«Ηξερε πως ο κόσμος μπορεί να τη θεωρούσε ελαφρόμυαλη που μιλούσε σε κάποιον άγιο όταν της καιγόταν το φαΐ, αλλά η ίδια πίστευε πως αυτή είναι η δουλειά των αγίων». Αλις Μονρό, από το διήγημα «Παρηγοριά»

Στο άνοιγμα της μπουκαπόρτας φάνηκε η Μεγαλόχαρη με τα τρία μαρμάρινα φανάρια του καμπαναριού και την ελληνική σημαία.

«Τρίκλιτη βασιλική με τρούλο» είπε η Σοφία με περηφάνια, σαν να την είχε χτίσει εκείνη.

Η Αλεξ αναστέναξε: «Μου το είπες, μαμά».

Δεν μπορούσε να πάψει να σκέφτεται σαν ιστορικός. Στο πλοίο μιλούσε για την κτιριοδομή του ναού που άρχισε τον Οκτώβριο του 1822 και ολοκληρώθηκε το 1880, για το μάρμαρο που είχε έρθει από τη Δήλο, για τις διαστάσεις του ναού που καθορίστηκαν από τους αποκαλυφθέντες δομικούς φορείς, για την ίδια την εκκλησία, που ήταν το πρώτο μεγάλο έργο του νεοσυσταθέντος ελληνικού κράτους, και για την ανεύρεση της εικόνας – πως είχε θεωρηθεί θετικός οιωνός για την ελληνική Επανάσταση. Τώρα, βλέποντας τις καμπάνες, θυμήθηκε κάτι σχετικό που είχε διαβάσει. Είπε στην κόρη της ότι το υπερβολικά ψηλό καμπαναριό ανακατασκευάστηκε για λόγους ασφαλείας. Οι άνεμοι έδερναν το νησί, γι’ αυτό ο Ιωάννης Φιλιππότης, υπό την επίβλεψη του ακαδημαϊκού Αναστάσιου Ορλάνδου, κατεδάφισε τα παλιά φανάρια και έχτισε στη θέση τους καινούργια.

Η Σοφία συνέχισε να αγορεύει, καθώς οικογένειες τσιγγάνων χώνονταν ανάμεσά τους και τις έσπρωχναν για να κατεβούν. «Ακου κι αυτό. Ο αρχιμάστορας έλεγε πως σήκωσαν τη σκαλωσιά με πολύ αέρα, σοροκάδα, κι έτσι αποφάσισαν να τα μαζέψουν και να επιστρέψουν όταν πέσει ο αέρας. Αλλά το βράδυ, εκεί που κοιμόνταν στην εκκλησία, είδε ένα παράξενο φως και μέσα σ’ ένα καδρόνι τη μισή εικόνα της Παναγίας.

Την άλλη μέρα γαλήνεψε ο καιρός».

Η Αλεξ την κοίταξε περιπαικτικά: «Και μετά μου μιλάς εμένα για ναρκωτικά; Αυτοί τι νομίζεις ότι έπαιρναν και έβλεπαν παράξενα φώτα και Παναγίες;».

Η Σοφία αναστέναξε και έκανε τον σταυρό της χωρίς να σταματήσει να τσουλάει τη βαλίτσα της στην προβλήτα. Ο ήλιος ήταν καυτός. Ο Χάρης άφαντος.

«Ελεος, μαμά! Μη μου γίνεις θεούσα τώρα! Τόσα χρόνια με μεγάλωνες σαν καλή αριστερή και τώρα θα το ρίξεις στις μετάνοιες;».

«Τώρα που λες αυτό για τους αριστερούς… Και ο Φιλιππότης είχε έναν μάστορα αριστερό, δεν έμπαινε να προσκυνήσει. Μια μέρα που πάλευε να κουμαντάρει μια καμάρα, βλαστήμησε την Παναγία, πέφτει αυτομάτως από τη σκαλωσιά και να τον τέσσερα μέτρα κάτω, χωρίς να σπάσει τίποτα».

Η Αλεξ πίεσε τα μηνίγγια της. Τσιγγάνοι την έσπρωχναν, ηλικιωμένες γυναίκες αγκομαχούσαν και στηρίζονταν πάνω της σαν να ήταν κολόνα της ΔΕΗ. Και η μάνα της, μέσα σ’ έναν μήνα, είχε αλλάξει προσωπικότητα.

