«Η διάγνωση που νόμιζα ότι έχασα» Ελευθερία Κρικέλη, ειδική παθολόγος (Διευθύντρια Α΄ Παθολογικής Κλινικής Νοσοκομείου «Μητέρα») Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 ένας συνάδελφος καρδιολόγος από τα Τρίκαλα μου στέλνει ένα περιστατικό. Τη λένε Θεανώ. Μια γυναίκα 55 ετών, με πυρετό, αναιμία και μια αξονική τομογραφία που γράφει: «Εικόνα συμβατή με λέμφωμα». Η γυναίκα με κοιτάζει στα μάτια και μου λέει: «Εχω καρκίνο». Της απαντώ: «Εμένα δεν με ενδιαφέρει η αξονική που έκανες. Ο,τι αποδείξω ότι έχεις θα σ’ το πω στο τέλος». Βάζω στην άκρη την αξονική και κάνω τη δική μου προσέγγιση στην ασθενή. Ανακαλύπτω ότι η γυναίκα έχει απόστημα σπληνός (αυτό που οι ακτινολόγοι στα Τρίκαλα διάβαζαν ως «λέμφωμα»). Κάνω την απαραίτητη προετοιμασία της ασθενούς, την καλύπτω με αντιβίωση από όλες τις πλευρές, και οδηγείται στο χειρουργείο για σπληνεκτομή. Επιβεβαιώνεται και ιστολογικά το απόστημα σπληνός. Ανακοινώνω στην ίδια και στον γιο της τα χαρμόσυνα νέα. Ολα μια χαρά, η Θεανώ επιστρέφει στις δύο εγγονούλες της. Τις μεγάλωνε εκείνη εδώ, ο γιος της είχε εστιατόριο έξω από τη Στουτγάρδη.

Δύο μήνες μετά μου τηλεφωνεί η Θεανώ: «Είμαι στο νοσοκομείο. Εκανα πάλι πυρετό και ο καρδιολόγος (αυτός που μου την είχε αρχικά στείλει) μου είπε να εισαχθώ γιατί έχω λοίμωξη στην καρδιά». Νιώθω το έδαφος να χάνεται κάτω από τα πόδια μου. Είναι δυνατόν να έκανα τέτοιο λάθος, να έχασα μια τέτοια διάγνωση; «Μου έχουν πει να κάνω αξονική κοιλίας» συνεχίζει εκείνη. «Κυρία Ελευθερία, εγώ θα φύγω από ‘δώ που με έχουν και θα έρθω εκεί που είσαι εσύ». Τη ρωτάω: «Νιώθεις καλά, Θεανώ;». Μου λέει: «Μη σε ανησυχεί καθόλου. Θα πάρω ένα ταξί και θα έρθω».

Ανήσυχη τηλεφωνώ στον άνδρα μου: «Αν η Θεανώ έχει ενδοκαρδίτιδα και έχασα αυτή τη διάγνωση, τότε θα σκίσω το πτυχίο μου, θα ανέβω στον 17ο όροφο και θα πηδήξω. Δεν υπάρχει τίποτε ικανό να με ανακόψει!». Διότι αν ισχύει κάτι τέτοιο, δεν έχω χάσει απλώς μια διάγνωση αλλά οδήγησα υπό πιθανή ενδοκαρδίτιδα μια γυναίκα στο χειρουργείο, αφαιρώντας της τον σπλήνα! Πραγματικά βλέπω σε λίγο τη Θεανώ να μπαίνει από την κεντρική είσοδο του ιδιωτικού θεραπευτηρίου στο οποίο εργαζόμουν τότε. «Πώς νιώθεις; Πώς «μπήκε» αυτός ο πυρετός;» τη ρωτάω, ενώ κάνουμε την εισαγωγή. «Πού να ξέρω, κυρία Ελευθερία» μου απαντάει. «Σε καταβάλλει; Νιώθεις κουρασμένη;» επιμένω. «Θα σου πω» μου λέει. «Δεν μου κρατάει όλη μέρα. Οταν όμως ανέβει, με διαλύει, τρέμω ολόκληρη και βάζω πάνω μου δέκα κουβέρτες. Οταν όμως μου πέφτει, μπορώ να σηκωθώ και να καθαρίσω όλο το σπίτι». Μένω ψύχραιμη. «Δεν μου λες», τη ρωτάω, «το δωμάτιό σου είναι στον 10ο όροφο, τώρα βρισκόμαστε στον 5ο, αντέχεις να ανεβούμε τα σκαλιά μέχρι πάνω; «Ου βέβαια!» μου απαντάει. «Τώρα που δεν έχω πυρετό, όπου θες πάω». «Θεέ μου», λέω από μέσα μου, «αν η Θεανώ έχει ενδοκαρδίτιδα, εγώ θα τρυπήσω τη μύτη μου». Στο μεταξύ βέβαια έχω μελετήσει τον φάκελό της και έχω επικοινωνήσει με συνάδελφό μου λοιμωξιολόγο που τον είχα και τότε συμβουλευθεί για να σιγουρευτώ ότι την είχαμε καλύψει πλήρως.

