Οταν ήταν μικρός ο Μπομπ Γουίλσον είχε προβλήματα ομιλίας. Μια δασκάλα χορού από το Γουάκο του Τέξας, την πόλη καταγωγής του, βλέποντάς τον να ζορίζεται, του είπε: «Πάρε τον χρόνο σου. Μείωσε ταχύτητα σε ό,τι κάνεις. Και αν το θες, θα το καταφέρεις». Ηταν η εποχή που ο πατέρας του, εξέχουσα προσωπικότητα της συντηρητικής κοινότητας του Τέξας, ονειρευόταν να τον δει δικηγόρο. Ο Γουίλσον ακολούθησε τη συμβουλή της, προσπάθησε, αλλά δεν κατάφερε ποτέ να τελειώσει τη Νομική – προφανώς επειδή δεν το ήθελε. Η ζωή στη Νέα Υόρκη των 60s και ο χορός ως μάθημα επιλογής στη Σχολή Αρχιτεκτονικής Pratt άνοιξαν τον δρόμο του Γουίλσον προς τις παραστατικές τέχνες. Θεατρική εκπαίδευση με τον παραδοσιακό τρόπο δεν έλαβε ποτέ και ίσως γι’ αυτό επιχείρησε να δημιουργήσει μια απολύτως νέα φόρμα στο θέατρο. Πώς, όμως, έγινε ένας από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες της σύγχρονης εποχής; Και τι ετοιμάζει για την «Οδύσσεια» που θα παρουσιαστεί στις 26 Οκτωβρίου, στην αυλαία της Κεντρικής Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου;

Ο Μπομπ Γουίλσον δεν αγχώνεται εύκολα. Στη συζήτησή του με το ΒΗmagazino ήταν λακωνικός, ήρεμος και σαφής. Απ’ ό,τι λέγεται, κάπως έτσι είναι και τα μαθήματά του στη σκηνή. Αφήνει περιθώρια για τα λεγόμενα «γοητευτικά» λάθη. Δίνει χώρο στους ηθοποιούς για να δημιουργήσουν και όχι απλώς να εκτελέσουν. «Δίνω γενικές οδηγίες. Για παράδειγμα, να γίνει κάτι πιο γρήγορα, πιο αργά, πιο δυνατά, πιο ήσυχα, πιο ήπια. Δεν μιλάω ποτέ για την ερμηνεία. Δεν υποδεικνύω ποτέ στον ηθοποιό πώς να σκεφτεί. Αυτό εξαρτάται απόλυτα από τον ίδιο. Σε αυτή τη γενική δομή υπάρχει μια μορφή ελευθερίας. Από τη στιγμή που θα κατακτήσεις τη φόρμα, όλα γίνονται απόλυτα μηχανικά. Και αυτό είναι ελευθερία».

Η περίεργη αθηναϊκή οντισιόν

Η προσέγγισή του είναι διαφορετική. Αυτό φάνηκε από την οντισιόν για την «Οδύσσεια» η οποία έγινε μια Κυριακή τον περασμένο Μάρτιο. Εκείνη την ημέρα πέρασε όλο το ελληνικό θέατρο – αλλά και όλη η ελληνική τηλεόραση –
μπροστά από τα μάτια του. Ηταν μια περίεργη διαδικασία. Ζήτησε από τον καθένα να περπατήσει και να καθήσει για 30 δευτερόλεπτα. Και μετά επέλεξε.

Το γεγονός ότι δεν μίλησε μαζί τους στην αρχή φάνηκε περίεργο. Του έχει αποδοθεί η φράση «η γλώσσα είναι ένα εμπόδιο στη φαντασία». Ο ίδιος το αρνείται: «Δεν το είπα ποτέ αυτό. Εσφαλμένα μού έχει αποδοθεί αυτή η φράση. Η γλώσσα είναι είτε οπτική είτε λεκτική και ενθαρρύνει τη σκέψη, μπορεί όμως και να την περιορίσει. Πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή. Μπορείς να εμπιστευτείς το σώμα σου. Το σώμα δεν ψεύδεται. Δεν χρειάζεται να το εκλογικεύουμε».

