H «υπόθεση Barclays» έφερε στην επιφάνεια ένα ιδιότυπο τραπεζικό καρτέλ που φέρεται ότι «χειραγωγούσε» εδώ και χρόνια τα επιτόκια στη διατραπεζική αγορά διαμορφώνοντας το κόστος δανεισμού για τους ιδιώτες, τις επιχειρήσεις, αλλά και τα ίδια τα κράτη. Ανέδειξε επίσης τη στενή σχέση αλληλεξάρτησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος με την πραγματική οικονομία, ενώ έθεσε για μία ακόμη φορά σε αμφισβήτηση τον μύθο της ελεύθερης και αυτορυθμιζόμενης αγοράς.

Το διατραπεζικό επιτόκιο Libor, για τον δανεισμό χρημάτων από μια τράπεζα στην άλλη, ώστε να υπάρχει μια κοινή τιμή αναφοράς στις συναλλαγές δανεισμού, καθορίζει στην ουσία το «εμπόριο του χρήματος». Οι επιπτώσεις είναι τεράστιες, αρκεί να αναλογιστεί κανείς πως κεφάλαια 360 τρισ. δολαρίων που είναι τοποθετημένα σε στεγαστικά δάνεια και τιτλοποιημένα προϊόντα χρησιμοποιούν ως δείκτη αναφοράς το εν λόγω επιτόκιο, όπως και πολλά προϊόντα στις προθεσμιακές αγορές εμπορευμάτων που αυξάνουν το συνολικό ποσό κεφαλαίων που καθορίζεται από το Libor στα 564 τρισεκατομμύρια δολάρια. Ο ίδιος δείκτης, πέρα από τη διατραπεζική αγορά, καθορίζει εξάλλου τα επιτόκια των στεγαστικών δανείων, των επιχειρήσεων και των εταιρικών και κρατικών ομολόγων, επηρεάζοντας έτσι το σύνολο της παγκόσμιας οικονομίας.

Το μεγάλο κόλπο
Λίγο πριν από τις 11 π.μ. (ώρα Βρετανίας) λοιπόν, ορισμένοι traders από τις μεγαλύτερες τράπεζες του κόσμου φέρεται πως δίνοντας συγκεκριμένες τιμές «χειραγωγούσαν» τα επιτόκια εσωτερικού δανεισμού των τραπεζών Libor και Euribor, καθορίζοντας με την τεχνητή αυξομείωσή τους το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα.
Οι 18 κορυφαίες τράπεζες: Bank of America, Bank of Tokyo-Mitsubishi, Barclays Bank, BNP Paribas, Citibank, Credit Agricole CIB, Credit Suisse, Deutsche Bank AG, HSBC, JP Morgan Chase, Lloyds Banking Group, Rabobank, Royal Bank of Canada, Societe Generale, Sumitomo Mitsui Banking Corporation, The Norinchukin Bank, The Royal Bank of Scotland Group, UBS AG, κάθε πρωί επηρέαζαν λοιπόν καταλυτικά τα επιτόκια της διατραπεζικής αγοράς με στόχο, όπως λέγεται, από τη μία πλευρά το κέρδος αλλά και από την άλλη τον έλεγχο τους παγκόσμιου συστήματος με βάση την εκάστοτε οικονομική συγκυρία.
Από τις 18 αυτές τράπεζες αφαιρούνταν οι τέσσερις που έδιναν τις υψηλότερες τιμές και αντίστοιχα οι τέσσερις που έδιναν τις χαμηλότερες, ενώ η τιμή των διατραπεζικών επιτοκίων διαμορφωνόταν από τη μέση σταθμισμένη τιμή που έδιναν οι 10 εναπομείνασες τράπεζες. Οπως γίνεται σε τέτοιες περιπτώσεις, δεν είναι απαραίτητο να είναι όλες οι τράπεζες στο «κόλπο», καθώς το τελικό αποτέλεσμα καθορίζεται συνήθως από τις ηγέτιδες τράπεζες (market leaders) της αγοράς, καθώς οι υπόλοιπες δεν μπορούν παρά να ακολουθήσουν.

