Το μακρύ, επίσημο όχημα, μπήκε στον περίβολο της καγκελαρίας. Η υποδοχή, ένας μεσήλικας άνδρας, μετρίου αναστήματος, που θύμιζε έντονα, άνθρωπο, που αγαπάει, ιδιαίτερα, τα φυτά και τα άνθη, άνοιξε την πίσω πόρτα, τόσο, όσο χρειαζόταν, για να εξέλθει ο επιβάτης.

Πάντα, σε ανάλογες περιπτώσεις, στο διάδρομο, μέχρι την είσοδο του κτιρίου, ήταν στρωμένο το κλασικό κόκκινο χαλί. Αυτή τη φορά, έλειπε και μου κίνησε την περιέργεια. Τόλμησα να ρωτήσω τον οδηγό, αν γνώριζε κάτι σχετικά. Μου απάντησε, ότι, την προηγουμένη το έστειλαν στο πλυντήριο, διότι, σε τρεις ημέρες περίμεναν την επίσκεψη κάποιου υψηλού προσώπου και θα έπρεπε να είναι καθαρό. Μα καλά, τόλμησα να ξαναρωτήσω, αυτός που μόλις έφθασε; Αααα. Αναφώνησε με στόμφο ο οδηγός, κάνοντας τη χαρακτηριστική κίνηση, με τη δεξιά του παλάμη, με φορά από πάνω προς τα κάτω.

Ο επισκέπτης, που ήδη είχε κατέβει, διέσχισε το γυμνό διάδρομο και έφθασε στην είσοδο, όπου τον ανέμενε, μια εντυπωσιακή και πανέμορφη κυρία. Δίπλα στην είσοδο, έστεκε ακίνητος, ο φρουρός, ανέκφραστος, με το βλέμμα στραμμένο στο πουθενά. Η εντυπωσιακή κυρία, στη θέα του επισκέπτη, έκανε υπόκλιση, λυγίζοντας τα γόνατά της και με το δεξί της χέρι, με μισή ελλειπτική τροχιά και την παλάμη ανεστραμμένη, του έγνεψε, να περάσει μέσα στον προθάλαμο του κτιρίου. Κατευθύνθηκαν, περπατώντας δίπλα, προς την είσοδο του ασανσέρ, όπου έστεκε, ένας τεράστιος άνδρας, που έμοιαζε με πορτιέρη κακόφημου μπαρ.

Μόλις ο επισκέπτης εισήλθε στο θάλαμο, ο πορτιέρης, ψέλλισε κάτι στη μητρική του γλώσσα, στη συσκευή που κρατούσε στο χέρι του. Ίσα, που πρόλαβα να δω, τον επισκέπτη, πριν κλείσει η πόρτα του ασανσέρ, να φέρνει το δεξί του χέρι, στο άλλο κρατούσε ένα χαρτοφύλακα, στο ύψος της περιοχής της κοιλιακής χώρας, λίγο πάνω από τον αφαλό, να ενώνει τα τρία δάχτυλα και να κάνει κυκλικές κινήσεις. Τα χείλη του ανοιγόκλειναν, σαν να μονολογούσε, κοιτάζοντας με δέος, την οροφή του θαλάμου. Μόλις το ασανσέρ έφθασε στον τελευταίο όροφο, άνοιξε η πόρτα και η πάντα ευγενική συνοδός, έδειξε στον επισκέπτη, με μια κίνηση του χεριού της, τον δρόμο που θα έπρεπε να ακολουθήσουν.

Σε λίγο, έφθασαν, στην είσοδο ενός γραφείου, στην οποία υπήρχε μια επιγραφή στα γερμανικά. Ο επισκέπτης, υποθέτοντας ότι έφθασε η ώρα, έφερε το ελεύθερο χέρι του στον λαιμοδέτη, ελέγχοντας, αν αυτός ήταν, ακριβώς, στη θέση του. Η συνοδός, άνοιξε την πόρτα και αφού πέρασε μέσα, έγνεψε στον επισκέπτη να την ακολουθήσει, αναγγέλλοντας συγχρόνως την είσοδο του. Ο επισκέπτης ουδόλως είχε αντιληφτεί, ότι, βρισκόταν στο γραφείο του προσωπάρχη και αναζητούσε εναγωνίως με το βλέμμα του, την υψηλή οικοδέσποινα, μέχρι, που, η ματιά του, έπεσε, στον ένοικο του γραφείου, που σκυμμένος διάβαζε, με δέουσα προσοχή, ένα έγγραφο, απλωμένο πάνω στην επιφάνεια του γραφείου του.