«Οταν ήμουν δεκαεννιά, έκανα κι εγώ την έξυπνη σαν και σένα και νόμιζα πως είμαι αθάνατη» είπε η Σοφία.

«Σου έχω πει χίλιες φορές ότι αυτό που έκανα δεν ήταν εξυπνάδα ή επίδειξη αθανασίας. Ηταν βλακεία».

Ο Χάρης τούς ένευσε από μακριά. Φορούσε λινό κοστούμι όπως πάντα και μαντίλι στο πέτο. Η Σοφία άφησε τη βαλίτσα στην Αλεξ και άνοιξε δρόμο μέσα απ’ το πλήθος του λιμανιού. Χρειαζόταν μια προστατευτική ανδρική αγκαλιά. Ακόμη και αν προερχόταν από τον ξάδελφό της, που ήταν πρέσβης στην Αυστρία και είχε να τον δει τρία χρόνια. Η βλακεία της Αλεξ ήταν ότι είχε πάρει δύο χάπια στο κλαμπ το βράδυ που είχε έρθει εκείνος ο γερμανός dj. Τηλεφώνησαν στη Σοφία από το νοσοκομείο ξημερώματα. Οδήγησε με το νυχτικό. Eριξε στους ώμους της ένα παρεό της Aλεξ που βρήκε στο αυτοκίνητο.
Εξω από την Εντατική στεκόταν αυτό το αγόρι, ο Τζερόνιμο (η Σοφία δεν καταλάβαινε γιατί άλλαζαν όλοι τα ονόματά τους, γιατί και η Αλεξάνδρα είχε γίνει ξαφνικά Αλεξ). Τον ρωτούσε και τον ξαναρωτούσε, τραβώντας τον από το μακό. «Τι να σας πω», είπε ο μικρός, «έφαγε δύο κουμπιά». Η Σοφία δεν ήξερε τη γλώσσα των ναρκωτικών. Νόμιζε ότι κατάπιε δύο αληθινά κουμπιά και πνίγηκε. «Μεγάλα κουμπιά;» ρώτησε. «Κανονικά» απάντησε ο Τζερόνιμο. «Τι εννοείς; Τόσο μεγάλα που της στάθηκαν στον λαιμό;». Ο Τζερόνιμο έβαλε τα γέλια.

Οταν κατάλαβε, η Σοφία σύρθηκε σ’ έναν έρημο διάδρομο του νοσοκομείου για να προσευχηθεί. Είχε βρεθεί στην ίδια στάση, γονυπετής, άλλη μια φορά στη ζωή της, όταν έχασε τον άνδρα της και έμεινε μόνη με την Αλεξ, που έκλεινε τότε τα δεκατρία. Ηταν πράγματι καλή αριστερή. Η προσευχή τής φαινόταν γελοία εφεύρεση για μαυροντυμένες γριές που δεν ήθελαν να αναλάβουν την ευθύνη των πράξεών τους. Αυτή τη φορά, με την κόρη της στην Εντατική, προσευχήθηκε χωρίς να αξιολογεί, χωρίς καν να θυμάται ποια είναι. Μίλησε στην Παναγία – «κατάλαβέ με, κατάλαβέ με» ψιθύριζε μέσα στα δάκρυά της – και τότε ένα λαμπρό φως την περιέλουσε και την οχύρωσε. Για μερικά δευτερόλεπτα ένιωσε ότι βρισκόταν μέσα στο άσπρο, σαν κόκαλο, κέλυφος ενός αβγού. Η Σοφία έλεγε πως το αβγό ήταν η Παναγία. Η Αλεξ έλεγε πως ήταν η δύναμη της θέλησης. Η Μπεάτε, η γυναίκα του Χάρη, που τους κάλεσε να μείνουν στο σπίτι της Τήνου για το τάμα, έλεγε ότι χωρίς αμφιβολία η Σοφία έκανε ένα αστρικό ταξίδι. Το σπίτι του Χάρη και της Μπεάτε βρισκόταν στη δυτική πλευρά της Τήνου, στην Καρδιανή. Εβλεπε από ψηλά την Ανδρο, την Τζια και τη Γυάρο. Είχε βραδιάσει και κάθονταν στη μεγάλη βεράντα μασουλώντας αγκινάρες τουρσί, πίνοντας τζιν τόνικ. Μόνο η Αλεξ έπινε σκέτο τόνικ για να μη σοκαριστεί η μάνα της. Ο Χάρης, με τη σκηνοθετημένη απλότητα του διπλωμάτη που έχει διηγηθεί μια ιστορία πολλές φορές, μιλούσε στην ομήγυρη για την ανεύρεση της εικόνας.