Το κοινό… καλό
Οι παρεμβάσεις των τραπεζών αυτών στη διατραπεζική αγορά χωρίζονται σύμφωνα με στελέχη του Σίτι του Λονδίνου σε δύο περιόδους: Στην πριν από την κατάρρευση της Lehman Brothers εποχή όπου επικρατούσε η μεγάλη μόχλευση (επενδύσεις και με δανικά) στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, μια περίοδος που συνέφερε τα επιτόκια να είναι υψηλότερα για να βγαίνουν περισσότερα κέρδη – ιδίως στις αγορές παραγώγων και στη μετά Lehman εποχή όπου η παγκόσμια κρίση αύξησε τους συστημικούς κινδύνους με αποτέλεσμα τα επιτόκια να πιέζονται τεχνικά προς τα κάτω ώστε να αποφευχθεί η κατάρρευση της παγκόσμιας οικονομίας. Αν π.χ. αφηνόταν, όπως υποστηρίζεται, η διαμόρφωση των επιτοκίων χωρίς παρεμβάσεις στην ελεύθερη αγορά, τότε η οικονομική καταστροφή θα αποτελούσε μια πραγματικότητα.
«Σε ακραίες περιπτώσεις που κινδυνεύει όλο το σύστημα ίσως δεν είναι παράλογο να υπάρχει μια συνεννόηση σε πολύ υψηλό επίπεδο για το… κοινό καλό» ανέφεραν τραπεζικά στελέχη με γνώση των πρακτικών που αναπτύσσονται στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Ωστόσο ποιος μπορεί να αποκλείσει τη χειραγώγηση των τιμών και τις καλές ημέρες; Το Libor εξάλλου ποτέ δεν οργανώθηκε ως σωστή αγορά από την αρχή, κι αυτός είναι ακριβώς ο λόγος για τον οποίο συνεχίστηκε ανενόχλητα η χειραγώγηση σε τόσο μεγάλο βαθμό για τόσο μεγάλο διάστημα, δεδομένου, όπως υποστηρίζουν οι αναλυτές, ότι η αποτίμησή του βασιζόταν σε ιδιωτικές αναφορές τιμών και όχι σε απτές συμφωνίες. Οι κατηγορίες δεν αφορούν μόνο τη χειραγώγηση του Libor, αλλά και του ευρωπαϊκού διατραπεζικού επιτοκίου Euribor, το οποίο πάντως διαμορφώνεται από τις τιμές που δίνουν 43 ευρωπαϊκές τράπεζες (μεταξύ των οποίων και η Εθνική) σε μια όμως αγορά με μικρότερο βάθος και σημασία.
Οπως έδειξαν πάντως τα e-mails που δημοσιοποίησε η Αρχή Τραπεζικών Υπηρεσιών (FSA) της Βρετανίας ορισμένοι traders της Barclays «δεν ανέφεραν τίμια τις τιμές» και ενεπλάκησαν σε συνεχή και επίμονη προσπάθεια να χειραγωγήσουν την αγορά Libor και μετά, με την ενθάρρυνση ανώτερων managers.

Αποζημιώσεις
Ορισμένοι στην αγορά δεν αποκλείουν το «Σκάνδαλο Barclays» να οδηγήσει σε μεγάλες νομικές διαμάχες των θιγομένων την ώρα που περίπου είκοσι κορυφαίες τράπεζες, με βάση εκτιμήσεις στελεχών του Σίτι του Λονδίνου, βρίσκονται στο μικροσκόπιο στο πλαίσιο της έρευνας που διεξάγουν εδώ και καιρό στη Βόρεια Αμερική, στην Ευρώπη και στην Ιαπωνία, οι διωκτικές αρχές κατά του οικονομικού εγκλήματος. H Barclays δεν αποτελεί εξάλλου, όπως ανακοίνωσε η FSA, μεμονωμένη περίπτωση στην έρευνα των Αρχών για τις ύποπτες διατραπεζικές πρακτικές στα επιτόκια.
Οπως γίνεται σχεδόν πάντα ύστερα από ένα «ατύχημα» στις χρηματοπιστωτικές αγορές, οι Αρχές κάνουν λόγο για ένα νέο ρυθμιστικό πλαίσιο που θα αποτρέψει μελλοντικές παρατυπίες. Στη Βρετανία, όπου το πολύκροτο σκάνδαλο Libor ανάγεται σε μείζον πολιτικό ζήτημα, οι εποπτικές αρχές θέτουν επί τάπητος τους κανόνες διαμόρφωσης του διατραπεζικού επιτοκίου. Η Βρετανική Ενωση Τραπεζών ετοιμάζει τις δικές της προτάσεις.
Στις ΗΠΑ όμως οι εποπτικές αρχές κατέληξαν σε συμβιβαστική συμφωνία με την Barclays βάσει της οποίας η ίδια η τράπεζα θα αναλάβει να πείσει τους χρηματοοικονομικούς οργανισμούς να λειτουργήσουν με μεγαλύτερη διαφάνεια. Βάσει των όρων του συμβιβασμού με την αμερικανική Επιτροπή Trading Παραγώγων, η Barclays συμφώνησε σε ένα σχέδιο έξι σημείων βάσει του οποίου θα «ενθαρρυνθούν» οι παίκτες της συγκεκριμένης αγοράς, όπως η Βρετανική Ενωση Τραπεζών, να βελτιώσουν τη διαδικασία διαμόρφωσης του διατραπεζικού επιτοκίου, να λειτουργήσουν με μεγαλύτερη διαφάνεια και να θεσπίσουν αυστηρή μεθοδολογία.
Ωστόσο στην αγορά αμφισβητείται το κατά πόσο μπορεί να αλλάξει ουσιαστικά η αρχιτεκτονική του συστήματος. Τα κράτη και οι τράπεζες βρίσκονται εξάλλου σε σχέση εξάρτησης. Είναι χαρακτηριστικό π.χ. ότι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα θα πρέπει να αναλάβουν την αναχρηματοδότηση των ομολόγων της ευρωζώνης συνολικού ύψους 3 τρισ. ευρώ που λήγουν μέσα στην επόμενη διετία.
Το μεγάλο κόπλο με το Libor

