Στα καλοκαιρινά θέρετρα της Ελλάδας τη στοιχίζουν σε σειρές για να φιλοξενήσουν τους θεατές των πολιτιστικών εκδηλώσεων, οι τουρίστες καθισµένοι αναπαυτικά στη συνήθως λευκή «αγκαλιά» της τσαλαβουτούν τα πόδια τους στα ρηχά και πλανόδιοι φρουτέµποροι ξεκουράζονται σε αυτήν περιµένοντας την πελατεία τους. Η εικονογραφία του ελληνικού καλοκαιριού θα ήταν ελλιπής χωρίς την παρουσία της πανταχού παρούσας πλαστικής καρέκλας. Οχι ότι οι άλλες εποχές του χρόνου ή οι υπόλοιπες χώρες πάνε πίσω, µε εξαίρεση την Ελβετία και συγκεκριµένα τη Βέρνη, όπου ο «λευκός πλαστικός δαίµονας» απαγορεύτηκε από τους δηµόσιους χώρους διότι κρίθηκε ένοχος για «οπτική µόλυνση», αλλά και την Μπρατισλάβα της Σλοβακίας. Και εκεί όµως που δεν απαγορεύτηκε διά νόµου, λοιδορήθηκε και µισήθηκε όσο κανένα άλλο κάθισµα. Αφού πρώτα αγαπήθηκε µε πάθος, όταν από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 εκατοµµύρια πανοµοιότυπες κόπιες της άρχισαν να κατακλύζουν τον πλανήτη.

∆εν υπήρξε ποτέ «όµορφη», αλλά συγκεντρώνει πληθώρα άλλων προσόντων: Είναι ελαφριά για να µετακινείται εύκολα – ζυγίζει µόλις 2 κιλά, όσο το βάρος του πολυπροπυλενίου που της δίνει το µονοκόµµατο σχήµα της –, εύχρηστη, καθώς σχεδιάστηκε για να στοιβάζεται η µία επάνω στην άλλη, και πρακτική, αφού καθαρίζεται χωρίς κόπο. Και το σηµαντικότερο: Ηταν – και παραµένει – φθηνή, µόλις σε λίγα ευρώ ανέρχεται η τιµή της, καθώς τα εργοστάσια κατασκευής της σε Ευρώπη, Αµερική, Ασία και Αυστραλία είναι πολλά.

Και ο δηµιουργός της; Αγνωστος και καταφρονηµένος, χάνεται µέσα στην ανωνυµία της γαλλικής εταιρείας Allibert Group ή της αµερικανικής Grossfillex Group, οι οποίες διεκδικούν την πατρότητα της πιο διάσηµης καρέκλας στον κόσµο. Βέβαια, ο δηµιουργός της πρώτης καλαίσθητης µονοκόµµατης καρέκλας είναι γνωστός και µη εξαιρετέος. To 1960 o Verner Panton σχεδίασε την πρώτη µονοκόµµατη πλαστική καρέκλα, η οποία πήρε και το όνοµά του. Βγήκε στην παραγωγή το 1967 και είχε σχήµα «S» στο κάτω µέρος για να εξουδετερώνονται οι πιέσεις που ασκούνταν. Το 1965 ο Joe Colombo σχεδίασε την Universale, ενώ το 1967 ο Vico Magistretti σχεδίασε την παρεµφερή Selene, η οποία έβγαινε στην παραγωγή το 1969 από την Artemide.

Στη δεκαετία του 1980, τη γνωστή και ως «δεκαετία που την ξέχασε το καλό γούστο», κανείς δεν µπήκε στον κόπο να συντάξει τις λέξεις «πλαστική καρέκλα» και «καλαισθησία» στην ίδια πρόταση. Είκοσι χρόνια όµως µετά και αφότου η αµφιλεγόµενη καρέκλα επέβαλε την παρουσία της στα πιο δυσπρόσιτα µέρη του κόσµου, πολλές φορές µεταποιηµένη ανάλογα µε τις πρακτικές και – σπανιότερα – αισθητικές ανάγκες των φτωχών συνήθως κατόχων της, έφθασε να γίνει τρόπον τινά cult αντικείµενο. Μέχρι και website δηµιουργήθηκε προς τιµήν της, το www.functionalfate.org, το οποίο επισκέπτονται περισσότεροι από 30.000 άνθρωποι τον µήνα.

Εννοείται, λοιπόν, ότι αργά ή γρήγορα θα βρισκόταν και στο «στόχαστρο» των ευυπόληπτων ντιζάινερ. Ηταν πολύ άσχηµη και πανταχού παρούσα για να την αγνοήσει κανείς. Οπότε, ορµώµενοι είτε από την ανάγκη και την πρόκληση να βελτιώσουν την αισθητική του «αναγκαίου κακού» είτε επειδή απλώς έχουν χιούµορ και δεν διστάζουν να το εκφράσουν, οι νέοι σχεδιαστές δεν παραλείπουν να καταθέτουν τη δική τους εναλλακτική πρόταση για τη λευκή πλαστική καρέκλα.

Οι Σουηδέζες Front, για παράδειγµα, την επένδυσαν µε δερµάτινο µαξιλάρι και την κατέστησαν το ιδανικό κάθισµα για ένα café ή εστιατόριο που θέλει να θεωρείται trendy, ενώ ο Ισπανός Marti Guixe περιορίστηκε να µεταφέρει το µήνυµά του γράφοντας επάνω της «Σεβαστείτε τα φθηνά έπιπλα» διότι και αυτά έχουν ψυχή.

Η Σουηδέζα Rebecca Ahlstedt, από την άλλη, την προσάρµοσε σε έναν µεταλλικό σκελετό µε στρογγυλεµένα άκρα και τη µετέτρεψε αυτοµάτως στην πιο πρωτότυπη κουνιστή καρέκλα. Για να κάθεται η γιαγιά µπροστά στο τζάκι τα κρύα βράδια του χειµώνα και να λέει παραµύθια στα εγγόνια όπως τον παλιό, καλό καιρό.

∆ιότι η πλαστική καρέκλα είναι παντός καιρού και η γοητεία της χρόνια δεν κοιτά.