«Ω! πόλις αιμάτων όλη ψευδής, αδικίας πλήρης
Ου ψηλαφηθήσεσθαι θήρα»
(Ναούμ, Γ:1)

Οι μεταρρυθμίσεις έχουν λίγους φίλους και πολλούς εχθρούς, έχει επισημάνει από παλιά ο Μακιαβέλι. Τούτο διότι όσοι βολεύονται και επωφελούνται από την υφιστάμενη κατάσταση θα καταπολεμήσουν τις καινοτομίες, ενώ εκείνοι που ίσως ευνοηθούν από αυτές δεν θα τις υποστηρίξουν στην καλύτερη περίπτωση παρά με τρόπο χαλαρό, μια και τα πιθανά οφέλη είναι μελλοντικά και αβέβαια. Με βάση αυτό το «αξίωμα», αρκετά συχνά «ρεαλιστές» πολιτικοί αποφεύγουν τις δραστικές αλλαγές και τις ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις προκρίνοντας μια πιο συντηρητική λογική διαχειριστικού παρά ανανεωτικού χαρακτήρα στις πολιτικές τους προτεραιότητες και στη στρατηγική. Οπως έχει παρατηρήσει σχετικά ο καθηγητής Νίκος Μουζέλης, τα κόμματα συνήθως αποδέχονται και προωθούν μόνο τις μεταρρυθμίσεις εκείνες από τις οποίες προσδοκούν ότι θα επωφεληθούν εκλογικά. Η συνέπεια είναι ότι σχεδόν κάθε μεταρρύθμιση «μπορεί να προχωρήσει μόνο στον βαθμό που δεν θίγει τα κομματικά κεκτημένα».
Αν στα παραπάνω προστεθεί και η λεγόμενη αδράνεια των «ιθαγενών», δηλαδή των στελεχών της ίδιας της διοίκησης, αλλά και η αδιαφορία ή μάλλον αδυναμία αποτελεσματικής παρέμβασης της κοινωνίας των πολιτών, ίσως δεν εκπλήσσει ότι η δημόσια διοίκηση στη χώρα δεν κατάφερε να εξελιχθεί στο επίπεδο μιας οργάνωσης «βεμπεριανού» τύπου με σταθερούς κανόνες λειτουργίας, πάγια ιεραρχία, επαγγελματισμό, διαφάνεια και αξιοπιστία. Παρά τις ποικίλες διοικητικές μεταρρυθμίσεις που κατά καιρούς επιχειρήθηκαν, το κυρίαρχο «δόγμα» συγκρότησης του κρατικού μηχανισμού δεν κατάφερε να απαλλαγεί από τα κατάλοιπα των πελατειακών σχέσεων, του νομικισμού και της «γραφειοκρατίας» στην πιο αρνητική εκδοχή της. Διάφορες μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες συχνά εμφανίστηκαν να υποφέρουν από μια παλινδρόμηση ή εκκρεμή κίνηση μεταξύ αλλαγής του ισχύοντος και συντήρησής του.
Μάλιστα, το «παράδοξο της διακυβέρνησης» στη δημοκρατία μάς δείχνει ότι παρά τις αλλαγές στα πρόσωπα και στις κυβερνήσεις, μια κρίση απόφασης φαίνεται να διατρέχει την πολιτική διαδικασία. Οπως και η ατολμία για τις κρίσιμες, τις μεγάλες επιλογές για τις διορθωτικές τομές και τις μεταρρυθμίσεις ουσίας. Ετσι, ένα από τα κυριότερα ελλείμματα διακυβέρνησης στη χώρα αναφέρεται ειδικότερα στην κυβερνητική ικανότητα για μακροπρόθεσμο σχεδιασμό και συντονισμό πολιτικής σε έναν σύνθετο ως κατακερματισμένο διοικητικό μηχανισμό του κράτους. Η αδυναμία της πολιτικής να λειτουργήσει με τέτοιους όρους έχει οδηγήσει στην απομυθοποίηση ή «απομάγευσή» της, κατά τον όρο του Max Weber, από τις μάζες του πληθυσμού, που δεν συγκινούνται πια από αυτήν, όπως τον πρώτο καιρό της Μεταπολίτευσης.
