Με τις παραστάσεις των αμαρτωλών στην Κόλαση «το γυμνό σώμα διεισδύει στους νάρθηκες των εκκλησιών» λέει ο ζωγράφος και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων Στέφανος Τσιόδουλος στη σύντομη αλλά εξαιρετικά ενδιαφέρουσα μελέτη του Τιμωρία, η σκοτεινή πλευρά της σεξουαλικότητας. Και όχι απλώς διεισδύει, αλλά αποδίδεται με ωμή αναπαραστατική γλώσσα. Στην Κόλαση τιμωρούνται τα μέλη του αμαρτωλού με τα οποία διέπραξε τα αμαρτήματά του. Και ενώ δεν αναπαριστώνται παρά σπανίως τα ανδρικά γεννητικά όργανα, δεν συμβαίνει το ίδιο με τα γυναικεία, τα οποία παραδίδονται «στη λαγνεία» των ανδρών θεατών.
Το θέμα που πραγματεύεται ο συγγραφέας παρέμενε ως τώρα αντικείμενο ενδιαφέροντος σχεδόν αποκλειστικά για τους ειδικούς επιστήμονες: πώς οι παραστάσεις της Κόλασης, όπως τις βλέπουμε σε πολλές εκκλησίες της Κύπρου, της Κρήτης, της Ηπείρου και άλλων περιοχών της ηπειρωτικής Ελλάδας από τον 13ο ως τον 19ο αιώνα, μας βοηθούν να κατανοήσουμε τα ήθη, τη μορφή της κοινωνίας και τις αντιλήψεις που επικρατούσαν για τη μετά θάνατον ζωή. Ακόμη, το πώς η εικαστική πραγμάτευση λειτούργησε ως πρόσχημα ώστε οι ζωγράφοι να μιλήσουν για τα σεξουαλικά ήθη και τις αντίστοιχες φαντασιώσεις.
Το βιβλίο περιλαμβάνει πλήθος φωτογραφιών από τοιχογραφίες των εκκλησιών που επισκέφθηκε και μελέτησε ο συγγραφέας, οι οποίες καλύπτουν πέντε αιώνες, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της μελέτης του, όχι μόνο γιατί είναι το υλικό της έρευνας αλλά και επειδή λειτουργούν ως αδιαμφισβήτητες αποδείξεις των επιχειρημάτων του. Αυτή η διπλή, ας πούμε, ανάγνωση καθιστά το βιβλίο γοητευτικό και ως αναγνωστική και ως εικαστική εμπειρία.
Από τη θέση των ανδρικών και γυναικείων σωμάτων στις τοιχογραφίες ο Τσιόδουλος εξάγει ενδιαφέροντα συμπεράσματα για την κοινωνική θέση των δύο φύλων. Τα ζευγάρια που κοιμούνται τη βραδιά της Αναστάσεως λ.χ. ή τις Κυριακές (αντί να πάνε στην εκκλησία) ζωγραφίζονται κατά κανόνα «από ψηλά» ώστε να εκτίθενται πλήρως τα σώματά τους. Ο άνδρας βρίσκεται κατά κανόνα ψηλότερα από τη γυναίκα, αλλά και όταν αυτό δεν συμβαίνει η στάση του σώματός του δείχνει την υπεροχή του. Οσοι «κοιμούνται» (δηλαδή κάνουν έρωτα) παραμελώντας τα θρησκευτικά τους καθήκοντα καταδικάζονται και αυτοί στο πυρ το εξώτερον. Στην προκειμένη περίπτωση τιμωρείται ο έρωτας αυτός καθαυτόν – και ας είναι νόμιμος.
Σε πολλές παραστάσεις αντί για τη λέξη «πόρνη» χρησιμοποιείται η λέξη «πουτάνα». Οι ζωγράφοι καταφεύγουν στο λαϊκό ιδίωμα – άλλωστε οι σχετικές επιγραφές των τοιχογραφιών είναι όλες τους ανορθόγραφες, που σημαίνει ότι έχουμε να κάνουμε με ζωγράφους οι οποίοι δεν είναι λόγιοι.
Οι γυναίκες που «κλέπτουν» (από τα περιβόλια) τα «κολοκήθηα» και τα «λάχανα» και τα «πράσα» τιμωρούνται στην Κόλαση να τις καβαλά ένας δαίμονας. Ετσι, ο ζωγράφος, με την πρόφαση της τιμωρίας, μπορεί ελεύθερα να αναπαραστήσει γυμνό το γυναικείο σώμα. Οι γυναίκες «που βυζαίνουν τουρκόπαιδα», ή «χαλούν την προξενεία», ή είναι «μαγίστρες» καταλήγουν και εκείνες στην Κόλαση, όπως και «οι πόρνοι», «οι πόρνισες» και οι «αρσενοικοίτες».