Οταν ανεβήκαμε μαζί με τη Θεανώ τους πέντε ορόφους, γυρίζω και λέω χαμογελώντας στον επιμελητή μου: «Αυτή θα είναι η πιο σύντομη και πιο φθηνή εισαγωγή που έχει γίνει ποτέ. Μια εξέταση αίματος θα κάνουμε μόνο για ελονοσία». Η Θεανώ είχε όντως ελονοσία! Αποδείχθηκε μάλιστα ότι είχε δύο διαφορετικά πλασμώδια. Κανένα μυστήριο, ζει στα Τρίκαλα που είναι θύλακος, αφού το σπίτι της βρίσκεται πάνω στο ποτάμι. Η εισαγωγή της στοίχισε όσο μια γενική αίματος. Πήρε την αγωγή της, την άλλη ημέρα είχε φύγει. «Το ‘ξερα, κυρία Ελευθερία, ότι ψάχνουν λάθος, γι’ αυτό πήρα εσένα τηλέφωνο» μου είπε.

«Δίνοντας ξανά ζωή σε μια γυναίκα που πήδηξε από τον 10ο όροφο»
Γιώργος Στυλιανίδης, γενικός χειρουργός
(Διευθυντής ΕΣΥ Β’ Χειρουργικής Κλινικής «Ο Ευαγγελισμός»)
Χειμώνας πριν από δύο χρόνια. Αυτή την εφημερία δεν την ξεχνάς. Είναι 3.00 τα ξημερώματα όταν διακομίζεται στο νοσοκομείο μας μια νέα γυναίκα 30-32 χρόνων, λεχωίδα, η οποία υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες έπεσε από ύψος 10 μέτρων. Αρχικά μεταφέρθηκε στο πλησιέστερο εφημερεύον νοσοκομείο, όπου της προσφέρθηκαν οι πρώτες βοήθειες, και στη συνέχεια διακομίστηκε σ’ εμάς. Η τραυματίας είναι σε καταπληξία, με αρτηριακή πίεση μικρότερη από 70 χιλιοστά Ηg (υδραργύρου) και ταχυσφυγμία. Εχει κάκωση θώρακος και κοιλίας και φέρει πολλαπλά κατάγματα στα άκρα και στη λεκάνη.