– 18 τράπεζες απ’ όλο τον κόσμο συμμετέχουν στη διατραπεζική αγορά και καθορίζουν το επιτόκιο Libor.

– Πριν από τις 11 το πρωί traders από ορισμένες τράπεζες (όχι κατ’ ανάγκη όλες) μιλούσαν μεταξύ τους και έδιναν συγκεκριμένες τιμές ώστε να επηρεάσουν και να διαμορφώσουν τα επιτόκια.

– Από τις 18 τράπεζες αφαιρούνταν οι 4 που έδιναν τις υψηλότερες τιμές και οι 4 που έδιναν τις χαμηλότερες. Η μέση τιμή διαμορφωνόταν από τις προσφορές των 10 «ενδιάμεσων» προσφορών.

– Το Libor είναι δείκτης αναφοράς για τις αποδόσεις κεφαλαίων 360 τρισ. δολαρίων που έχουν τοποθετηθεί σε στεγαστικά δάνεια και τιτλοποιημένα προϊόντα.

– Πιο δύσκολη η χειραγώγηση του Euribor καθώς στη διαμόρφωσή του συμμετέχουν 40 τράπεζες.

Η κάθαρση
Ερευνα για τραπεζική απάτη στην Bankia

Προφανώς, η κάθαρση πρέπει να αρχίσει από αλλού, από τις χώρες που πλήττονται περισσότερο από τα άγραφα εγκλήματα των τραπεζιτών – χώρες όπως η Ιρλανδία, η Ισλανδία, και τώρα η Ισπανία, όπου όπως προκύπτει και τα δύο μεγάλα κόμματα εξουσίας ήταν βουτηγμένα ως τον λαιμό στο σκάνδαλο της Bankia, της τράπεζας που προέκυψε από τη συγχώνευση επτά περιφερειακών ταμιευτηρίων, μεταξύ των οποίων η Caja Madrid και η Bancaja της Βαλένθιας, που είχαν ουσιαστικά πτωχεύσει εξαιτίας της έκθεσής τους στη «φούσκα» των ακινήτων.

Πράγματι, ισπανικό δικαστήριο ξεκίνησε πριν από λίγες ημέρες μεγάλη έρευνα για τραπεζική απάτη εις βάρος πρώην διευθυντικών στελεχών της Bankia, συμπεριλαμβανομένου του πρώην προέδρου του Διοικητικού της Συμβουλίου Ροδρίγο Ράτο – του άλλοτε γενικού διευθυντή του ΔΝΤ και υπουργού Οικονομικών στην κυβέρνηση Αθνάρ!
Και οι ισπανοί Σοσιαλιστές έχουν λερωμένη τη φωλιά τους: όχι μόνο γιατί πολλά στελέχη τους συμμετέχουν στο Διοικητικό Συμβούλιο της Bankia, αλλά και γιατί η κυβέρνηση Θαπατέρο ήταν εκείνη που προετοίμασε τη συγχώνευση των επτά τραπεζών που σχημάτισαν την «υπερτράπεζα» Bankia, και που έπεισε χιλιάδες μικρομετόχους να αγοράσουν μετοχές στην αρχική δημόσια προσφορά, τον Ιούλιο του 2011 – μετοχές που σήμερα δεν αξίζουν ούτε… πεσέτα.
Στο στόχαστρο των ερευνών βρίσκονται και οι ίδιες οι ρυθμιστικές αρχές, όπως και η ηγεσία της Τράπεζας της Ισπανίας. Και υπάρχει πολύ σοβαρός λόγος: τα 23,5 δισ. ευρώ που απαιτήθηκαν για τη διάσωση της Bankia τον Μάιο ήταν αυτά που οδήγησαν τελικά την Ισπανία να προσφύγει στην ΕΕ για τη διάσωση του τραπεζικού της συστήματος…
Στίγκλιτς κατά τραπεζών
Η θεωρία της «ασύμμετρης πληροφορίας»

Την πραγματική αλήθεια (και) γι’ αυτό το τραπεζικό μέγα-σκάνδαλο μας τη λέει ο νομπελίστας οικονομολόγος Τζόζεφ Στίγκλιτς: «Κανείς από αυτούς (τους τραπεζίτες) δεν πήγε φυλακή. Εχουμε ένα νομικό σύστημα που δεν επιβάλλει τον σαφή καταλογισμό ευθυνών. Είναι ξεκάθαρο πως αυτοί οι τύποι δεν θα πληρώσουν για όσα έκαναν» δήλωσε οργισμένος στον βρετανικό «Independent».

