Η φανταστική πόλη του Γκόθαμ, στην οποία διαδραματίζονται οι ιστορίες του ανθρώπου-νυχτερίδα (Μπάτμαν), αποτελεί πάντοτε το μεγάλο θύμα και παράλληλα το μοναδικό σκοπό προστασίας του υπερήρωα. Δεν είναι τίποτε άλλο από μία συνηθισμένη κοινωνία ανθρώπων. Παρ’ όλα αυτά, η συγκεκριμένη πόλη χαρακτηρίζεται ως «φανταστική», διότι δεν υπάρχει, με άλλα λόγια αποτελεί προϊόν φαντασίας των δημιουργών του κόμιξ.

Το αξιοπερίεργο είναι, πάντως, ότι, αν και πραγματολογικά ανύπαρκτη, κοινωνιολογικά είναι πέρα για πέρα υπαρκτή και μάλιστα ίσως κάτι μας θυμίζει. Παρουσιάζεται ως μια κοινωνία άκρως διεφθαρμένη, όπου η αστυνομία έρχεται σε δεύτερη μοίρα, καθώς, παρ’ όλες τις δυνάμεις της, είναι ανίκανη να αντιμετωπίσει τα όποια προβλήματα (από την απλή εγκληματικότητα των δρόμων, μέχρι και τις τρομοκρατικές ενέργειες, που αποτελούν κορωνίδα της ηθικής της Κερκόπορτας).

Οι κάτοικοι της πόλης βρίσκονται σε μία κατάσταση πλήρους πνευματικής απορρόφησης αυτών που τους σερβίρουν οι τοπικές αρχές χωρίς καν την ικανότητα κρίσης και φιλτραρίσματος της κατάστασης. Ηρωποιούν και απομυθοποιούν από λεπτό σε λεπτό. Όχι γιατί έτσι γεννήθηκαν, αλλά γιατί έτσι τους έμαθαν να κάνουν. Είναι κανονικοί άνθρωποι με αισθήματα. Μετατρέπονται όμως σε θύματα των μηχανικά υποκινούμενων επιλογών τους. Με λίγα λόγια, έχουν υποστεί πλήρη αναισθητοποίηση.

Δε νιώθουν τις αλλαγές. Δεν ταράζονται με αυτές παρά μόνο, όταν τους το πουν ή όταν πια η ατμόσφαιρα είναι εξόφθαλμα αποπνικτική και η κατάσταση βαίνει σε αδιέξοδο. Μήπως μπορεί να εντοπιστεί κάποια αντιστοιχία με μία χώρα της νοτιοανατολικής Μεσογείου; Αν λύναμε σταυρόλεξο, θα αποτελείτο από 6 γράμματα. Η Ελλάδα δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις ένταξης στη ζώνη του Ευρώ και τώρα τιμωρείται με μέτρα οικονομικής κατοχής. Δυσανάλογα. Όμως μπορεί το μικρό παιδί να πει στον έξαλλο και θυμωμένο δάσκαλο ότι έσφαλε και να γλιτώσει από το να σηκωθεί όρθιο στον τοίχο με το ένα πόδι;

Ο θυμός του δασκάλου που δρα παράλληλα με την παραδειγματική αξία της τιμωρίας προς τους υπόλοιπους μαθητές – χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που θα τολμήσουν να αψηφήσουν τις (ευρωπαϊκές) εντολές, θα δώσει αρνητική απάντηση. Το αξιοπερίεργο είναι πώς ένα έθνος που από υπόδουλο, αποφάσισε να γίνει πάλι ελεύθερο και τα κατάφερε, τώρα υπομένει ένα διεθνή διασυρμό και έναν εσωτερικό εξευτελισμό τόσο ανώδυνα. Είναι αδύνατο να μην έχει επηρεάσει η οικονοική κρίση έστω και τον πιο αδιάφορο πολίτη.

Όμως πού είναι η φωνή του; Στο επιχείρημα κατά το οποίο μόνο η βία ακούγεται, δε χωρά περαιτέρω συζήτηση, Μιλάμε πάντα για μία χώρα πολιτισμένη, εκδημοκρατισμένη και με μία τεράστια ιστορία στις πλάτες της, άρα τον ως άνω ισχυρισμό τον προσπερνάμε ωσί μη λεχθέντα. Η δε φωνήντου Έλληνα δε νοείται απαραίτητα ούτε χρωματισμένη κομματικά, αλλά ούτε και με τη μορφή γκρίνιας στα γκισέ αρκετών δύσμοιρων δημοσίων υπαλλήλων, που, ενώ – αρκετοί απ’ αυτούς – προσπαθούν να βγάλουν τη δουλειά τους, παράλληλα πρέπει να υποστούν την εκτόνωση θυμού από καταπονημένους από τα μέτρα πολίτες.

Αυτά το πρωί, γιατί το απόγευμα ξεκινά το κύμα ωχαδερφισμού που ελλοχεύει στο γενετικό μας υλικό και όλα τα κακά ξεχνιούνται μέχρι να επιδοθεί το ραβασάκι υπό το μανδύα του εξωδίκου, το οποίο καλεί στεγνά και κυνικά τον κάτοικο ενός σπιτιού, να το εγκαταλείψει και να κινήσει για άλλες πολιτείες. Τότε, ο κάτοικος της νέας Γκόθαμ θα ξυπνήσει και να αναρωτηθεί πού είναι ο Μπάτμαν, αλλά θα είναι πια αργά.

Η μοναδική δικαιολογία για αυτή την ανεξήγητη σιγή που βασιλεύει σε κάθε είδους κάμπο, βουνό και πεδιαδα της Ελλάδας είναι ότι φωνάζουν μόνο όσοι έχουν ελπίδα. Το έργο του Αντώνη Σαμαράκη «Ζητείται Ελπίς» κοντεύει με την τωρινή υποβόσκουσα πρακτική να λογοκριθεί μαζί με τον «Αγώνα» του Χίτλερ.

Η ελπίδα έχει γίνει φόβητρο για το σωσία του αλησμόνητου Δημήτρη Χορν στο «Μια ζωή την έχουμε», που χαμένος στις αποδείξεις ψάχνει τη δραχμούλα. Φοβάμαι ότι θέλουν να χάσουμε πλέον ακόμη και αυτή, εκτός κι αν σκεφτούν να την φορολογήσουν.