Η «ρουτινοποίηση» του πολιτικού χαρίσματος και η υπαλληλοποίηση πολιτικών και διοικητικών στελεχών σε κομματικές ή συνδικαλιστικές πειθαρχίες μοιάζει ήδη να κυριαρχεί. Η «κομματοκρατία», που είναι ίσως το μεγαλύτερο πρόβλημα στη διοίκηση του κράτους, είναι φυσικό να μην ελκύει, αλλά να εχθρεύεται τη γοητεία και την αξία της προσωπικότητας, τα ελεύθερα πνεύματα, την πολιτική κουλτούρα της αναζήτησης, του προβληματισμού, της αμφιβολίας.
Αν η πολιτική στελέχωση διέπεται από την πελατειακή λογική και όχι την αξιοκρατία, τα ίδια και με χειρότερα αποτελέσματα συμβαίνουν στη δημόσια διοίκηση. Με συνέπεια όχι μόνο να μην ενημερώνει έγκαιρα και υπεύθυνα την πολιτική ηγεσία ή να την «παραπλανά» για την ορθότητα των διαδικασιών, αλλά και να μην είναι σε θέση να εφαρμόσει με στοιχειώδη συνέπεια τους νόμους και τις διατάξεις. Η διοίκηση σε πολλές περιπτώσεις, και μάλιστα στα ηγετικά ή διευθυντικά κλιμάκια, διέπεται – πλην εξαιρέσεων – από ακαταλληλότητα και αναξιοκρατία. Αυτή είναι η γάγγραινα που τρώει εκ των έσω τον ιστό της διοίκησης, της δημοκρατίας.
Από την άλλη πλευρά, τα δεδομένα της επιστημονικής έρευνας, η ανάλυση, η συστηματική αξιολόγηση και ο σχεδιασμός συχνά αποκρούονται και αποδοκιμάζονται ελαφρά τη καρδία ως ρηχός «τεχνοκρατισμός» απέναντι σε μια «ευρύχωρη» πολιτικοϊδεολογική προκατάληψη και υπεροψία. Η αλήθεια είναι ότι πολλές από τις μεταρρυθμίσεις αποτυγχάνουν όχι τόσο λόγω των σύνθετων κοινωνικών καταστάσεων, όσο διότι πολύ απλά δεν ήταν σωστά σχεδιασμένες και προετοιμασμένες με την κατάλληλη ανάλυση και τεκμηρίωση.
Κοντολογίς, εκείνο που παρέμεινε εκκρεμές και ημιτελές κατά την περίοδο της Μεταπολίτευσης, που ανασυγκροτήθηκε η πολιτική ζωή στη χώρα με όρους δημοκρατίας, ήταν το σχέδιο για τον πραγματικό εκσυγχρονισμό του διοικητικού μηχανισμού του κράτους στα διάφορα επίπεδα και στις μορφές της έκφανσής του. Η εκσυγχρονιστική προοπτική υστέρησε έναντι του πιο καθολικού και συναρπαστικού αιτήματος του εκδημοκρατισμού στην πολιτική ζωή. Το αίτημα αυτό αποτέλεσε γενικότερο φαινόμενο, προηγήθηκε και κυριάρχησε στο συλλογικό φαντασιακό έναντι του ειδικότερου και πιο «πεζού», όπως πολλοί θεώρησαν, ζητήματος του εκσυγχρονισμού θεσμών και διαδικασιών στη δημόσια ζωή.
Μπορεί μάλιστα να παρατηρηθεί ότι ο πολιτικός εκδημοκρατισμός συνέβη με ένα σαφές διοικητικό «κόστος», ήτοι, τη διαμόρφωση μιας κατάστασης των πραγμάτων στη διοίκηση ώστε αυτή να τελεί σε καθεστώς υποτέλειας έναντι των κομμάτων δίχως να μπορεί ή να της επιτρέπεται να σταθεί με τρόπο σχετικά αυτόνομο, με επαγγελματική επάρκεια, ουδετερότητα και αξιοκρατία απέναντί τους επιτελώντας με συνέπεια τον συνταγματικό της ρόλο της εκτελεστικής εξουσίας του κράτους.
Ελπίζοντας ότι η πτώσις μας δεν είναι βεβαία παρακολουθούμε με κομμένη την ανάσα την έκβαση των διαβουλεύσεων της κυβερνήσεώς μας με την Τρόικα των Αναμορφωτών («ευτύχημα θα ήταν αν ποτέ δεν τους χρειάζονταν κανείς») εν τη Μεγάλη Ελληνική Αποικία, 2012 μ.Χ., ευχόμενοι για το καλύτερο.

Ο κ. Αντώνης Μακρυδημήτρης είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