Ο επισκέπτης, φανερά αποπροσανατολισμένος, γύρισε προς την ευγενική συνοδό, με έκδηλα ζωγραφισμένη την απορία στο πρόσωπό του, για να εισπράξει την καταφατική κίνηση του κεφαλιού της, μαζί με το επίσημο χαμόγελό της. Στο άκουσμα της εισόδου του επισκέπτη, ο προσωπάρχης, έβγαλε τα γυαλιά του, ανασήκωσε το κεφάλι του, χαμογέλασε ευγενικά, σηκώθηκε από την καρέκλα του, σε ένδειξη σεβασμού και έτεινε το χέρι προς τον επισκέπτη, να τον χαιρετήσει, πλησιάζοντας συγχρόνως προς το μέρος του. Τον ρώτησε αν προτιμάει να καθίσει στην κίτρινη ή στην μαύρη αναπαυτική πολυθρόνα που βρισκόταν, ακριβώς, δίπλα από το γραφείο. Ο επισκέπτης δεν έδειξε να αντιλαμβάνεται την σκοπιμότητα και συνέχισε να παραμένει όρθιος, μέχρι που ο προσωπάρχης, του θύμισε, για δεύτερη φορά, ότι, πρέπει να καθίσουν.

Η ευγενική συνοδός, που συνέχιζε να στέκετε στην είσοδο, ρώτησε τον επισκέπτη αν προτιμάει να του σερβίρει τσάι ή καφέ. Αμήχανος ο επισκέπτης, κοιτάζοντας τον προσωπάρχη, αναρωτήθηκε, αν αυτό προβλέπετε από το πρωτόκολλο, για να πάρει την απάντηση, ότι, δεν συντρέχει θέμα πρωτοκόλλου και ότι, αν θέλει μπορεί να καπνίσει, μάλιστα. Υποθέτοντας, ότι, πρόκειται για κάποια, εύλογη, καθυστέρηση, αποφάσισε τελικά να καθήσει, διαλέγοντας την κίτρινη πολυθρόνα, μια και το μαύρο προμηνύει, την έλευση, δυσοίωνων ειδήσεων και ζήτησε να του σερβίρουν, τέιον φρούτων, με ζαχαρίνη. Ο προσωπάρχης κάθισε στη διπλανή, μαύρη, πολυθρόνα. Έβγαλε από την εσωτερική τσέπη του σακακιού του ένα στυλό, το σημειωματάριο τσέπης και απευθύνθηκε στον επισκέπτη λέγοντας του, ότι, μπορούνε να αρχίσουν. Αυτός, εξεπλάγην σφόδρα.

Άνοιξαν διάπλατα τα μάτια του, πίσω από τα γυαλιά και προσπάθησε, ανεπιτυχώς, να αρθρώσει κάποιες λέξεις. Όταν, ανέκτησε την ψυχραιμία του, κοίταξε τον προσωπάρχη σαστισμένος, υπενθυμίζοντας του, το λόγο της επίσκεψης. Ο προσωπάρχης, κούνησε καταφατικά το κεφάλι του και ζήτησε την κατανόησή του. Προσπάθησε να του εξηγήσει, πως, βρίσκονται σε μια πολύ δύσκολη και περίπλοκη περίοδο. Με πολλά και σοβαρά προβλήματα, που χρήζουν άμεσης αντιμετώπισης. Προβλήματα με τις υπόλοιπες χώρες του νότου. Προβλήματα ακόμη και εντός της χώρας. Του υπενθύμισε πόσο δύσκολο είναι να ξανακερδηθούν οι εκλογές.