Στην αρχή, έλεγε, ήρθε η επιφοίτηση σ’ έναν τηνιακό χωρικό, τον Γκιουζέ, και σ’ έναν κηπουρό, τον Πολυζώη. Εκείνοι οραματίστηκαν το πριγκιπάτο στον αγρό του Δοξαρά όπου κατοικεί «μια μεγάλη πριγκιπέσα». Υστερα η μοναχή Πελαγία, από τη Μονή της Κυρίας των Αγγέλων, εκεί που αναπαυόταν στο κελλί της, κουρασμένη από τον Κανόνα της, ονειρεύτηκε μια μεγαλόπρεπη γυναίκα. Την καλούσε να επισκεφτεί τον επίτροπο Καγκάδη και να ανασκάψει το κτήμα Δοξαρά για να βρει τον ναό της.
«Κι εκείνη πήγε στον επίτροπο;» κάγχασε η Αλεξ που είχε ήδη στάξει λίγο τζιν, κρυφά, στο τόνικ της.
«Αφού πρώτα είδε τρεις φορές το ίδιο όραμα. Κατά το πατερικό «Μη δέχεσαι, μην απορρίπτεις»».

Η Αλεξ συμπαθούσε τον Χάρη επειδή ήταν αβρός και όσο χρειαζόταν σαρκαστικός. Ηξερε να διηγείται με τις σωστές παύσεις, για τη χαρά της αφήγησης, αντίθετα από τη μητέρα της που έλεγε κάτι υπονοώντας κάτι άλλο. Εγειρε στο κάθισμά της και άκουσε τον θείο της να αγορεύει για τα καλυμμένα ερείπια του ναού που αποκαλύφθηκαν. Για το ξεραμένο πηγάδι. Για την εγκατάλειψη του έργου και την πανώλη που ξέσπασε αμέσως μετά, σαν τιμωρία. Για το παιδί που βρήκε νερό στο ξεροπήγαδο και για τον εργάτη από το χωριό Φαλατάδος που χτύπησε με την αξίνα του την εικόνα κι εκείνη χωρίστηκε κατά μήκος – στη μια μεριά η Θεοτόκος, στην άλλη ο Αρχάγγελος. Μετά, λέει η παράδοση, τα δύο μέρη προσκολλήθηκαν το ένα στο άλλο σαν να τα είχε δουλέψει επιδέξιος τεχνίτης. Η εικόνα ήταν απανθρακωμένη στο πίσω μέρος της.

Συμπέραναν ότι ο παλιός ιερός ναός κατακάηκε όταν η πόλη κυριεύτηκε από τους Σαρακηνούς. Να, αυτό έκανε ο Χάρης – μόλις η αφήγηση παραγινόταν μαγική, έδινε ιστορικά στοιχεία και την έσωζε. Ενώ η μητέρα της, που ήταν ιστορικός, είχε ξαφνικά μεταμορφωθεί σε αλλόκοτη μάγισσα. Τι άρεσε στην Αλεξ από την αφήγησή του θείου της: ότι η Τήνος ήταν αρχαίος τόπος προσκυνήματος λόγω του Ιερού του Ποσειδώνα. Οτι έξω από το χωριό Ταραμπάδος υπήρχε ένα μικρό φαράγγι γεμάτο περιστεριώνες – μια Νεφελοκοκκυγία. Οτι στον Βώλακα το τοπίο ήταν σεληνιακό, όπως και η ψυχή της. Και ότι στην πινακοθήκη του ναού κρεμόταν ένα έργο του Νικόλαου Γύζη «Η Μητέρα μου Κυρά-Ταρώ». Δεν ήξερε το θέμα του πίνακα, αλλά φαντάστηκε ότι απεικόνιζε τη μητέρα της. Να ρίχνει ταρό για να τη σώσει.