Είναι η τελευταία μιας σειράς από βαριά τραυματίες που αντιμετωπίσαμε εκείνη την αλησμόνητη νύχτα και περιελάμβανε τραυματίες με εσωτερική αιμορραγία, βαριές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, ακόμη και απαγχονισμό. Αμέσως αρχίζει η προσπάθεια ανάταξης της καταπληξίας και αποκατάστασης των ζωτικών λειτουργιών, της αναπνοής και της κυκλοφορίας. Είναι νέα, έχει μεγάλες εφεδρείες και αντέχει, αν όμως περάσει ένα κρίσιμο σημείο και δεν το αντιληφθείς, τότε καταρρέει, δεν έχει επιστροφή. Σταθεροποιείται, αποκτά καλύτερο επίπεδο συνείδησης, πιο ήρεμη αναπνοή, καλό, γεμάτο σφυγμό. Είναι μια πρώτη επιτυχία.
Ανατάσσονται και σταθεροποιούνται τα κατάγματα, καθαρίζονται και επιδένονται τα τραύματα. Ακολουθεί επείγουσα ολόσωμη αξονική τομογραφία, η οποία εκτός των άλλων αναδεικνύει ρήξη αορτής. Υπάρχει αγωνία. Δεν ξέρεις πώς θα εξελιχθεί. Αν αιμορραγήσει από την κάκωση της αορτής, θα τη χάσουμε, ο θάνατος είναι ακαριαίος. Το ότι είναι μια τόσο νέα κοπέλα με ένα βρέφος 20 ημερών να την περιμένει στο σπίτι το κάνει όλο πιο δύσκολο, ειδικά όταν διαπιστώνεις ότι υπάρχει ένα επιπλέον πρόβλημα. Το νοσοκομείο βρίσκεται σε γενική εφημερία, αλλά δεν εφημερεύει για καρδιοχειρουργικά περιστατικά. Επικρατεί ένταση, η τραυματίας δεν μπορεί να μεταφερθεί αλλού, άλλωστε είμαστε ίσως το μόνο νοσοκομείο που μπορεί να αντιμετωπίσει το πρόβλημά της συνολικά. Αρχίζουν η κινητοποίηση και ο συντονισμός των ειδικών που εμπλέκονται στην αντιμετώπισή του, συνεχίζοντας ταυτόχρονα τη σταθεροποίησή της… Στις 7.00 το πρωί όλα είναι έτοιμα για να αντιμετωπιστεί η ρήξη της αορτής. Οι επεμβατικοί ακτινολόγοι με τη βοήθεια των καρδιοχειρουργών τοποθετούν μια ειδική ενδοπρόθεση (stent) στην τραυματισμένη αορτή.

Την επόμενη ημέρα και ενώ έχει γίνει μια πρόχειρη αντιμετώπιση των καταγμάτων η γυναίκα εμφανίζει οξύ πνευμονικό οίδημα, διασωληνώνεται και η αναπνοή της υποστηρίζεται μηχανικά. Σταθεροποιείται ύστερα από 48 ώρες και από εκεί και πέρα ξεκινάει ένας μαραθώνιος έξι-επτά χειρουργείων για να αντιμετωπιστούν τα κατάγματα στα πόδια. Κατά τη διάρκεια όλης αυτής της διαδικασίας των κρίσιμων πρώτων ωρών, της «χρυσής ώρας» όπως είναι γνωστή, από την πρώτη στιγμή που μας προσκομίζεται η τραυματίας στο νοσοκομείο ως την ολοκλήρωση της πλήρους διερεύνησης των τραυμάτων και της έναρξης της οριστικής αντιμετώπισής τoυς, ο χειρουργός έχει την ευθύνη του τραυματία και τον συντονισμό όλων των ειδικών. Με τέτοιους τραυματίες σίγουρα δένεσαι, γιατί τους ζεις κάποιες ημέρες ή και για μήνες, όπως ζεις και όλη τους την οικογένεια και το δράμα της. Εκείνη την ώρα, την κρίσιμη, δεν σκέφτεσαι τίποτα, μόνο τρέχεις για τον άρρωστο. Δεν ξέρω αν είναι καλό ή κακό, αλλά από ένα σημείο γίνεσαι ψυχρά εγκεφαλικός. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι το περιστατικό αυτό δεν θα το κουβαλώ μια ζωή μέσα μου, όπως και όλη εκείνη την εφημερία. Θυμάμαι στο τέλος τον ειδικευόμενο να λέει με χαμόγελο: «Ηταν ζόρικα, αλλά δεν μας πέθανε κανείς».