Ο επισκέπτης, αν και έδειξε να αντιλαμβάνεται την όλη κατάσταση, παρ’ αυτά, ζήτησε την πραγματοποίηση του ραντεβού του. Δυστυχώς, του απάντησε ο προσωπάρχης, ο χρόνος της καγκελαρίου, εκτός του ό,τι είναι πολύτιμος, είναι και δυσεύρετος, γι’ αυτό έγινε καταμερισμός εργασίας, μπορείτε να μου καταθέσετε τις προτάσεις σας, εγώ θα τις σημειώσω, με κάθε λεπτομέρεια και θα τις προωθήσω στο γραφείο της καγκελαρίας. Ο επισκέπτης θεώρησε αυτό, ανφέρ. Εκτίμησε, ότι, ήρθε η ώρα να παίξει τα ρέστα του. Κουνώντας το δάχτυλο, τόλμησε, να ρίξει στο τραπέζι, το κρυφό χαρτί του. Παραιτούμε. Ξεστόμισε, με βροντερή φωνή και περίσσια δόση σοβαρότητας.

Το βλέπω, απάντησε ο προσωπάρχης, που σηκώθηκε από την πολυθρόνα του και έτεινε το χέρι να τον χαιρετήσει, δεύτερη φορά, σαν να του έλεγε, έληξε ο χρόνος της ακρόασής σας. Ο επισκέπτης, άρχισε να αλλάζει διαδοχικά όλα τα χρώματα της ίριδας, από κίτρινο σε πράσινο, από κόκκινο σε μωβ και μετά σε άσπρο, κάτασπρο, σαν το κερί. Μένοντας ταπί, πήρε παραμάσχαλα τον χαρτοφύλακα και την άγουσα για την επιστροφή. Άφησε το γραφείο του προσωπάρχη, έχοντας την όψη, ανθρώπου που μόλις βγήκε από τροχαίο. Έμοιαζε, να είχε επιστρέψει από την εποχή των παγετώνων και κατευθυνόταν ολοταχώς προς την κόλαση.

Πριν καταφέρει να βάλει σε τάξη τις σκέψεις του, βρέθηκε να διασχίζει την έξοδο του κτιρίου και φάτσα, ενώπιων των εκπροσώπων του τύπου. Στη θέα τους, επανήλθε στην πραγματικότητα. Οι δημοσιογράφοι, αναζητούσαν εναγωνίως ειδήσεις. Οι ερωτήσεις, άρχισαν να πέφτουν βροχή.

Ο επισκέπτης, έκανε ένα βήμα πίσω, έριξε το βάρος του σώματός του στο ένα πόδι, έγειρε το σώμα του ελαφριά από την κατακόρυφο και άρχισε να απαντά στις ερωτήσεις, κάνοντας, παλινδρομικές κινήσεις της κεφαλής του. “Είχαμε…. μια…. πολύ εποικοδομητική…. και διεξοδική συζήτηση…. Έθεσα υπ΄ όψιν…. όλα όσα…. έχουμε…. πετύχει…. Υποσχέθηκα…. ότι…. θα συνεχίσουμε…. με τον ίδιο ρυθμό…. μέχρι…. τελικής…. πτώσης…. Εργαζόμαστε…. για την ευημερία…. των λαών μας…. Με την ευκαιρία…. θέλω…. να ευχαριστήσω…. τον φίλο…. γερμανικό λαό…. και να του υποσχεθώ…. ότι…. εργαζόμαστε…. ώστε…. να μπορούν…. να αποκτήσουν…. ένα σπίτι…. σε τιμή ευκαιρίας…. Ή…. να τους…. παραχωρήσουμε… οικόπεδα…. ώστε…. να κάνουν…. το δικό τους σπίτι…. όπως οι ίδιοι…. το επιθυμούν…. και το φαντάζονται”. Τι θα γίνει με τη δραχμή; Ακούστηκε, η προβοκατόρικη ερώτηση. Ο επισκέπτης, σήκωσε το βλέμμα του ψηλά και το πρόσωπό του φωτίστηκε από νοσταλγία. “Οι πατεράδες μας…. μας μεγάλωσαν…. με τη δραχμή…. Αγάπησαν…. πόνεσαν…. και μάλωσαν…. για τη δραχμή…. Εμείς…. έχουμε χρέος…. να της δώσουμε…. την πραγματική της…. αξία”. Υ.Γ. Η τυχόν ομοιότητα με υπαρκτά πρόσωπα και χώρες, είναι εντελώς συμπτωματική.