Δημιουργός που βιώνει απόλυτα τον παλμό της εποχής του , ο Ζήσης Αϊναλής ακολουθεί έναν καινούργιο δρόμο ,όσον αφορά την ελληνική πραγματικότητα, στη δημοσίευση της ποιητικής δημιουργίας , παρακάμπτοντας τους εκδοτικούς οίκους και τους άλλους διαμεσολαβητές ,και προσφέροντας ο ίδιος τη δουλειά του μέσω του διαδικτύου και του ηλεκτρονικού λογοτεχνικού περιοδικού ΒΑΚΧΙΚΟΝ .

Αν και έχουν προηγηθεί κι άλλες παρόμοιες προσπάθειες , η συγκεκριμένη ηλεκτρονική έκδοση , γέννημα ενός από τους καλύτερους νέους Έλληνες ποιητές και κριτικούς της λογοτεχνίας , καταγγέλλει συνειδητά και μεγαλόφωνα τη χειραγώγηση και την οικονομική εκμετάλλευση της τέχνης από τους διαθέτοντες τα μέσα για τη δημοσιοποίηση και την προώθησή της , και προτείνει ως διέξοδο την απευθείας επαφή του δημιουργού με το κοινό μέσα από την αξιοποίηση των ηλεκτρονικών μέσων πληροφόρησης , χωρίς φυσικά να παραγνωρίζει και τις αρνητικές όψεις του εγχειρήματος [απουσία μηχανισμών προβολής , δωρεάν διάθεση του έργου ,αναγνωστικό κοινό που αντιμετωπίζει ακόμη με δυσπιστία εγχειρήματα αυτού του είδους ].

Παρά τις δυσκολίες αυτές ο Ζήσης Αϊναλής , όντας αντισυμβατική καλλιτεχνική φιγούρα , τολμά , και η δουλειά του είναι από εκείνες που επιβεβαιώνουν το φανέρωμα μιας νέας ποιητικής γενιάς , της οποίας χαρακτηριστικά είναι η εσωτερικότητα , η αναζήτηση ενός προσανατολισμού μέσα σε μία απόλυτη ιδεολογική σύγχυση , η αγωνία για την εύρεση μιας διεξόδου , η αναγωγή του καθημερινού βιώματος σε αισθητικό γεγονός , η απενοχοποίηση του χυδαίου ,η πλήρης απελευθέρωση των εκφραστικών τρόπων ή και η αναδιάταξη εκείνων της παραδοσιακής στιχουργίας ώστε να ανταποκρίνονται στις αλλαγές των καιρών , οι επιδράσεις από ποικίλα λογοτεχνικά ρεύματα που εμφανίστηκαν στο πρόσφατο παρελθόν , και η δημιουργική συγχώνευσή τους .Το μυστικό ωστόσο που κάνει την ποίηση του Αϊναλή ιδιαίτερη , είναι ότι παρακολουθεί την άνδρωση αυτής της γενιάς κατά κάποιο τρόπο απ’ έξω ,χαράσσοντας με τους δικούς του όρους το λογοτεχνικό του στίγμα και δημιουργώντας μία ποίηση εγκεφαλική , απαιτητική και την ίδια στιγμή χειμαρρώδη , κατάστικτη από υπαρξιακές , μεταφυσικές και πολιτικές αναφορές .

Ο ίδιος άλλωστε δηλώνει χαρακτηριστικά : «Κάθε καλλιτεχνικό έργο , μόνο και μόνο εξαιτίας της δημοσιοποίησής του , της κάθετης παρέμβασής του στο χωροχρονικό γίγνεσθαι , αποτελεί μια πράξη πολιτική». Η «Σιωπή της Σίβας» είναι το τρίτο σκαλί σε μία ποιητική ανάβαση που ξεκίνησε το 2006 με τη συλλογή «Ηλεκτρογραφία» και συνεχίστηκε το 2008 με τα «Αποσπάσματα» . Πηγή έμπνευσής του ποιητή στη συγκεκριμένη συλλογή στάθηκε το Αιθιοπικό έπος Kebra Nagast ή άλλως «Η Δόξα των Βασιλέων» , κείμενο τουλάχιστον 700 ετών , που αφηγείται τη συνάντηση της Μακέδα , βασίλισσας του Σαβά και του Σολομώντα , τη γέννηση του Μενελίκ ,καρπού του έρωτα των δύο παραπάνω προσώπων , τη μεταφορά της «κιβωτού της Διαθήκης» από τον Μενελίκ στην Αιθιοπία [ με αποτέλεσμα ο Σολομώντας να χάσει την κιβωτό αλλά και τη θεϊκή εύνοια που τη συνόδευε ],αλλά και τον τρόπο με τον οποίο οι Αιθίοπες έπαψαν να πιστεύουν στον ήλιο , στη σελήνη και στ’ αστέρια , και ασπάστηκαν τη λατρεία του Θεού των Ισραηλιτών .