«H διπλή ανάσταση ενός τρίχρονου κοριτσιού»
Γεωργία Σιδερή, παιδίατρος-εντατικολόγος
(Διευθύντρια στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας του Νοσοκομείου Παίδων «Π. & Α. Κυριακού»)
Τον Φεβρουάριο του 1999 δούλευα στο Γενικό Παναρκαδικό Νοσοκομείο Τρίπολης. Φέρνουν στα εξωτερικά ιατρεία ένα τσιγγανάκι μισοπνιγμένο. Είναι ένα κορίτσι τριάμισι ετών. Είχε πάει να βαφτίσει την κούκλα του σε ένα βαρέλι γεμάτο νερό. Εσκυψε πολύ και έπεσε μέσα. Το παιδί είναι κατάμαυρο, δεν έχει αναπνοή, ούτε σφύξεις. Κανείς δεν ξέρει να μας πει πόση ώρα είναι σε αυτή την κατάσταση. Εξω περιμένουν θειάδες, γιαγιάδες, ξαδέλφια, όλο το σόι, όχι εχθρικό, ανυπόμονο όμως. Τυχαίνει να είμαι εκεί, κανονικά δεν έχω εφημερία. Τα συναισθήματα είναι για αργότερα. Το μόνο που με νοιάζει είναι να ενεργοποιηθούν οι σωστοί μηχανισμοί, να κάνω καλά και στον σωστό χρόνο αυτά που ξέρω. Το παιδί διασωληνώνεται, δίνουμε οξυγόνο με μάσκα ampu και κάνουμε καρδιοθωρακικές συμπιέσεις (μαλάξεις). Αν στα 20 λεπτά, μισή ώρα, ο ασθενής δεν έχει επανέλθει, συνήθως η μάχη χάνεται. Ακούω τη φωνή κάποιου να λέει πως έχει έρθει η στιγμή να εγκαταλείψουμε.

Είμαστε πεπεισμένοι ότι όλα έχουν τελειώσει, όταν επανέρχονται κάποιες σφύξεις και η μικρή παίρνει τις πρώτες αραιές αναπνοές. Είναι απίστευτο. Αρχίζουμε να ελπίζουμε. Ακόμη είναι νωρίς, δεν μπορούμε να ξέρουμε τη συνέχεια. Θα ζήσει; Πόση ώρα έμειναν τα ζωτικά όργανα χωρίς οξυγόνο; Και αν ζήσει, τι νευρολογικά υπολείμματα θα έχει; Κάνουμε μια σύντομη ενημέρωση στους συγγενείς: «Πολύ σοβαρή η κατάσταση του παιδιού. Μπορεί να χαθεί ανά πάσα στιγμή. Κάνουμε ό,τι μπορούμε». Αγωνιζόμαστε να το σταθεροποιήσουμε για να το στείλουμε στην Αθήνα.

Στο νοσοκομείο υπάρχει εντατική μονάδα μόνο για ενηλίκους. Ζητάμε ένα κρεβάτι, ευτυχώς ανευρίσκεται καθετήρας και τοποθετείται κεντρικό αγγείο για να δώσουμε τα φάρμακα καρδιακής υποστήριξης και σταθεροποίησης της αρτηριακής πίεσης. Το επόμενο 24ωρο το μεταφέρουμε, σταθεροποιημένο πλέον, σε νοσοκομείο Παίδων της Αθήνας. Υστερα από έναν μήνα το κορίτσι βγαίνει από την Εντατική αλλά δεν μιλάει, δεν μπορεί να σταθεί κτλ. Λόγω φόρτου εργασίας του κεντρικού νοσοκομείου της Αθήνας, μας ζητούν να το παραλάβουμε ξανά εμείς.

Τυχαίνει εκείνες τις μέρες να απεργούμε. Βάζουμε το παιδί σε έναν άδειο θάλαμο. Στρώνουμε κάτω μια κουβέρτα και αρχίζουμε να του μαθαίνουμε τα πάντα από την αρχή. Επειδή είχε αργήσει τόσο να αντιδράσει, φοβόμαστε εκ νέου για νευρολογικά υπολείμματα (π.χ. ψυχοκινητική καθυστέρηση). Δινόμαστε ολόψυχα. Είναι σαν να έχεις ένα μωρό λίγων μηνών και να του μαθαίνεις από την αρχή να μπουσουλάει, να κάθεται, να περπατάει, να αρθρώνει. Θυμάμαι να τηλεφωνούμε στους λογοθεραπευτές και να μας δίνουν οδηγίες: «Δώστε του να γλείψει παγωτό για να κάνει κάποιες κινήσεις με τη γλώσσα του». Αυτή η δεύτερη ανάσταση κρατάει γύρω στους τρεις μήνες.

