Θα πούμε το ψωμί ψωμάκι, σαν τα μικρά παιδιά στον τόπο του γλύπτη Θεόδωρου Παπαγιάννη, ομότιμου καθηγητή της ΑΣΚΤ, που ορκίζονταν «μα το ψωμάκι» για να γίνει πειστικός ο όρκος τους. Η διευθύντρια του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου, που φιλοξενεί την έκθεση του γλύπτη «Αρτος», κυρία Αναστασία Λαζαρίδου, σημειώνει: «Σήμερα, μέσα σε πρωτόγνωρες οικονομικά και βίαιες κοινωνικές συνθήκες, οι παλιές μνήμες έρχονται να προσδώσουν στο ταπεινό αυτό αγαθό την αρχέγονη σημασία του».
«Αυτή η έκθεση ήρθε και έδεσε με το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο» λέει ο γλύπτης. «Νομίζω ότι ήταν από τις καλές συγκυρίες. Μου άρεσε αυτός ο χώρος. Το πρώτο κομμάτι της έκθεσης παραπέμπει απευθείας στο ψωμί, το δεύτερο είναι η μεγάλη πορεία του κόσμου και το τρίτο είναι το άδυτο».
Μια πολυπληθής στρατιά από χαρακτηριστικές κεραμικές φιγούρες πλασμένες από τον Θεόδωρο Παπαγιάννη βγαίνει από μια σκοτεινή οπή και πορεύεται. Προς τα πού πάει; «Εγώ τη βλέπω ως την πορεία του κόσμου, η οποία ξεκινά από τα πανάρχαια χρόνια, βγαίνει από τα σκοτεινά σπήλαια και φτάνει ως τον σύγχρονο πολιτισμό. Κοιτάζω αυτή την πορεία με τη ματιά του Νίκου Καζαντζάκη. Εκείνος έβλεπε την πορεία του ανθρώπου να ξεκινά από την άβυσσο και στην άβυσσο να καταλήγει. Και το μεταξύ διάστημα το λέμε ζωή».
Το ψωμί συμβολίζει τη ζωή. Αυτή η εντυπωσιακή στρατιά που δημιούργησε ο γλύπτης κατευθύνεται προς μια σύνθεσή του με θέμα το ψωμί. Πρόκειται για το πρώτο μέρος της έκθεσής του. Τα κεραμικά ψωμιά, ή καλύτερα τα πρόσφορα, ξεχειλίζουν από ένα μεγάλο ταψί με φόντο σακιά γεμάτα σιτάρι. Παραστέκουν δεξιά και αριστερά δύο σταυροειδή «τοτέμ» που τονίζουν την ιερότητα του ψωμιού.
«Η ιερότητα του ψωμιού υποδηλώνεται με το μαύρο στολισμένο πανί που στρώνεται στο έδαφος και τον χορό των μορφών που αναπτύσσεται τριγύρω, συμβολίζοντας θεότητες ή υπερφυσικές προστατευτικές δυνάμεις, αλλά και ξόρκια ή και σκιάχτρα που συχνά στήνονται στα χωράφια για να προστατέψουν τη σοδειά» εξηγεί ο Παπαγιάννης.
«Ολα αυτά αναφέρονται στο ψωμί, το πρώτο που συναντάς πάνω στον δρόμο για την επιβίωση» σχολιάζει ο γλύπτης. «Η επιβίωση συμβολίζεται με το ψωμί, γιατί αυτό βάζουμε μπροστά. Λέμε: δουλεύω για το ψωμί μου, αγωνίζομαι για το ψωμί μου, τρώω πικρό ψωμί, φάγαμε ψωμί κι αλάτι. Η ίδια η θρησκεία βάζει στην πρώτη γραμμή «τον άρτον ημών των επιούσιον δος ημίν σήμερον»». Αυτή η πορεία του ανθρώπου για την επιβίωση γίνεται κάτω από το βλέμμα του Χορού της σύγχρονης ελληνικής τραγωδίας που ο Θεόδωρος Παπαγιάννης έχει συνθέσει με το αποκαΐδια του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, μέσα στο οποίο έζησε κοντά 50 χρόνια ως φοιτητής και καθηγητής. «Εδώ, αυτά τα πυρπολημένα γλυπτά», λέει ο δημιουργός τους, «οι φιγούρες που στέκονται αριστερά και δεξιά του πλήθους που πορεύεται, είναι οι ταγοί του, ίσως, είναι οι θρησκευτικοί ηγέτες του, είναι αυτοί που το οδηγούν, αυτοί που δημιουργεί το ίδιο το πλήθος. Σε αυτή τη μοναχική, αν θέλετε, πορεία μέσα στον κόσμο, το πλήθος έχει ανάγκη από σύμβολα, έχει ανάγκη από ηγέτες, έχει ανάγκη από θεούς».