Όλα τα παραπάνω συνιστούν κατά έναν τρόπο τη θεματική ραχοκοκαλιά της συλλογής , καθώς ο ποιητής , αξιοποιώντας διακριτικά την ιστορική μέθοδο του Έλιοτ , συμφύρει το παρελθόν και το παρόν σε μια αξεδιάλυτη ενότητα , ξεκινώντας από το δράμα του Σολομώντα και φτάνοντας μέχρι την παλαιστινιακή Χεβρώνα των ημερών μας . Ο αναγνώστης ωστόσο έχει τη διαρκή εντύπωση πως όλα συμβαίνουν τώρα ή θα συμβούν στο μέλλον , κι αυτή είναι η επιτυχία του ποιητή , η ικανότητά του δηλαδή να αποφεύγει τη γραφικότητα μιας ποιητικής ιστορικής αναπαράστασης και να φέρνει το μακρινό παρελθόν στα μέτρα του παρόντος , μέσα από τις εξομολογήσεις και τις συναισθηματικές εκσπερματώσεις του ποιητικού υποκειμένου του , του Σολομώντα .

Σε όλο το έργο είναι πρόδηλες οι επιδράσεις από το κίνημα του ρομαντισμού : το συγκινησιακό και το υπερβολικό ,το παράδοξο και το μυστηριώδες , η διάχυτη μελαγχολία , το ασαφές και το συγκεχυμένο , ο έντονος εγωκεντρισμός, το πλούσιο λεξιλόγιο , ο ζωηρός ρυθμός . Ο Αϊναλής ωστόσο χαράσσει πάνω σε νέες γραμμές τα θεωρητικά γνωρίσματα του ρομαντισμού , υποτάσσοντας τον εκφραστικό παρορμητισμό σε μία περισσότερο αφηγηματική φόρμα , εμπλουτισμένη με στοιχεία σουρεαλιστικά [εγώ σ’ /έβλεπα να βαδίζεις στα κύματ’ ατάραχη το στήθος /χαμαιλέοντα το άσπρο του αφρού των και πέφταν τα /δόντια από το στόμα μου σαν όξινη βροχή στην /περιφέρεια των βημάτων σου], εξπρεσιονιστικά [ξερνώντας στα διαστήματα τον θλιβερό εαυτό μου/ τα σπλάχνα μου τους πνεύμονες τη σπλήνα τους νεφρούς μου/ οδοκαθαριστές σαρώνοντας στις ράγες το εγώ μου] ή και ντανταιστικά [καραδοκώντας χάραμα πώς να τρυπώσω κόσμο/να τρέχοντας να κλαίγοντας ημικρανία στα μάτια/θολό το βλέμμα υδαρή που ψάχνοντας στον κόσμο/κάτω από αποβάθρες γέφυρες όνειρα γόνιμα πουλιά]. Ακόμη και ψήγματα από το δημοτικό τραγούδι [έπεσα δυο φορές να κοιμηθώ και τρεις να εκσπερματώσω] ή και έργα της αμερικανικής beat λογοτεχνικής γενιάς, όπως το «Howling» του Ginsberg [εγώ που επέζησα ένα χειμώνα θάνατο να κατουρώντας αίμα/ και να γυμνώνοντας τον πούτσο μου τη νύχτα στις κυρίες] μπορεί να ανιχνεύσει κανείς.

Το αφηγηματικό στοιχείο δεσπόζει σε ολόκληρη την ποιητική συλλογή , άλλοτε με την παράθεση αποσπασμάτων από το Kebra Nagast και την Παλαιά διαθήκη , άλλοτε με τη μορφή της ποιητικής αφήγησης , κι άλλοτε με την παρουσία αυτούσιων αφηγηματικών μερών . Παράλληλα , η υιοθέτηση ενός Βιβλικού ύφους σε αρκετά σημεία του έργου δημιουργεί μια γέφυρα που ενώνει τη γραφή του ποιητή με εκείνη του «Ash Wednesday» του Έλιοτ ή της «Έγκωμης» του Σεφέρη .

