Ανέκαθεν, ο ρόλος του κυβερνητικού εκπροσώπου ήταν το πεδίο όπου αναδεικνύονταν οι διάττοντες αστέρες της κομματικής πασαρέλας. Ξεκινούσαν, συνήθως, ως εκπρόσωποι τύπου του κόμματός τους και εφόσον περνούσαν τα τεστ δεξιοτεχνίας, εξασφάλιζαν, ως ανταποδοτικό τέλος, μια εκλόγιμη θέση στο ψηφοδέλτιο και γιατί όχι και μια θέση κυβερνητικού, εφόσον το κόμμα τους πρώτευε και σχημάτιζε κυβέρνηση. Ίσως, η θέση αυτή, να απαιτεί “ιδιαίτερα” και “ εξειδικευμένα” προσόντα. Σπινθηροβόλο βλέμμα, που καθηλώνει. Μυαλό ξουράφι, που πιάνει πουλιά στον αέρα. Διότι, δεν είναι δυνατόν να χορεύουν τα ποντίκια όταν υπάρχει γάτος, έτσι; Και τι γάτος! Κεραμιδόγατος! Που, εμ’ ειμάγα, εμ’ ζεινάφω. Που έλεγε και ο μέγιστος Θανασάκης. Και δεν θέλω να μου πει κανείς, τι να κάνει ο άνθρωπος; Τη δουλειά του κάνει. Αυτή είναι η δουλειά του. Να μας φλομώνει στη κίαλαμα. Τις ανακολουθίες, κοινώς κολοτούμπες, μιας υποδειγματικά, ασόβαρης, κυβέρνησης, μας τις παρουσιάζει, ως στρατηγική τακτική και επιχειρησιακούς ελιγμούς. Ανακαλύπτει και αποκαλύπτει, ότι, μειώνοντας μισθούς και συντάξεις, αυξάνοντας έμμεση και άμεση φορολογία, επιβάλλοντας ειδικές εισφορές και κεφαλικούς φόρους, που θα πρέπει (λέω εγώ, με το φτωχό μου το μυαλό) να πληρωθούν από το υπόλοιπο, αν υπάρχει δηλαδή, μετά την αφαίρεση των βασικών εξόδων διαβίωσης, ότι, όλα αυτά γίνονται για το μέλλον των παιδιών μας. Προφανώς θα εννοεί, αυτών που επρόκειτο να γεννηθούν, εφόσον οι γονείς τους, θα ήταν σε θέση να τα μεγαλώσουν, διότι, τα άλλα, τα σημερινά παιδιά, αυτά, είτε βρίσκονται καθ’ οδών για άλλες πατρίδες, είτε είναι έτοιμα να μας αποδώσουν αυτό που μας αξίζει πραγματικά και με το δίκιο τους, δηλαδή. Ποιόν να πρωτοθυμηθώ; Είτε επρόκειτο για βαρίδι, που μετά το πέρας των ημερών της δόξης, κάθισε στον πυθμένα, (στην περίπτωση αυτή το καλάμι αποδεικνύεται σωτήριο), είτε επρόκειτο για φελλό που παρασύρθηκε από το κύμα και έκτοτε αγνοείται, δεν μπορείς να μην του αναγνωρίσεις, ότι, όσο είχε βήμα, κρατούσε με ευλάβεια, το ίσιο, στο “ψαλτήρι”. Ότι, παρόλο που επαναλάμβανε, σαδιστικά, το ίδιο παραμύθι, όπως η λατέρνα παίζει πάντα το ίδιο τραγούδι, αυτός, παρέμενε στο ύψος του, σαν το άγαλμα του Κολοκοτρώνη, απολαμβάνοντας τα “παράσημα”, των φτερωτών επισκεπτών του. Όσο κρατά το κούρδισμα, ο ήχος είναι σαν το δροσερό αεράκι, που σου χαϊδεύει το πρόσωπο. Όταν αρχίζει να ξεκουρδίζει και παίζει σε slow motion, τότε, η όποια εφευρετικότητα, έχει ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα. Καταντάει γραφική, ενίοτε αποκρουστική και επικίνδυνα εκνευριστική. Σε ωθεί σε πράξεις, για τις οποίες, μη αντιλαμβανόμενος έγκαιρα το αποτέλεσμά τους, ενδεχομένως να κινδύνευε η σωματική σου ακεραιότητα. Εναλλακτικά; Να καταντήσεις κασιδιάρης. Να σου φύγουν τα μαλλιά της κεφαλής σου και να καραφλιάσεις, δηλαδή. Διότι, να ζηλέψεις και να κλέψεις λίγη από τη δόξα, εκείνου, του “παρορμητικού”, πλην όμως, κρυπτοφοβικού, απόγονου, πιθανόν, κάποιου (απροσδιόριστου;) ελληνικού φύλου, είναι σαν να κάνεις ιεροσυλία. Δεν είχα καμία πρόθεση να γράψω άρθρο με την στενή έννοια. Κλείνω, διατυπώνοντας μια επιθυμία και ένα ερώτημα. Καλό θα ήταν να μάθουμε κάποια στιγμή, τι μας κοστίζει ο κυβερνητικός εκπρόσωπος και οι συν αυτώ. Αν κρίνεται απαραίτητο να έχουμε ένα κομματικό φερέφωνο σε μια κυβερνητική θέση και οι θυσίες μας, ειδικά τώρα, που μετρώνται σταγόνα – σταγόνα, κυριολεκτικά, από το αίμα μας, να εκλαμβάνονται ως υποχρέωσή μας, για την αποκατάσταση της υστεροφημίας, των ανάλγητων πολιτικών μας. Μήπως, τελικά, θα έπρεπε, οι περικοπές να ξεκινήσουν ακριβώς από εκεί;