«Είμαστε ό,τι ζήσαμε στα παιδικά χρόνια»
Το ψωμί έχει γράψει τη δική του ιστορία στο έργο του Θεόδωρου Παπαγιάννη. Στο Ελληνικό Ιωαννίνων, το σχολείο όπου φοίτησε και ο ίδιος, έχει δημιουργήσει το μουσείο σύγχρονης τέχνης που φέρει το όνομά του. Μια από τις ενότητες των έργων που γεμίζουν τώρα τις άδειες από παιδιά αίθουσες είναι και το ψωμί. Οι άλλες είναι η παιδεία, η εθνική ευεργεσία, οι αγροτικές ασχολίες, η μάνα, η μετανάστευση. Ο,τι δηλαδή ζεσταίνεται μέσα στην ψυχή της Ηπείρου.
«Θυμάμαι», λέει ο γλύπτης, «τους μαστόρους που πορεύονταν μήνες ολόκληρους – έφευγαν του Αγίου Γεωργίου και γύριζαν του Αγίου Δημητρίου – και το πρώτο πράγμα που έκαναν ήταν να έλθουν στο μαγαζί του πατέρα μου που πουλούσε σιτάρι και να βάλουν στην άκρη το αλεύρι για το ψωμί της χρονιάς. Η μεγάλη έγνοια τους ήταν το ψωμί. Να ζήσουμε πρώτα και για τα άλλα έχει ο Θεός. Δεν σε αφήνουν αυτές οι μνήμες. Είμαστε τελικά αυτό που ζήσαμε στα παιδικά μας χρόνια».
Η πορεία της επιβίωσης του ίδιου του Θεόδωρου Παπαγιάννη τον οδήγησε, ανάμεσα σε άλλα, ως το αεροδρόμιο του Λος Αντζελες, ένα από τα μεγαλύτερα του κόσμου, όπου έστησε ένα γιγαντιαίων διαστάσεων γλυπτό. Ωστόσο, αν και έφθασε τόσο μακριά, στο τέλος επιστρέφει ξανά στο Ελληνικό. «Ηθελα να δώσω στον τόπο μου ένα αντίδωρο γι’ αυτές τις εμπειρίες που μου έχει προσφέρει. Να ανταποδώσω τις μνήμες με τις οποίες με εφοδίασε. Οταν εγώ φοιτούσα στο σχολείο του χωριού μου, ήμασταν 150 παιδιά. Τώρα έχουν μείνει δεκαπέντε. Εντάξει, δεν έχουμε παιδιά, έχουμε όμως έργα. Ενα σχολείο είναι και το μουσείο».
«Η Ηπειρος είναι τόπος που πονάει πολύ» λέει ο Θεόδωρος Παπαγιάννης. «Γι’ αυτό έβγαλε ανθρώπους όπως οι ευεργέτες ή οι δάσκαλοι του γένους. Εγιναν αυτό που έγιναν γιατί στερήθηκαν, γιατί μορφώθηκαν, γιατί σκέφτηκαν, γιατί ταξίδεψαν».
Ο ίδιος βλέπει τη διέξοδο από τη σημερινή μας κατάσταση στις αρχέγονες αξίες: «Παλιά οι άνθρωποι έλεγαν «απλώνω το πόδι μου ως εκεί που φτάνει» ή «απλώνω το πάπλωμα ως εκεί που με σκεπάζει». Εμείς τα ξεχάσαμε αυτά. Ξεχάσαμε τις βασικές ανάγκες μας και περάσαμε στην πολυτέλεια. Κάποια στιγμή θα μας ερχόταν ο λογαριασμός».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