Τα ποιήματα της συλλογής δεν έχουν τίτλο ,είναι απλώς αριθμημένα από το ένα μέχρι το εννέα , με καταληκτική δέκατη σύνθεση την «Αποκάλυψι Μενελίκ» όπου ο προφητικός και κρυπτογραφικός λόγος του ποιητή βαδίζει κρατώντας το χέρι μιας αδυσώπητης ειρωνείας για την επερχόμενη «εποχή της Μεγάλης Νύχτας» . Αλλού πάλι ο ποιητής εγκαταλείπει τις συναισθηματικές εκχυμώσεις του ρομαντικού ύφους και υιοθετεί έναν λόγο καθημερινό [Ρε συ πατέρα/ξέρεις κάτι/δεν καταλαβαίνω/γιατί αρνείσαι να πεθάνεις] απογυμνωμένο από κάθε είδος εκφραστικού πειραματισμού , ενδεικτικό της ικανότητάς του να ζευγαρώνει το εξεζητημένο με το λιτό μέσα σε σχήματα αυθεντικής ποιητικής συγκίνησης .

Κι ανάμεσα εκεί παραμονεύει η εικόνα του Σολομώντα απομυθοποιημένη , γυμνή από τη λάμψη του χρυσού και της θρησκευτικής παράδοσης . Βαθιά και σχεδόν τραγικά πλασμένη με ξενύχτια , με στύσεις , με ανημέρωτα ένστικτα , αποτελεί την κύρια φωνή σε όλη τη σύνθεση , την κατευθυντήρια γραμμή της ανέλιξης του ποιητικού λόγου , σε σημείο μάλιστα που σχεδόν το σύνολο του έργου να μοιάζει με το μονόλογο ενός δραματικού ήρωα . Άλλωστε η απόσταση ανάμεσα στη δομή της σύνθεσης του Αϊναλή και στην αντίστοιχη της κλασικής τραγωδίας δεν είναι και πολύ μεγάλη : το λυρικό και το αφηγηματικό στοιχείο , η τραγική φιγούρα , η δέση και η λύση κάνουν τη «Σιωπή της Σίβας» να γονιμοποιείται με το σπόρι του θεατρικού λόγου και να τίκτει θαυμάσιους καρπούς .

Όσον αφορά τέλος τους εκφραστικούς τρόπους , ο Ζήσης Αϊναλής επιλέγει έναν σχεδόν αντισυμβατικό τρόπο γραφής ,ανατρέποντας τους συντακτικούς κανόνες και προχωρώντας σε μία προσωπική συντακτική ορθογραφία , παραγωγό πολλές φορές αλλόκοτων σε πρώτη επαφή νοηματικών συνόλων . Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της ιδιομορφίας αποτελεί η χρήση της μετοχής στη θέση της υποτακτικής [ένα χειμώνα θάνατο να φτύνοντας το αίμα/και να γυμνώνοντας τα λόγια μου κουκούτσια μες το στόμα/ να φτύνοντας τα δόντια σάλια να καρφώνοντας/τέσσερις τοίχους φυλακή το θάνατο στο στήθος].

Αν μου αρέσει για ένα πράγμα ο Αϊναλής, είναι γιατί διαβάζοντάς τον δεν έχω την εντύπωση ότι διαβάζω ταυτόχρονα και άλλους εκατό ποιητές αυτής της γενιάς .Κατορθώνει , πράγμα εξαιρετικά δύσκολο σε μια ισοπεδωτική εποχή , να επινοήσει τα δικά του εργαλεία για το σμίλεμα της σκληρής πέτρας που λέγεται ποίηση .Το δημιούργημά του μπορεί σε κάποιους να δίνει την εντύπωση του ελιτίστικου ή και του εξεζητημένου , να φαντάζει δύσκολο στην προσέγγισή του , να απαιτεί για την ερμηνεία του την εμβάθυνση στο υπερκείμενο ,να ξενίζει με τις εκφραστικές ακροβασίες του , να απέχει από το δόγμα της εποχής «όσο λιτότερο τόσο ουσιαστικότερο».

Είναι όμως αληθινό και η αλήθεια συχνά απαιτεί περισσότερες από μία θέσεις παρατήρησης των πραγμάτων . Είναι αποκαλυπτικό , γιατί τολμά να κάνει ανασκαφές στους αρχαιολογικούς χώρους της ανθρώπινης ψυχής και να ψαχουλέψει τόσο τα φωτεινά όσο και τα σκοτεινά συστατικά της .Είναι δηλωτικό της βαθιάς μόρφωσης και της εντρύφησης του ποιητή πάνω στα σπουδαία λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά κινήματα που έθρεψαν το σώμα της ποίησης του αιώνα μας . Είναι τέλος ,όπως ειπώθηκε και πριν , ένα δημιούργημα πολιτικό , μια αγωνιώδης περιήγηση στους θαλάμους ενός ισχυρού μικρόκοσμου που διαπιστώνει με απόγνωση το βαθμιαίο ξεθώριασμα της λάμψης του .