Δεν είμαστε τίποτα να γίνουμε τα πάντα*
Ελληνες στα άκρα. Ολα συμβαίνουν ως εάν η ζωή μας όλη συντάσσεται και εναρμονίζεται με την έλευση της καταστροφής. Επίσημα χείλη σε παραστατικές περιγραφές έχουν κατά καιρούς φροντίσει να αποτυπώσουν το τέλος του τέλους. Μιλούν για τη μελλοντική Ελλάδα ως μια χώρα τού δίχως. Δίχως φως, δίχως τρόφιμα, δίχως βενζίνη, δίχως φάρμακα.
Κι όμως το σενάριο της εσχάτης καταστροφής ίσως μείνει στην Ιστορία σαν μια ιστορική έντεχνα καλλιεργημένη κατασκευή. Η ψυχική μας υγεία περιφρουρείται αν υπονομεύσουμε μέσα μας το εσχατολογικό σενάριο. Διερωτάται κανείς αν το σενάριο της ολικής καταστροφής δεν επιστρατεύεται για να γίνει πιο ανεκτό αυτό που ζούμε τώρα. Η πραγματικότητα δηλαδή μιας σχετικής, μιας σχεδόν καταστροφής.
Ενα εκατομμύριο οι άνεργοι, και οι εν δυνάμει άνεργοι; Πόσοι; Τα φαρμακεία που αντί να προμηθεύουν φάρμακα μοιράζουν ομπρέλες για να προστατέψουν από το λιοπύρι τους απελπισμένους ασθενείς. Η χώρα τού δίχως είναι ήδη εδώ. Ή μάλλον η χώρα τού «δεν υπάρχει». Δεν υπάρχει κάδος σκουπιδιών δίχως την αδέσποτη γάτα, τον άνθρωπο-σκιά να ψαχουλεύει. Δεν υπάρχει μέρα που μια ένοπλη ληστεία να μη σκορπά τον φόβο. Εν δυνάμει θύματα όλοι μας. Εν δυνάμει δράστες; Πόσοι; Ποιοι; Δεν υπάρχει νύχτα που να μην εγκαθίσταται ο φόβος του Καλάσνικοφ στο μυαλό εκείνου που ετοιμάζεται να κοιμηθεί. Ανήσυχος, έμφοβος ύπνος μέσα σε σιδερόφραχτα σπίτια-κλουβιά. Ενα απέραντο ναρκοπέδιο ο κόσμος. Πώς να έχει την οποιαδήποτε αξία σε έναν τέτοιον κόσμο η ανθρώπινη ζωή; Ανταλλάξιμη, ευτελής, ανάξια υπεράσπισης.
Οι Ελληνες στα όριά τους. Ετοιμοι «δι’ ασήμαντον αφορμήν» να εκραγούν.
Μια θάλασσα από βενζίνη στα πόδια μας. Αρκεί ένα σπίρτο για να αρπάξει φωτιά. Οι Ελληνες με το σπίρτο στο χέρι κραυγάζουν, βρίζουν, ουρλιάζουν ή απλά και μόνο αναλύονται σε λυγμούς. Καταθλιμμένοι, οργισμένοι, άρρωστοι. Τρελαίνονται. Η βία παραμονεύει. Ομως ως ινδουιστική θεότητα που στοχεύει στη νίκη επί των δαιμόνων, η βία αυτή έχει πολλά χέρια. Χέρια-φονικά όπλα που στρέφονται στον άλλον. Τον στραγγαλίζουν, τον ταπεινώνουν. Ενδόμυχα χαίρονται για τη δυστυχία του: «Εκείνος και όχι εγώ».
Χέρια-φονικά όπλα στρέφονται όμως και ενάντια στον ίδιο τον εαυτό. Αλκοόλ, ουσίες, κατάλυση δεσμών που κάποτε λογαριάζονταν ως ιεροί, αυτοκτονίες, άμεσες και έμμεσες, αφαίρεση νοήματος από νοηματοδοτημένες μέχρι πρότινος δραστηριότητες. Δεν έχει τέλος ο κατάλογος.
Η φιλαργυρία, η αναλγησία, ο ρατσισμός, όπως και η ευαισθησία στον πόνο του άλλου ένα βάλσαμο για να γιατρεύει τις εσωτερικές πληγές. Ολα όμως στο τέλος γίνονται δηλητήριο.
Πώς να κατανοήσεις την ακρότητα των συμπεριφορών; Ως πάνχρηστον, ως ερμηνευτική πανάκεια, η κρίση επιστρατεύεται για να εξηγήσει τα πάντα. Πόσο απλουστευτική είναι μια τέτοια τακτοποίηση;
Αυτοκτόνησε, σκότωσε, σκοτώθηκε, τρελάθηκε, λόγω κρίσης. Η πολυπλοκότητα του ψυχισμού αντιστέκεται σε ευθύγραμμες εξισώσεις. Πέραν της οικονομικής ανέχειας αξίζει να αναζητήσουμε έννοιες που σχετίζονται μεν με αυτήν αλλά και την υπερβαίνουν. Θα ανατρέξω στις καταγραφές της εμπειρίας όσων επέζησαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης (βλέπε π.χ. τις συγκλονιστικές καταγραφές του Jean Amery ή του Primo Levi). Η έννοια του αβοήθητου έρχεται στο προσκήνιο.