Τι άρεσε στη Σοφία από την αφήγηση του Χάρη: η αυθεντική Χάρτα του Ρήγα Φεραίου και το δαχτυλίδι του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στη συλλογή του Ιδρύματος. Αλλά κυρίως η εξιστόρηση θαυμάτων: για το καράβι που κινδύνεψε στον ωκεανό και για το πλήρωμα που επικαλέστηκε τη βοήθεια της Παναγίας – και Εκείνη, απαντώντας στην προσευχή, σφήνωσε ένα μεγάλο ψάρι στα ύφαλα του πλοίου για να φράξει το ρήγμα. `Η για τον πλοίαρχο Σκλαβούνο. Ενα ψαροκόκαλο είχε καρφωθεί στον λαιμό του και είχε μολυνθεί στον φάρυγγα. Θα τον οδηγούσε σε βέβαιο θάνατο, αν δεν έβγαινε τελικά, σε μια κρίση βήχα, με λίγο αγιασμό. `Η για τον Γιώργο, από το χωριό Ταραμπάδος, που έπαθε υδρωπικία. Οταν ήπιε τον αγιασμό, άρχισε να ξεχύνεται άφθονο νερό απ’ όλους τους πόρους του σώματός του.

«Δηλαδή η Παναγία βοηθάει και στη δίαιτα» είπε η Μπεάτε σε σπαστά ελληνικά κλείνοντας το μάτι. «Επειδή έχω κάτι κιλά να χάσω».

Ολοι γέλασαν. Εκτός από τη Σοφία.

Υστερα η συζήτηση στράφηκε στο φιλανθρωπικό έργο του Ιδρύματος – από τα πρώτα σχολεία της ελεύθερης Ελλάδας, τον εθνικό στόλο, την Ιδρυση του Πανεπιστημίου Αθηνών ως τη συντήρηση της Φιλαρμονικής, ή τη Σχολή Βυζαντινής Μουσικής και Αγιογραφίας. Μίλησαν για τον ηλεκτροφωτισμό, την εκβάθυνση του λιμανιού, τη διάνοιξη της παλαιάς και της νέας οδού, ακόμη και για τη διάθεση των τιμαλφών στην κυβέρνηση για τη σωτηρία της Ελλάδας το 1940.

«Γιατί δεν το κάνουν και τώρα λοιπόν; Γιατί δεν σώζουν την Ελλάδα;» είπε η Αλεξ.

«Να δώσουν τα λεφτά τους στην ελληνική κυβέρνηση;» είπε η Μπεάτε. «Γιατί; Για να τα φάνε κι αυτά;».

Η Σοφία επέμενε ν’ ανέβει στη Μεγαλόχαρη με τα γόνατα, μαζί με δεκάδες παράλυτους.

Η Αλεξ την είχε αποθαρρύνει. «Θα γίνουμε ρεζίλι, μαμά!». Δεν αναγνώριζε τη γυναίκα που ανέβαινε γονατιστή το κόκκινο χαλί. Ηθελε τη μάνα της πίσω – αυτό θα ήταν το δικό της τάμα.

Εκαναν μια πρώτη στάση στον Ναό της Ευρέσεως, στο ισόγειο, για να δουν το ακριβές αντίγραφο της εικόνας. Μια γυναίκα, πίσω απ’ το παγκάρι, τους προσέφερε αγιασμένο χώμα σε σακουλάκι. Η Σοφία το έβαλε στην τσάντα της. Υστερα ανέβηκαν στον κυρίως ναό και περίμεναν υπομονετικά να προσκυνήσουν. Πιάστηκε ο λαιμός τους να κοιτάζουν τις πεντάτοξες κιονοστοιχίες, το ξυλόγλυπτο τέμπλο και την οροφή του ναού. Τα χρυσά θυμιατά, τα καντήλια, τα αφιερώματα των πιστών: σπίτια, κούνιες μωρών, καράβια.

Χέρια, πόδια, καρδιές. Ακόμη και άλογα.

Από την εικόνα είδαν μόνο τη χρυσή θήκη που τη σφράγιζε αεροστεγώς για να μη φθείρεται. Και τα κοσμήματα: περιδέραια από πλατίνα, μπριγιάν τεράστια, μαργαριταρένια κολιέ. Η Σοφία γονάτισε. Η Αλεξ ψιθύρισε «Παναγία μου, αν υπάρχεις, φώτισε τη μάνα μου». Υστερα κατευθύνθηκαν στο λογιστήριο του Ιερού Προσκυνήματος. Η Σοφία έδωσε τις βέρες της, περασμένες σε μια χρυσή αλυσίδα, και πήρε την απόδειξη. Της είπαν ότι θα φυλαχτούν στο θησαυροφυλάκιο, μαζί με τα υπόλοιπα τάματα.