Εναν χρόνο αργότερα θα γίνει ένα τρικούβερτο γλέντι στο Λεωνίδιο, λίγο μετά τη βάφτιση της μικρής από ολόκληρη την κλινική. Σήμερα η Αναστασία είναι μια υγιέστατη κοπέλα 16,5 χρονών. Κάτι τέτοιες λαμπρές νίκες σού δίνουν δύναμη να συνεχίζεις, γιατί σε κάποια περιστατικά τη μάχη την κερδίζει άλλος.

«Το χειρουργείο που τόλμησα να κάνω»
Γιώργος Στράντζαλης, νευροχειρουργός (Αναπληρωτής καθηγητής Νευροχειρουργικής, Νευροχειρουργική Κλινική Πανεπιστημίου Αθηνών, «Ο Ευαγγελισμός»)
Πριν από έξι μήνες διακομίστηκε στην εφημερία του «Ευαγγελισμού» μια γυναίκα 45 χρόνων από τη Μυτιλήνη. Διαζευγμένη, σε κακή οικονομική κατάσταση, με δύο παιδιά. Επί έναν χρόνο παρουσίαζε κάποιες διαταραχές στη συμπεριφορά. Η αρχική διάγνωση ήταν κατάθλιψη και έλαβε ψυχιατρική αγωγή. Σταδιακά παρουσίασε δυσκολία στην ισορροπία και στη βάδιση. Υποβλήθηκε σε αξονική τομογραφία, η οποία έδειξε έναν γιγαντιαίο (7 εκατοστών), πλην όμως καλοήθη, όγκο στο κέντρο του εγκεφάλου που μεγάλωνε αργά. Στην ιατρική συμβαίνει, ευτυχώς όχι πολύ συχνά, ένα νευρολογικό-εγκεφαλικό πρόβλημα αρχικά να διαγιγνώσκεται ως ψυχιατρικό. Η κατάσταση της γυναίκας επιδεινώθηκε ραγδαία (έπεσε σε κώμα) και νοσηλεύθηκε στην εντατική θεραπεία άλλου νοσοκομείου. Υστερα από τρεις μήνες η κατάστασή της εξακολουθούσε να είναι πολύ βαριά. Οι περισσότεροι νευροχειρουργοί θα υποστήριζαν ότι οι προοπτικές επανόδου ήταν μηδενικές.

Επειτα από πολύ προβληματισμό πρότεινα στους συγγενείς της τη χειρουργική αφαίρεση του όγκου, αν και οι πιθανότητες επιβίωσης και ανάνηψης από την επέμβαση ήταν πολύ λίγες. Πίστευα ότι άξιζε η προσπάθεια, δεδομένου ότι ήταν νέα, είχε παιδιά και ο όγκος ήταν καλοήθης. Κάθε άνθρωπος έχει στιγμές που τολμά το σχεδόν αδύνατο. Ετσι και εγώ θεώρησα ότι έπρεπε να ριψοκινδυνέψω. Δεν θα το επιχειρούσα φυσικά στην περίπτωση ενός ατόμου μεγαλύτερης ηλικίας. Ηταν μια εξαιρετικά δύσκολη νευροχειρουργική επέμβαση, κατά τη διάρκεια της οποίας ήμουν ψυχρά επικεντρωμένος στον «τεχνικό» στόχο μου. Διήρκεσε πέντε ώρες. Παρά το γεγονός ότι «δένεσαι» (ιδιαίτερα στην Ελλάδα) συναισθηματικά με τον/την ασθενή, εν τούτοις κατά τη διάρκεια του χειρουργείου πρέπει να είσαι ανεπηρέαστος και ήρεμος ώστε να αποδώσεις το μέγιστο. Ο όγκος αφαιρέθηκε με επιτυχία.