Πώς μπορεί ένας δάσκαλος του θεάτρου να μεταδώσει την άποψή του για αυτό σε δεκάδες ηθοποιούς; Υπάρχει ένας κανόνας; «Κάποιος μαθαίνει καλύτερα σε αυστηρό περιβάλλον, ενώ κάποιος άλλος σε απόλυτα ελεύθερο. Η μάθηση είναι δημιουργική διαδικασία. Είναι ένα μυστήριο».

Ο Γουίλσον έχει δηλώσει στο παρελθόν ότι κάθε δουλειά του είναι το διαβατήριο για την επόμενη. Πώς κατέληξε στην ιδέα να ασχοληθεί με την «Οδύσσεια»; «Μου ζητήθηκε να το κάνω. Και ήθελα. Δεν είναι η πρώτη φορά που δουλεύω σε μια άλλη χώρα. Το έχω κάνει στη Σουηδία, στη Νορβηγία, στην Ινδονησία. Το κάνω συνεχώς…». Το γεγονός ότι ταξιδεύει τόσο πολύ, ότι βρίσκεται από το ένα μέρος στο άλλο, μήπως έχει να κάνει με την αναζήτηση της δικής του Ιθάκης; «Δεν έχω ιδέα. Πάντως, ακόμη την ψάχνω…» παραδέχεται. Τον ρόλο της Πηνελόπης θα υποδυθεί η Μαρία Ναυπλιώτου. «Η αγάπη κάνει τον κόσμο να γυρίζει» είναι το μόνο που αποκαλύπτει όταν απαντά στην ερώτηση για το πώς θα είναι ακριβώς η συνάντησή της με τον Οδυσσέα.

Ευρώπη, το κέντρο της δημιουργίας

Το πνεύμα της δημιουργίας του Μπομπ Γουίλσον είναι έντονο. Είναι αυτό που τον έλκει στην Ευρώπη, το επίκεντρο της οικονομικής κρίσης: «Ο,τι και να γίνει με τα οικονομικά, στην Ευρώπη διαπιστώνω ότι το πνεύμα της δημιουργίας υπάρχει ακόμη. Είναι πάντα εδώ. Αλλά χρειάζεται να το ανακαλύπτουμε συνεχώς, ξανά και ξανά». Σε ό,τι αφορά τη δική του δημιουργία, όλα φαίνεται να είναι στο μυαλό του. Λίγο καιρό μετά την επιλογή των ηθοποιών, τους κάλεσε για πρόβα και έκπληκτοι οι περισσότεροι συνειδητοποίησαν ότι ο Γουίλσον είχε όλη την παράσταση έτοιμη στο κεφάλι του. Δεν είχε αφήσει τίποτε στην τύχη και στην τελευταία στιγμή, όλα ήταν έτοιμα ως την παραμικρή λεπτομέρεια. Οσοι βρίσκονται πίσω από τη σκηνή δηλώνουν ενθουσιασμένοι με τον επαγγελματισμό και την αστείρευτη φαντασία του.

Βέβαια, η συνεργασία του Γουίλσον με τους εκάστοτε συναδέλφους του δεν είναι πάντα ανθηρή. Ο Τσαρλς Φάμπιους, ένας από τους πιο στενούς συνεργάτες του, έχει δηλώσει ευθαρσώς ότι «δεν ξέρω πώς μπορεί κανείς να καταλάβει τον Γουίλσον, αφού καλά καλά δεν μπορεί να καταλάβει ούτε ο ίδιος τον εαυτό του».