Κατεβαίνοντας τα σκαλιά, κινδύνεψαν να πέσουν. Μια ιδρωμένη γυναίκα γραπώθηκε από πάνω τους, έμπηξε τα νύχια της στο μπράτσο της Σοφίας και άρχισε να τρέμει. «Να τη, να τη, η Παναγία!» ούρλιαξε. Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα, νόμιζες πως θα σκιστούν.

«Τι πάθατε;» ρώτησε η Σοφία.

«Να, πάνω στο κορίτσι σας! Κάθεται η Παναγία!».

Η Αλεξ σκέφτηκε ότι το Σύμπαν τής κάνει πλάκα. Η Σοφία απελευθερώθηκε από τη μέγκενη της άγνωστης που σταυροκοπιόταν και αγκάλιασε την κόρη της. «Νομίζω ότι το παρακάναμε» ψιθύρισε και αναλύθηκε στο γνωστό γάργαρο γέλιο της.

«Εσύ το παράκανες» τη διόρθωσε η Αλεξ και την κοίταξε πλάγια. Ισως να υπήρχε Παναγία τελικά. Ή, τέλος πάντων, μια ιερή δύναμη, ένα αβγό με φως, που τη λυπήθηκε και της ξαναέστειλε πίσω τη μάνα της.

ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑΡΙΟ
* Το Πανελλήνιο Ιερό Ιδρυμα Ευαγγελιστρίας Τήνου συστάθηκε τον Ιανουάριο του 1825 με τη διαθήκη των Κτητόρων (των πρώτων επιτρόπων του ναού). Με το 7/4/1851Β.Δ. επιβεβαιώθηκε το αυτοτελές και αυτοδιοίκητο του Ιδρύματος. Λειτουργεί υπό μορφή ΝΠΔΔ με την εποπτεία των υπουργείων Παιδείας και Οικονομικών. Είναι κοινωφελές ίδρυμα με μεγάλο φιλανθρωπικό έργο. Διοικείται από άμισθη δεκαμελή επιτροπή (εννέα αιρετά μέλη, πολίτες της Τήνου, με πρόεδρο τον εκάστοτε μητροπολίτη Σύρου-Τήνου).
Διαθέτει, μεταξύ άλλων, μεγάλες συλλογές με έργα τέχνης (Λύτρα και Γύζη), αφιερωμένα ολυμπιακά μετάλλια, αφρικανικά σκαλισμένα ελεφαντόδοντα (αφιερώματα ομογενών) το Mαυσωλείο της Ελλης (μνημείο των πρώτων θυμάτων του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου), παρεκκλήσι λαμπάδων και Σταθμό Πρώτων Βοηθειών.

* Υπολογίζεται ότι ένα εκατομμύριο πιστοί επισκέπτονται την Τήνο κάθε χρόνο. Την παραμονή του Δεκαπενταύγουστου καταφθάνουν οι επίσημοι και τα στρατιωτικά αγήματα. Ανήμερα γίνεται η λιτάνευση της εικόνας. Το κουβούκλιο σηκώνουν άνδρες του Πολεμικού Ναυτικού και το περιστοιχίζουν τιμητικά αγήματα από όλα τα σώματα ασφαλείας.

* Η εικόνα χρονολογείται από τον 7 αιώνα μ.Χ. Κάθε βράδυ μεταφέρεται από τους ιερείς στο χρηματοκιβώτιο που βρίσκεται ακριβώς πίσω από το προσκυνητάρι, καλυμμένο με βαρύτιμο κόκκινο ύφασμα. Στο ίδιο χρηματοκιβώτιο – και σε άλλα που βρίσκονται στα γραφεία του Ιδρύματος – φυλάσσονται πολλά από τα κοσμήματα που έχουν προσφερθεί, σπάνια κομμάτια και διαμάντια πολλών καρατίων. Τα τιμαλφή εκποιούνται από το ίδρυμα της μονής – εκτός και αν έχει ζητηθεί το αντίθετο. Χωρίζονται σε χρυσό και ασήμι και δημοπρατούνται ενώπιον συμβολαιογράφου για τους φιλανθρωπικούς σκοπούς του ιδρύματος. Η καταμέτρηση των χρημάτων από τα παγκάρια και τα τάματα γίνεται ενώπιον όλων, για λόγους διαφάνειας. Για το άνοιγμα των παγκαριών χρειάζονται τρία κλειδιά ταυτόχρονα: αυτό του ταμία και του αντιπροέδρου του ιδρύματος, καθώς και του προϊσταμένου της τοπικής ΔΟΥ.