Μετά το χειρουργείο βρισκόμουν σε μια δίνη, κάτι μεταξύ υπερέντασης (από την έκκριση αδρεναλίνης) και έκστασης (από τη χαρά για την αίσια έκβαση). Δεν κοιμήθηκα εκείνη τη νύχτα. Τις επόμενες μέρες είχα αγωνία για το αποτέλεσμα. Πολύ σύντομα η γυναίκα άρχισε να καταλαβαίνει, να μιλάει και να κινεί τα άκρα της. Για μένα το γεγονός ότι ένας άνθρωπος «ξύπνησε» από χρόνιο κώμα ήταν ένα ιατρικό θαύμα. Στη συνέχεια ακολούθησε πρόγραμμα αποκατάστασης. Την εξέτασα πρόσφατα και διαπίστωσα ότι έχει επανέλθει στη φυσιολογική κατάσταση και είναι ιδιαίτερα ευχαριστημένη. Ταξίδεψε χωρίς βοήθεια στη Μυτιλήνη. Το περιστατικό αυτό μού θυμίζει τα λόγια ενός μαθητή μου που διατύπωσε αυτό που είχα χρόνια μέσα στο μυαλό μου αλλά δυσκολευόμουν να παραδεχθώ: «Διάλεξα τη νευροχειρουργική γιατί ήθελα να κάνω κάτι ακραίο, μια ειδικότητα που δεν έχει σχέση με την καθημερινότητα».

«Το «κρυμμένο» σύνδρομο που παραλίγο να αποβεί μοιραίο»
Πέτρος Νικολαΐδης, μαιευτήρας-γυναικολόγος, ειδικός στην Ιατρική Εμβρύου
(Καθηγητής Μαιευτικής-Γεννητικής στη Μαιευτική Σχολή Αθηνών)
Μάιος 2011. Ηρθε στις 8.00 το βράδυ στο γραφείο μου μια 33χρονη έγκυος από τη Σαντορίνη. Μια κύηση όπου όλα έβαιναν κατ’ ευχήν (ήταν γύρω στην 30ή εβδομάδα). Σε λίγες ώρες πετούσε για το νησί της. Κάναμε την κλασική μηνιαία εξέταση, το υπερηχογράφημα καλό, το ίδιο οι αιματολογικές και η γενική ούρων. Παραπονέθηκε μόνο για μια ήπια γαστρεντερική αδιαθεσία τις τελευταίες μέρες. Δεν είχα κανέναν λόγο, δεν είχα καν «προαίσθημα». Ετσι αιφνίδια αποφάσισα να της κάνω και doppler, μια εξέταση που συνήθως γίνεται στο τέλος της εγκυμοσύνης ή όταν συντρέχει λόγος. Εκεί διαπίστωσα ένα πολύ κακό αγγειακό υπόβαθρο, το έμβρυο δεν τρεφόταν καθόλου καλά. Την ίδια στιγμή όμως έδειχνε να μεγαλώνει απολύτως φυσιολογικά.