Στην Κόλαση όμως βασανίζονται όχι μόνον όσοι και όσες διαπράττουν «ηθικά» παραπτώματα, αλλά και κοινωνικά: οι ζωοκλέφτες (αν και αυτοί είναι οι λιγότεροι), οι μπακάληδες, οι ράφτες και κυρίως οι μυλωνάδες, οι «κρασοπούλοι» (όποιοι πωλούν κρασί) και οι παραυλακιστές (αυτοί που οργώνοντας το χωράφι τους μπαίνουν και στο χωράφι του διπλανού κλέβοντας έτσι μέρος από τη γη του).
Σκληρές τιμωρίες τους περιμένουν, όπως ο μυλωνάς να κουβαλά κρεμασμένη από τον λαιμό τη μυλόπετρά του και ο κρασοπούλος ένα βαρέλι κρασί, ενώ τους καβαλούν δαίμονες. Υπάρχουν όμως και χειρότερα: το σούβλισμα και το ψήσιμο. Ας σημειωθεί ότι το σούβλισμα ήταν διαδεδομένη μορφή βασανισμού και θανάτωσης την περίοδο της Τουρκοκρατίας.
Συχνά οι δαίμονες που καβαλούν τους αμαρτωλούς καπνίζουν καπνοσύριγγα (τσιμπούκι). Αυτό αποδεικνύει φυσικά ότι το κάπνισμα ήταν μια συνήθεια που δεν αποδεχόταν η Εκκλησία. Για παράδειγμα, σε μια τοιχογραφία του 1739, στο Παρεκκλήσιο του Κοιμητηρίου της Μονής Γρηγορίου στο Αγιον Ορος, διαβάζουμε την επιγραφή «όπηος καλόγερος πήνη καπνό τον ηπηρετούν η διαβολή». Για αυτό άλλωστε ακόμα και σήμερα οι αγιορείτες μοναχοί λένε αστεϊζόμενοι πως «ο καπνός είναι το λιβάνι του διαβόλου». (Και, για να θυμηθούμε τον λαϊκό βάρδο Χρήστο Κυριαζή, «τα τσιγάρα, τα ποτά και τα ξενύχτια έχουν κλείσει τα καλύτερα τα σπίτια».)

Φαλλικά σύμβολα
Οι σαδιστικές σκηνές αφθονούν στις τοιχογραφίες. Πέρα όμως από την ωμότητα και τη σκληρότητά τους, πιστοποιούν ότι λειτουργούσαν εξισορροπητικά. Ο φόβος της τιμωρίας και της αιώνιας κόλασης στη μέλλουσα κρίση θα απέτρεπαν τον μυλωνά, τον κρασοπούλο και τον παραυλακιστή από το να υποπέσουν σε οικονομικά εγκλήματα.
Ο συγγραφέας προβαίνει και σε αρκετές άλλες ερμηνείες, συμβολικού χαρακτήρα. Λόγου χάριν, κάποια εργαλεία (όπως τα φτυάρια, τα χωνιά ή τα φουρνόξυλα) δεν μετατρέπονται μόνο σε όργανα βασανισμού, αλλά επέχουν και θέση φαλλικών συμβόλων. Οι αμαρτωλοί άνδρες παρουσιάζονται εκθηλυσμένοι στην κόλαση, αφού «η παθητικότητα συνδέεται με το γυναικείο φύλο, ενώ είναι ασύμβατη με τα στερεότυπα περί ανδρισμού». Οι εικόνες λοιπόν λειτουργούν και «ως μηχανισμός ντροπής» ώστε να μη διασαλευθεί η κοινωνική τάξη και ο όποιος παραδοσιακός πολιτισμός.
Αρκετές από τις εικόνες των τοιχογραφιών στο βιβλίο παρουσιάζονται για πρώτη φορά.
Ο Στέφανος Τσιόδουλος θίγει ένα μεγάλο θέμα το οποίο σχετίζεται με τον τρόπο που λειτούργησε η λαϊκή φαντασία επί αιώνες όσον αφορά τη σκοτεινή της πλευρά. Από μια άποψη μπορεί να είναι και η πιο ενδιαφέρουσα. Το βιβλίο του αποτελεί μια καλή αρχή ώστε να περιμένουμε στο μέλλον και ευρύτερες αναπτύξεις.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