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ Ενδεικτικές σελίδες από το Facebook με χιλιάδες υποστηρικτές: «Παναγιά μου Μεγαλόχαρη της Τήνου, βόηθα κι εμένα». «Παναγιά μου, είσαι η μόνη ελπίδα μου…Βόηθησέ με». Ακόμη και ο Μητροπολίτης Σύρου καλεί τους πιστούς να στείλουν ηλεκτρονική παράκληση. Ηλεκτρονικά τάματα στέλνουν κυρίως οι ομογενείς που δεν μπορούν να ταξιδέψουν στην Τήνο. Αν στείλουν τα στοιχεία τους, λαμβάνουν δωρεάν αγιασμό και μια εικόνα της Παναγίας.

ΤΑΜΑΤΑ Περί τα 20.000 τάματα διακινούνται ετησίως στο νησί. Επάργυρα κυρίως (1 ευρώ), ασημένια (6 ευρώ) και χρυσά (15-20 ευρώ). Πλέον ευπώλητα αυτά που αναγράφουν «Ευχαριστώ» ή «Σε ικετεύω». Σε περίοδο σχολικών εξετάσεων, μπεστ σέλερ τα τάματα που αναπαριστούν βιβλίο.

ΑΠΟ ΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
*«Παρθένα μου ευλογημένη, προσευχήσου να πεθάνει αυτό το ψάρι. Οσο κι αν είναι υπέροχο». Από το «Ο γέρος και η θάλασσα» του Ε. Χεμινγουέι
*«Τέλος πάντων, η λιτανεία προβάλλει. Υστερικαί γυναίκαι αφήνουν διαπεραστικάς φωνάς, ωσάν δυνατά σπαθοκοπήματα, άλλαι κλαίουν σπασμωδικώς. Από τους εξώστας και τα πεζούλια τώρα βροχή λουλουδιών ραίνει την εικόνα και τους περιστοιχούντας αυτήν. Η λιτανεία εξακολουθεί και ο ιερεύς με την εικόνα διασκελίζει τα εξαπλωμένα σώματα που βρέχουν με δάκρυα τας σκληράς πέτρας». Από το «Δεκαπενταύγουστος» του Αγγελου Τανάγρας.
*«Ζούμε σε έναν πολιτισμό όπου η καθαγιασμένη αναπαράσταση της θηλυκότητας απορροφάται από τη μητρότητα. Αυτή η μητρότητα είναι η φαντασίωση την οποία συντηρεί ο ενήλικος – άνδρας ή γυναίκα – με τη βοήθεια μιας χαμένης ηπείρου: επιπλέον, πρόκειται λιγότερο για μια εξιδανικευμένη αρχαϊκή μητέρα και περισσότερο για μια εξιδανίκευση της – ανεντόπιστης – σχέσης που μας συνδέει μαζί της». Από το «Stabat Mater» της Τζούλια Κρίστεβα

ΚΑΙ ΕΝΑ ΑΝΕΚΔΟΤΟ Λέγεται ότι το 1940 ένας ανταποκριτής αθηναϊκής εφημερίδας, αντί να πάει στην Τήνο για ρεπορτάζ, αποφάσισε να καταλύσει σε ξενοδοχείο του Πειραιά, με τη φιλενάδα του, την Ελλη. Οταν γύρισε στην εφημερίδα, δεν είχε μάθει για την καταβύθιση του αντιτορπιλικού έξω απ’ το λιμάνι. Ο αρχισυντάκτης τον ρώτησε τι έγινε στο νησί. «Τι να γίνει» απάντησε αυτός. «Τα συνηθισμένα. Κουτσοί περπάτησαν, τυφλοί είδαν το φως τους». «Καλά, και με την Ελλη;» ρώτησε ο αρχισυντάκτης. Και ο δημοσιογράφος γεμάτος απορία: «Πού την ξέρεις εσύ την Ελλη;». Από διηγήσεις του Ηλία Σπορίδη και του Γιώργου Λεονάρδου