Η αλήθεια είναι ότι ο Γουίλσον δεν συμβιβάστηκε ποτέ. Εψαξε τον εαυτό του χωρίς να τον νοιάζει τι λένε οι άλλοι, από την πρώτη στιγμή ως σκηνοθέτης δεν δίστασε να παρουσιάσει επί σκηνής ό,τι ακριβώς σκεφτόταν. Σε μία από τις πρώτες παραστάσεις του ανέβασε στη σκηνή παιδιά δέκα ετών, τυλιγμένα σε πλαστική μεμβράνη, με ραδιοφωνάκια κολλημένα στο στήθος τους. Μια μητέρα δεν εκτίμησε τόσο την έμπνευσή του. Ανέβηκε στη σκηνή, διέκοψε την παράσταση και, τραβώντας το παιδί της, φώναζε ότι η παράσταση ήταν αρρωστημένη, κάτι στο οποίο συμφώνησε και ο ίδιος ο πατέρας του Γουίλσον, ο οποίος του είπε: «Γιε μου, δεν είναι μόνο άρρωστο, είναι και ανώμαλο!». «Είναι υγιές να σε κριτικάρουν» απαντά σχεδόν αδιάφορα, όταν τον ρωτούμε για το άγχος της κριτικής – ειδικά σε αυτή την πολιτιστικά συγχυσμένη Ελλάδα της κρίσης…

Το μάθημα στα παιδιά

Ο Γουίλσον, από την εποχή που ήταν φοιτητής, ασχολήθηκε με ομάδες υπερκινητικών παιδιών και, μέσω απλών ασκήσεων φυσικής αγωγής και παιχνιδιών, τα βοήθησε να αντιμετωπίσουν μαθησιακές δυσκολίες. Αργότερα, μάλιστα, συνεργάστηκε στενά με δύο παιδιά που τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους τον οδήγησαν σε παραστάσεις που αποδείχτηκαν σταθμοί στην καριέρα του. Ηταν ο Ρέιμοντ Αντριους, ένα κωφάλαλο αγόρι αφροαμερικανικής καταγωγής, και ο Κρίστοφερ Νόουλς, ένα παιδί που έπασχε από αυτισμό. Τον Αντριους τον γνώρισε στον δρόμο, όταν είδε να τον ξυλοκοπούν αστυνομικοί. Τον υιοθέτησε. Ο Γουίλσον θεώρησε ότι η άμεση εμπλοκή του Ρέιμοντ με το θέατρο ήταν ο ιδανικός τρόπος να βοηθηθεί ώστε να επικοινωνήσει με τους γύρω του. Η ανάγκη να υπάρξει ένας τρόπος επικοινωνίας με τους υπόλοιπους επάνω στη σκηνή, αλλά και με το κοινό, οδήγησε τον Γουίλσον στη δημιουργία ενός νέου θεατρικού τρόπου ομιλίας και κίνησης.

H συνεργασία τους στην παράσταση «Deafman Glance», το 1971, αποτέλεσε το άλμα στην παγκόσμια καριέρα του σκηνοθέτη που προσπάθησε να μπει στη σκέψη και στη φαντασία του κωφάλαλου Ρέιμοντ. Υστερα από την τρομερή επιτυχία στις ΗΠΑ, ήρθε η πρόσκληση από το Παγκόσμιο Φεστιβάλ Θεάτρου στο Νανσί και έτσι η πρώτη έξοδος του Γουίλσον στην Ευρώπη ήταν γεγονός. Ο ίδιος ο Λουί Αραγκόν, ποιητής και ιδρυτής του κινήματος των γάλλων σουρεαλιστών, έστειλε ανοιχτή επιστολή στον Αντρέ Μπρετόν μιλώντας για την παράσταση: «Ενα έργο όπως το “Deafman Glance” είναι μια εξαιρετική μηχανή ελευθερίας, σε τέτοιο βαθμό, που σας ικετεύω να πάτε να δείτε, όλοι όσοι βλέπετε και ακούτε, όλοι όσων οι καρδιές χτυπούν στην απλή λέξη “ελευθερία” (…) Αν ποτέ ο κόσμος αλλάξει και οι άνθρωποι γίνουν όπως ο χορευτής για τον οποίο σας μίλησα (σ.σ.: τον Γουίλσον), ελεύθεροι, ελεύθεροι, ελεύθεροι… Είναι μέσω της ελευθερίας που ο άνθρωπος θα έχει αλλάξει. Ελευθερία, ακτινοβόλος ελευθερία της ψυχής και του σώματος» έγραφε.

