλήσουμε και να ξεπουληθούμε, για να ξεχρεώσουμε και να ξεχρεωθούμε, ώστε να μπορούν, απρόσκοπτα, να μας ξαναδανείσουν και να ξαναχρεωθούμε. Να διασφαλίσουμε την ύπαρξη μας, έστω, ως εξαρτημένοι σε ένα φαύλο κύκλο, που θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί αναλόγως όταν οι περιστάσεις το απαιτήσουν.

Έλα όμως που κάτι σε κρατάει. Είναι η ματαιοδοξία της χρυσαλλίδας, που σαν με μαγνήτη έλκεται από το φως και στροβιλίζεται ασταμάτητα γύρω του, χωρίς να το αγγίζει, προσπαθεί να γίνει ένα με αυτό μέχρι που πέφτει άψυχη στη γη. Κι αν, ο ξαφνικός “έρωτας”, των μέχρι χθες μονίμων επικριτών μας, είναι άδολος και αληθινός; Αν τα καλά τους λόγια που ακούμε τελευταία και το χάιδεμα στην πλάτη δεν είναι καμουφλάρισμα αλλά αποτέλεσμα ειλικρινούς συνειδητοποίησης; Αν δηλαδή, η μεταστροφή τους αυτή δεν είναι η φαινομενική ηρεμία πριν την φουρτούνα και το προμήνυμα επερχόμενων δεινών;

Έλα όμως που κάτι σε απωθεί. Είναι και αυτές οι εκλογές, για τις οποίες πολύς ντόρος γίνετε, πέραν του Ατλαντικού και το χέρι σου πάει προς την άγκυρα. Είναι και αυτή η χώρα που δεν σταμάτησε ποτέ να σε πληγώνει και να την πληγώνεις. Είναι και οι σειρήνες που σε καλούν απο μακριά μια κι ετούτες εδώ έχουν μουγκαθεί. Κανείς δεν άγιασε στον τόπο του. Κι ας είναι ο νόστος μοναδική σου συντροφιά. Θέλεις να ξανοιχτείς για άλλες πολιτείες.

Έλα όμως που ένας κόμπος έχει κάτσει στο λαιμό σου και δεν λέει να φύγει. Είναι από θυμό, είναι από λύπη, είναι από χαρά; Σκέφτεσαι, μήπως είναι η ώρα σου. Αυτός εδώ ο τόπος παρέμεινε έτσι γιατί έτσι θέλησαν αυτοί που παρέμειναν εδώ.