Για τον Στίγκλιτς, όπως και για τους περισσότερους πραγματικά ανεξάρτητους οικονομολόγους, που δεν εξαρτώνται από τα διάφορα λόμπι, τα ινστιτούτα και τις «δεξαμενές σκέψης», οι αποκαλύψεις αυτές μόνο σοκ δεν προκαλούν: αντιθέτως, ο Στίγκλιτς έχει γράψει ήδη από τη δεκαετία του ’70 μια σειρά από προφητικά κείμενα, που περιγράφουν ακριβώς το πώς οι δήθεν «ελεύθερες αγορές» παύουν να είναι ελεύθερες και καταλήγουν να είναι επιβλαβείς για τις κοινωνίες, όταν ομάδες ανθρώπων – στην περίπτωσή μας τραπεζιτών – αποκτούν προνομιακή πρόσβαση σε πληροφορίες που παραμένουν κρυφές από το ευρύ κοινό.
Πρόκειται για τη γνωστή θεωρία της «ασύμμετρης πληροφορίας» (asymmetrical information), η οποία χάρισε το 2001 το βραβείο Νομπέλ Οικονομίας στον σημερινό καθηγητή του Πανεπιστημίου Κολούμπια. Μια θεωρία που βέβαια ο Στίγκλιτς είχε ήδη επαληθεύσει στην πράξη έναν χρόνο πριν από τη βράβευσή του, το 2000, όταν παραιτήθηκε από την Παγκόσμια Τράπεζα σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τον ρόλο της τελευταίας – και της προνομιούχου «συμμορίας των πέντε αστέρων», απαρτιζόμενης από ειδικούς, στην οποία και ο ίδιος ανήκε – στη μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση της ΝΑ Ασίας, που σάρωσε δεκάδες οικονομίες, επεκτεινόμενη στην Ανατολική Ευρώπη και στη Νότια Αμερική.
Η ίδια ακριβώς προνομιακή πρόσβαση στην πληροφορία, μαζί φυσικά με τη βεβαιότητα της ατιμωρησίας σε πολιτικό και νομικό επίπεδο, είναι που γέννησε και το σκάνδαλο της Barclay’s – σκάνδαλο που ο Στίγκλιτς αποκαλεί σήμερα «κλασικό παράδειγμα» των συνεπειών της «ασύμμετρης» θεωρίας του: όπως εξηγεί και στο νέο του βιβλίο «The Price of Inequality» (To τίμημα της ανισότητας), ο μόνος τρόπος να προχωρήσουμε στην οικοδόμηση πιο δίκαιων και πιο πλούσιων κοινωνιών είναι να διασπάσουμε το ουσιαστικό μονοπώλιο της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας που έχει εξασφαλίσει ο χρηματοπιστωτικός τομέας τις τελευταίες δεκαετίες, και ότι αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τη Βρετανία και τις ΗΠΑ.
Πώς θα πραγματοποιηθεί αυτή η ριζική αλλαγή; Κατά τον Στίγκλιτς, όπως και για εκατομμύρια έμμεσα ή άμεσα θύματά τους σε όλο τον κόσμο, ο καλύτερος τρόπος είναι να αρχίσουμε να στέλνουμε μερικούς τραπεζίτες στη φυλακή. Ο Μπαράκ Ομπάμα το υποσχέθηκε, αλλά δεν το έπραξε: η περίφημη μεταρρύθμισή του στη Wall Street αποδείχθηκε άσφαιρη, με τις μεγάλες τράπεζες και τις ηγεσίες τους να παραμένουν άθικτες, κόντρα στους νόμους του ίδιου του καπιταλισμού, και τον λογαριασμό της διάσωσής τους να μεταφέρεται στους δυστυχείς φορολογουμένους. Το ίδιο δυστυχώς ισχύει ως τώρα και για τη Βρετανία, αφού παρά τις αρχικές «αγριάδες», τα πρόστιμα και τις ψευδεπίγραφες, όπως αποδεικνύεται σήμερα, εθνικοποιήσεις του Γκόρντον Μπράουν, τα ηνία του Σίτι παρέμειναν σε ανθρώπους σαν τον Ντάιαμοντ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