Στις προτεραιότητες της κυβέρνησης βρίσκεται η φορολογική μεταρρύθμιση και ένα από τα μέτρα που ακούγονται τελευταία είναι η περικοπή των φορολογικών απαλλαγών.
Η αλήθεια είναι ότι οι φορολογικές απαλλαγές και οι άλλες ειδικές ρυθμίσεις χρησιμοποιήθηκαν στο παρελθόν για την ικανοποίηση κάθε είδους μικροπολιτικών επιδιώξεων και συμβιβασμών. Μάλιστα πολλές από τις φορολογικές απαλλαγές που υπήρχαν τις αγνοούσε και το ίδιο το υπουργείο Οικονομικών!
Τις κάθε μορφής «ειδικές ρυθμίσεις» του ελληνικού φορολογικού συστήματος κατορθώσαμε σε μελέτη μας πριν από κάποια χρόνια να τις καταγράψουμε και η μελέτη αυτή αποτέλεσε στη συνέχεια ειδικό τόμο του κρατικού προϋπολογισμού.
Από το σημείο όμως της πλήρους αδιαφάνειας και ασυδοσίας στην παροχή φορολογικών προνομίων το να πάμε στο άλλο άκρο είναι εξίσου άδικο και επικίνδυνο. Γιατί τα τελευταία χρόνια, στο όνομα της δημοσιονομικής εξυγίανσης, περικόπηκαν άγρια ή καταργήθηκαν απαλλαγές οι οποίες αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του φορολογικού συστήματος ανατρέποντας θεμελιώδεις αρχές της φορολογίας.
Για παράδειγμα, καταργήθηκε η έκπτωση των δαπανών στις οποίες υποβάλλονται οι φορολογούμενοι για τη συντήρηση και την επισκευή των ακινήτων που εκμισθώνουν. Ανατράπηκε, δηλαδή, μια βασική αρχή της φορολογίας σύμφωνα με την οποία φορολογείται το καθαρό και όχι το ακαθάριστο εισόδημα. Πέραν όμως αυτού, έχασαν οι ιδιοκτήτες των ακινήτων κάθε λόγο να ζητούν αποδείξεις από ηλεκτρολόγους, υδραυλικούς, ελαιοχρωματιστές κ.ά., δηλαδή από επαγγελματίες στους οποίους υπάρχει μεγάλη φοροδιαφυγή, αφού η απαίτηση απόδειξης συνεπάγεται για τους ιδιοκτήτες επιπλέον επιβάρυνση 23%, που είναι ο ΦΠΑ. Ετσι περιμένουμε να περιορισθεί η φοροδιαφυγή;
Ενα άλλο παράδειγμα φορολογικής απαλλαγής που ουσιαστικά καταργήθηκε τα τελευταία χρόνια είναι η έκπτωση από το εισόδημα του ενοικίου που καταβάλλει ο φορολογούμενος για την κύρια κατοικία του. Η κατάργηση της έκπτωσης του ενοικίου έφερε σε δυσμενέστερη θέση τους ενοικιαστές. Και αν ληφθεί υπόψη ότι οι ενοικιαστές ανήκουν, ως κατηγορία, στις χαμηλότερες εισοδηματικά τάξεις, δεν θα μπορούσε να ισχυρισθεί κανείς ότι η κατάργηση αυτή έκανε το σύστημα δικαιότερο. Επιπλέον, θέλει μεγάλη προσπάθεια για να σκεφθεί κανείς ότι με την κατάργηση της έκπτωσης αυτής θα αυξηθεί η φοροδιαφυγή στα ενοίκια;
Αλλά και η κατάργηση της έκπτωσης σημαντικών ιατροφαρμακευτικών δαπανών (δαπάνες για φάρμακα, ιατρικές εξετάσεις σε διαγνωστικά κέντρα κτλ.) δημιουργεί ερωτήματα.
Ενα τελευταίο παράδειγμα αποτελεί η κατάργηση της έκπτωσης από το εισόδημα των υποχρεωτικών από τον νόμο ασφαλιστικών εισφορών. Παρατηρείται έτσι το οξύμωρο δαπάνες που είναι από τον νόμο υποχρεωτικές να μην αναγνωρίζονται φορολογικά ως δαπάνες και να μην εκπίπτουν από το εισόδημα.
Αν η Πολιτεία κρίνει ότι χρειάζεται περισσότερα φορολογικά έσοδα, έχει τα μέσα να το κάνει. Μπορεί να περιορίσει τη φοροδιαφυγή, να αυξήσει την αποτελεσματικότητα του φοροεισπρακτικού μηχανισμού ή, σε τελική ανάλυση, να «παίξει» με τους φορολογικούς συντελεστές.

Ο κ. Ν. Τάτσος είναι καθηγητής Δημόσιας Οικονομικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, τ. πρέσβης στον ΟΟΣΑ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