Είμαστε όλοι καλλιτέχνες

Τον Κρίστοφερ Νόουλς ο Γουίλσον τον γνώρισε σε ένα ίδρυμα. Ηταν ένα παιδί με ιδιαίτερο τρόπο ομιλίας, που έφτιαχνε σχέδια με επαναλαμβανόμενα σύμβολα και γράμματα σε γραφομηχανή. Αυτό που οι υπεύθυνοι του ιδρύματος αντιμετώπιζαν ως μια ιδιαιτερότητα που έπρεπε να εξαλειφθεί, ο Γουίλσον το προσέγγισε ως ένα σπάνιο χάρισμα το οποίο έπρεπε να καλλιεργηθεί. Θεωρούσε ότι ο Κρίστοφερ εφηύρε μια δική του γλώσσα και αυτό ήταν κάτι στο οποίο ήθελε και να βοηθήσει, αλλά και να το εξερευνήσει ο ίδιος. H συνεργασία των δύο («The Life and Times of Joseph Stalin», 1973) ήταν η αφορμή να βρεθεί για πρώτη φορά η γλώσσα στο επίκεντρο του έργου του.

Ανακαλύπτοντας, πάντως, πολλά κοινά στοιχεία μεταξύ τους, ο Γουίλσον και ο Νόουλς καλλιέργησαν μια καινούργια γλώσσα, έναν νέο κώδικα, και έφτασαν σε μία ακόμη σπουδαία παράσταση-σταθμό για την έως τότε πορεία του Γουίλσον, με τίτλο «A Letter for Queen Victoria». Οταν η παράσταση βρισκόταν στο Παρίσι, προσκάλεσε τη γιαγιά του, όχι όμως για να την παρακολουθήσει, αλλά για να συμμετάσχει. Οχι μόνο έλαβε μέρος, αλλά έκανε και πάταγο! Η επιλογή αυτή θυμίζει καταπληκτικά ένα από τα θεμελιώδη συνθήματα του Τζόζεφ Μπόις, ενός από τους σπουδαιότερους γερμανούς καλλιτέχνες του β΄ μισού του 20ού αιώνα: «Ο καθένας μπορεί να είναι καλλιτέχνης». Ο Γουίλσον συμφωνεί: «Νομίζω πως σε όλους μας υποφώσκει ένα καλλιτεχνικό πνεύμα. Ο Μποντλέρ έχει πει ότι ευφυΐα είναι η παιδική ηλικία ανακτημένη κατά βούληση».

Ο Γουίλσον δεν είναι μόνο σκηνοθέτης, αλλά και σχεδιαστής φωτισμών, χορογράφος, ηθοποιός, χορευτής, σχεδιαστής, γλύπτης, video artist. Είναι ένας καλλιτέχνης που εκμεταλλευόμενος όλες αυτές τις ιδιότητές του συλλαμβάνει και δημιουργεί χωρίς να περιορίζεται σε συγκεκριμένη τέχνη. Στην εφετινή Αθήνα, η παράσταση της «Οδύσσειας» ταιριάζει ιδανικά με τη διαρκή αναζήτηση των Ελλήνων μέσα στη δίνη της κρίσης. Ακόμη και αν δεν το λέει, το ξέρει και ο ίδιος.

* Η «Οδύσσεια» θα παρουσιαστεί στην Αθήνα από τις 26 Οκτωβρίου ως τον Μάρτιο του 2013 και θα μεταφερθεί στη συνέχεια για τρεις εβδομάδες στο Piccolo Teatro του Μιλάνου.

Την ομάδα των ηθοποιών αποτελούν οι Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, Θανάσης Ακκοκαλίδης, Γιώργος Γλάστρας, Ζέτα Δούκα, Σταύρος Ζαλμάς, Μαριάννα Καβαλιεράτου, Λυδία Κονιόρδου, Αλέξανδρος Μυλωνάς, Μαρία Ναυπλιώτου, Βίκυ Παπαδοπούλου, Λένα Παπαληγούρα, Ακης Σακελλαρίου, Γιώργος Τζαβάρας, Αποστόλης Τότσικας, Νικήτας Τσακίρογλου, Γιωργής Τσαμπουράκης, Κοσμάς Φοντούκης.