Κατά τη διάρκεια της επταετίας, όταν το ελληνικό κράτος συναντούσε προβλήματα ανάλογα με τα σημερινά στη σύναψη δανείων με το εξωτερικό, η κυβέρνηση των συνταγματαρχών προχωρούσε σε… καινοτόμες λύσεις. Μία από αυτές ήταν ο δανεισμός από τους δημοσίους υπαλλήλους μέσω της πώλησης ειδικών λαχείων!
Αναγνώστης της στήλης μού έγραψε προ ημερών ότι ανακάλυψε στο πατρικό του σπίτι χρεόγραφο που μοιάζει με έγχαρτη μετοχή και το οποίο αναφέρει τα εξής: ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ. ΛΑΧΕΙΟΦΟΡΟΝ ΔΑΝΕΙΟΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΕΩΣ. ΕΤΟΣ: 1972. Επιτόκιο: 6,5%. ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΔΡΧ.: 3.000.000.000. ΑΞΙΑ: 500 ΔΡΧ. Ο τίτλος αυτός ωρίμαζε (πληρωνόταν) στην 20ετία, δηλαδή το 1992, και αντιστοιχούσε στη μικρότερη αξία ομολογίας, καθώς υπήρχαν ακόμη τέσσερις σειρές των 2.500 δρχ., των 10.000 δρχ., των 25.000 δρχ. και των 50.000 δρχ.
Ο αναγνώστης ζητούσε να πληροφορηθεί αν η ομολογία των 500 δρχ. έχει σήμερα κάποια αξία και αν εξαργυρώνεται με κάποιον τρόπο. Καθώς γνώριζα ελάχιστα για τις ομολογίες και τους δανειστικούς τίτλους εκείνης της εποχής, απευθύνθηκα σε γνωστό χρηματιστή με εμπειρία πολλών δεκαετιών.
Οπως μου εξήγησε, τα Λαχειοφόρα Δάνεια Οικονομικής Αναπτύξεως εκδόθηκαν την περίοδο της επταετίας και κάλυψαν σημαντικό τμήμα των τότε χρηματοδοτικών αναγκών του Δημοσίου. Η ιδιαιτερότητα των Λαχειοφόρων Δανείων έγκειται στο γεγονός ότι αφενός έφεραν λαχνό, δηλαδή ο κάτοχος της ομολογίας κέρδιζε χρηματικά ποσά αν κληρώνονταν ο αριθμός και η σειρά που κατείχε, και αφετέρου ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι της εποχής υποχρεώνονταν μία φορά ανά έτος να λαμβάνουν μέρος στις προεγγραφές και στις εγγραφές των νέων εκδόσεων.
Η επένδυση αυτή γινόταν με κάποιον πειθαναγκασμό και όχι εθελοντικά, με αποτέλεσμα την επόμενη κιόλας ημέρα οι κάτοχοι των ομολογιών να σπεύδουν να τις πωλήσουν στη δευτερογενή αγορά αποκομίζοντας το 90% της ονομαστικής τους αξίας. Ηταν, δηλαδή, ένα αναγκαστικό δάνειο των δημοσίων υπαλλήλων προς το Δημόσιο, από το οποίο κατέληγαν ελαφρώς ζημιωμένοι – ένα «χαράτσι» της εποχής.
Ειδικότερα, μία φορά τον χρόνο ο εκάστοτε τμηματάρχης του Δημοσίου και ειδικά στην Αστυνομία Πόλεως, στον Στρατό, στις εφορίες και στα τελωνεία, καλούσε τους υπαλλήλους και τους ενημέρωνε για τις προεγγραφές των Λαχειοφόρων Δανείων. Ουδείς τολμούσε να αρνηθεί την προεγγραφή και έτσι αποκτούσαν κατ’ ελάχιστον έναν τίτλο των 500 δρχ., ο οποίος σήμερα θα αντιστοιχούσε περίπου στα 147 ευρώ πραγματικής αξίας.
Μετά την έκδοση του κάθε ομολόγου ακολουθούσε κλήρωση των ειδικών λαχνών, η οποία μάλιστα προβαλλόταν και από την τηλεόραση της εποχής. Η λαχειοφόρος είχε αρκετούς τυχερούς, κάτι που καθιστούσε ελκυστικά τα ομόλογα αυτά για κάποιους ιδιώτες.
Η ουσία είναι πως, όταν η Ελλάδα ήταν αποκλεισμένη από τον εξωτερικό δανεισμό, το Δημόσιο «επιστράτευε» τους υπαλλήλους του και δανειζόταν με ευνοϊκούς όρους. Κάτι αντίστοιχο επιχείρησε και ο Στέφανος Μάνος ως υπουργός Οικονομικών το 1993, λίγο πριν από την πτώση της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Με τον Ν. 2166/1993 ο τότε υπουργός Οικονομικών έδινε στο Δημόσιο τη δυνατότητα να εκδίδει όχι μόνο ομολογιακά δάνεια σε συνάλλαγμα αλλά και λαχειοφόρα ομολογιακά δάνεια.
Σύμφωνα με τον ίδιο νόμο, οι λαχνοί των λαχειοφόρων ομολογιακών δανείων μπορούσαν να είναι είτε χρηματικά ποσά είτε τίτλοι εντόκων γραμματίων ή ομολόγων που εκδίδει το Δημόσιο είτε κινητά ή ακίνητα περιουσιακά στοιχεία του Δημοσίου τα οποία απαλλάσσονταν παντός φόρου, τέλους ή άλλης επιβάρυνσης κατά τη μεταβίβασή τους στους τυχερούς δικαιούχους.
Ωστόσο το 1993 κρατικά ομόλογα όπως τα Λαχειοφόρα Δάνεια είχαν πάψει να είναι ελκυστικά, κυρίως διότι οι καταθέσεις προσέφεραν υψηλά επιτόκια, αλλά και γιατί υπήρχαν άλλα κρατικά χρεόγραφα (ΕΤΒΑ, ΕΤΕΒΑ κτλ.) με πιο ελκυστικό επιτόκιο για βραχύ χρονικό διάστημα. Τελικώς, η απάντηση στην ερώτηση του αναγνώστη ήταν αρνητική αφού το «λαχείο» του 1972 μπορούσε να εξοφληθεί το αργότερο ως το 1997. Το 2012 μια ομολογία του 1972 μπορεί να έχει μόνο μουσειακή αξία.
Σήμερα, παρά το γεγονός ότι η περιπέτεια του PSI είχε αποτέλεσμα τον κλονισμό της εμπιστοσύνης των μικροεπενδυτών στα ομόλογα του Δημοσίου, κάποιοι πιστεύουν ότι τα Λαχειοφόρα Δάνεια θα μπορούσαν να «επιστρατευθούν» και πάλι για να ενισχύσουν τα ταμειακά διαθέσιμα. Κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί πάντως ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι οποίοι έχουν υποστεί αλλεπάλληλα οδυνηρά χαράτσια, θα σπεύσουν εν έτει 2012 να δανείσουν το ελληνικό κράτος με το ίδιο… «πνεύμα εθελοντισμού» που το έπρατταν το 1972.