Προβληματίστηκα, τα επιστημονικά δεδομένα έφασκαν και αντέφασκαν. Χωρίς να τη θορυβήσω, την έβαλα στον καρδιοτοκογράφο. Ολα ήταν φυσιολογικά και με την καρδιά του εμβρύου. Κάτι όμως δεν «κόλλαγε». Φοβήθηκα μήπως είχε κάποιο πρόβλημα το μηχάνημα. Γύρισα και της είπα: «Δεν θέλω να πας στη Σαντορίνη τώρα». «Μα αφού όλα πάνε καλά γιατί να μην πάω;». Αναγκάστηκα να της ζητήσω να πάει στο γειτονικό μαιευτήριο, με το οποίο συνεργάζομαι. Υστερα από μία ώρα μού τηλεφώνησε η προϊσταμένη που την είχε βάλει πάλι στον καρδιοτοκογράφο. «Ολα μια χαρά. Μπορεί να φύγει για να μη χάσει το αεροπλάνο της;».
Είμαι σε αναμμένα κάρβουνα. Ζητάω από έναν βοηθό μου στο πανεπιστήμιο, ο οποίος έτυχε να έχει βάρδια στο μαιευτήριο, ένα ακόμη doppler. Δεν του εξηγώ τον λόγο. Μου τηλεφωνεί ύστερα από δέκα λεπτά με τρεμάμενη φωνή:«Κύριε καθηγητά, δεν καταλαβαίνω τι συμβαίνει…». Αντιλαμβάνομαι πλέον ότι κάτι δεν πάει καθόλου καλά. Ζητάω αιματολογικές εξετάσεις και βγαίνουν πάλι καλές. Περίεργα σενάρια περνούν από το μυαλό μου. Είναι πλέον 11.00 το βράδυ. Αποφασίζω να ζητήσω και ειδικές εξετάσεις που αφορούν τη λειτουργία του ήπατος και τους μηχανισμούς πήξεως του αίματος της μητέρας. Μου απαντούν ότι τέτοια ώρα δεν είναι δυνατόν κάτι τέτοιο, θα γίνουν όμως νωρίς το πρωί, άλλωστε η γυναίκα θα έμενε μέσα υπό παρακολούθηση. Επιμένω ότι τις θέλω αμέσως. Περνάει μία ώρα και αρχίζουν να χτυπούν δέκα τηλέφωνα μαζί. Πανικός, οι εξετάσεις της γυναίκας είναι σε επίπεδο ηπατικού σοκ.

Η υποψία μου ήταν, και δυστυχώς είχα βγει αληθινός, ότι επρόκειτο για μια τελείως άτυπη μορφή του συνδρόμου HELLP, μιας σπάνιας επιπλοκής της εγκυμοσύνης, όπου καταρρέουν οι λειτουργίες του ήπατος και οι ηπατικοί μηχανισμοί του αίματος. Το σύνδρομο αυτό έχει συνήθως χιλιάδες κλινικές εικόνες (υψηλή πίεση, λεύκωμα στα ούρα, κακουχία κ.ο.κ.), εδώ όμως ήταν μια ατομική βόμβα που εξερράγη χωρίς καμία προειδοποίηση. Τα αιμοπετάλιά της είναι μόλις 60.000 (όταν τα φυσιολογικά είναι 200.000). Φωνάζω: «Γρήγορα καισαρική!». Ενα δύσκολο χειρουργείο, προλαβαίνω και βγάζω το παιδί, τα αιμοπετάλια της μητέρας είναι μόλις 10.000. Βάζουμε ειδικούς παράγοντες πήξεως, κάνουμε μετάγγιση αιμοπεταλίων, η γυναίκα βρίσκεται διασωληνωμένη στη μονάδα. Τότε μόνο συνειδητοποιώ ότι αν είχε πάρει το αεροπλάνο, θα πέθαινε ύστερα από λίγες ώρες στη Σαντορίνη.

Την επόμενη ημέρα, λόγω της διάτασης της κοιλιάς της, καταλαβαίνω ότι υπάρχει καινούργια εσωτερική αιμορραγία και αναγκάζομαι να τη βάλω σε δεύτερο χειρουργείο ώστε να σταματήσω τα αγγεία που αιμορραγούν. Ισως το πιο δύσκολο χειρουργείο της ζωής μου, κόκκινοι πίδακες αναβλύζουν παντού, θα χρειαστούν πάνω από 20 φιάλες αίμα, πλάσμα και αιμοπετάλια. Το περιστατικό αυτό της οξείας έναρξης του HELLP, με άτυπο τρόπο λόγω (όπως αποδείχθηκε) μιας γενετικής παραλλαγής που αφορούσε την ποιότητα των αγγείων, το ανακοινώσαμε πέρυσι σε παγκόσμιο συνέδριο. Γράφτηκε στη διεθνή βιβλιογραφία ως μία από τις πιο σπάνιες περιπτώσεις του συνδρόμου που έχουν καταγραφεί ποτέ.