Προτείνω να τη συλλογιστούμε στη μεταφορική της διάσταση. Με το πρώτο γρονθοκόπημα στο πρόσωπο το θύμα διαπιστώνει παράλυτο από έκπληξη ότι όλα μπορεί πλέον να του συμβούν. Η απώλεια εμπιστοσύνης στον κόσμο ακολουθεί. Παύει η βεβαιότητα ότι από συνέπεια προς γραπτά ή άγραφα κοινωνικά συμβόλαια ο άλλος θα διαφυλάξει την ακεραιότητά μου, θα σεβαστεί την υλική και μεταφυσική μου υπόσταση.

Το να παύουμε να ελπίζουμε σε οποιαδήποτε βοήθεια οδηγεί σε υπαρξιακό εκμηδενισμό. Η προσδοκία βοήθειας, η πεποίθηση ότι κάποιος θα βρεθεί να μας συνδράμει συγκαταλέγεται στις θεμελιώδεις εμπειρίες όχι μόνο του ανθρώπου αλλά και του ζώου. Μαζί με τον αγώνα για επιβίωση αποτελούν συστατικό στοιχείο του ψυχισμού. Η ενοχή του επιζώντος στα στρατόπεδα συγκέντρωσης ήταν το αίτιο για πολλές καταστραμμένες με το τέλος του πολέμου ζωές. Αναρωτιέμαι μέσα σε αυτή τη φυσικοποίηση της αθλιότητας που σήμερα ζούμε μπορεί να υπάρξει η οποιαδήποτε ενοχή του επιζώντος;

Αλλωστε το είπαμε, η μέρα αυτή αργεί.

Και στο διά ταύτα;
Μου το δωρίζει ένας τυφλός φοιτητής μου. Τον εξετάζω λίγες ημέρες πριν προφορικά. Με καθηλώνει η αιχμηρότητα της σκέψης του, η αναλυτική δύναμη του λόγου του. Νιώθω αμήχανα, συλλογίζομαι τον κόπο που καταβάλλει στην αφιλόξενη πόλη για να μάθει, για να μετακινηθεί. Προτού υποβασταζόμενος φύγει, τον ρωτώ αν έχει κάτι να συμβουλέψει εμάς τους αρτιμελείς. Δίχως να διστάσει μου απαντά: «Να οχυρώνουμε τον εαυτό μας μέσα από αυτά που δεν μπορεί κανείς να μας πάρει». Τι είναι αυτά; «Η γνώση και ο έρωτας».
Η χώρα τού τίποτα για λίγο μεταμορφώθηκε στη χώρα που είναι ικανή να μεταμορφώσει το τίποτα στα πάντα. Η σκέψη και ο έρωτας. Και η ελπίδα που δεν την υφαρπάζει κανείς. Είναι εκεί και περιμένει!..

* Σύνθημα σε τοίχο του πανεπιστημίου

Η κυρία Φωτεινή Τσαλίκογλου είναι συγγραφέας, καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πάντειο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