Το κατάστημα στην Παλαιά Πόλη της Μπούντβα, αν και μικρό, διαθέτει εκκεντρικά εντυπωσιακές τουαλέτες από φαντεζί υφάσματα – όχι απαραίτητα ποιοτικά -, στολισμένες με χρυσές τρέσες και κρυσταλλάκια. Και τα άλλα είδη του όμως χωρίς να είναι κάποιας γνωστής φίρμας είναι στο ίδιο στυλ: τα θεόρατα ψηλοτάκουνα πέδιλα και οι τσάντες είναι βαριά διακοσμημένα με οτιδήποτε θα μπορούσε κάποιος να φανταστεί, όπως και τα γούνινα παλτά – αν και ντάλα καλοκαίρι. Οσο για τις τιμές; Σίγουρα εξωπραγματικές ακόμη και για τον ευκατάστατο τουρίστα…

Η απάντηση θα δοθεί από τη θάλασσα. Στη μαρίνα της Μπούντβα είναι αραγμένα πανάκριβα πολυτελή γιοτ με τουρίστες από Ρωσία και Ουκρανία. Αυτοί οι σύγχρονοι μεγιστάνες του πλούτου είναι οι πελάτες του καταστήματος και θα ξοδέψουν χωρίς δεύτερη σκέψη, αγοράζοντας ό,τι πιο εντυπωσιακό και εξαντρίκ. Η μαρίνα βρίσκεται βόρεια της Παλαιάς Πόλης και από εκεί ξεκινά και η Σλοβένσκα Ομπάλα που είναι ο πεζόδρομος περιπάτου.

Από εκεί θα περάσουμε την κεντρική πύλη των βενετσιάνικων τειχών για να απολαύσουμε τα αξιοθέατα που έχει η μικρή Μπούντβα να μας προσφέρει. Θα καθήσουμε στα ταβερνάκια με τις τοπικές νοστιμιές, θα πληρώσουμε οικονομικά σε ευρώ (ξέχασα να σας πω ότι το Μαυροβούνιο οικειοθελώς χρησιμοποιεί το ευρώ ως νόμισμα), θα διανυκτερεύσουμε σε «μπουτίκ» ξενοδοχεία, θα κάνουμε μπάνιο σε αμμουδιές και κολπίσκους.

Και πάλι θα αναρωτηθούμε πικρά (αν και την απάντηση τη γνωρίζουμε) πώς τα καταφέρνει μια μικρή πόλη με τόσο λίγα αξιοθέατα και παραλίες που δεν συγκρίνονται με τις δικές μας να συγκεντρώνει αυτά τα σμήνη των τουριστών…

Από τους Ιλλυριούς στο Βυζάντιο και στους Βενετούς

Το ευχάριστο κλίμα και η γεωγραφική θέση ήταν οι αιτίες που η περιοχή κατοικήθηκε από τους προϊστορικούς χρόνους, όπως αποδεικνύουν τα αρχαιολογικά ευρήματα. Κατά την εποχή του Χαλκού και του Σιδήρου έφτασαν και κατοίκησαν φυλές Ιλλυριών. Μάλιστα έχουν βρεθεί στη γύρω περιοχή λόφοι-φρούρια όπου κατοικούσαν οι ιλλυριοί πολεμιστές σε κοινότητες, καθώς και τάφοι.

Μία από αυτές τις φυλές είναι οι Εγχελείς, που θεωρούνται οι παλαιότεροι αυτόχθονες κάτοικοι της Μπούντβα. Ανάμεσα στους πρώτους συγγραφείς που αναφέρουν την Μπούντβα τον 5ο αι. π.Χ. είναι ο τραγικός Σοφοκλής ο οποίος την ονομάζει «Πόλη Ιλλυριών». Τον 4ο αιώνα αποικίστηκε από τους Ελληνες και έγινε ένα σημαντικό εμπορικό κέντρο, ενώ κατά τον 2ο αιώνα κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους. Τον 1ο αιώνα ο Πλίνιος τη χαρακτηρίζει «περιτειχισμένη πόλη που κατοικείται από ρωμαίους πολίτες».

Σε αυτή την περίοδο κτίζονται μνημειακά κτίσματα, στρώνονται δρόμοι και προστατεύεται από συμπαγή τείχη, ενώ πέφτει σε αφάνεια μετά την πτώση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Κατά τον καταστρεπτικό σεισμό του 518 η πόλη διοικείται από τους βυζαντινούς αυτοκράτορες, ενώ σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο τον Πορφυρογέννητο, από τον 7ο αιώνα οι Σλάβοι άρχισαν να κατοικούν στην περιοχή. Κατά το 841 η πόλη καταστράφηκε από τους Αραβες που επιτέθηκαν από τη θάλασσα.

Ανέκαμψε και πάλι κατά τον 10ο και 11ο αιώνα και έγινε επισκοπή με την καθεδρική εκκλησία του Αγίου Ιβάν του Βαπτιστή. Στη συνέχεια βρέθηκε στην κυριαρχία της δυναστείας Νεμαντζίτς και άλλων δυναστειών, ώσπου το 1403… αναλαμβάνουν οι Βενετοί που την ονομάζουν Μπάλσα 3η. Επειτα από περιπέτειες ξαναβρίσκεται στη βενετική κυριαρχία ως την πτώση της Γαληνοτάτης το 1797.

Τη σκυτάλη παίρνουν οι Αυστριακοί, ως το 1806, διοικείται για λίγο από ρωσομαυροβουνιακή διοίκηση, ενώ μεταξύ 1807-1813 βρίσκεται κάτω από γαλλική κυριαρχία. Οι Αυστριακοί ανακαταλαμβάνουν την πόλη παραμένοντας ως το 1918, οπότε απελευθερώθηκε από τον σερβικό και μαυροβούνιο στρατό.

Στάρι Γκραντ – η Παλαιά Πόλη

Στο νότιο μέρος της Αδριατικής ακτής, με ιστορία 2.500 ετών, πρόκειται για ένα από τα παλαιότερα οικιστικά κέντρα της περιοχής. Είναι κτισμένη στα ελληνικά πρότυπα, με κύρια οδό που οδηγούσε στην κεντρική πλατεία όχι διά μέσου του κέντρου της πόλης αλλά πλάγια.

Τα τείχη της συνδέονται με τον Μεσαίωνα και αναστηλώθηκαν μετά τον σεισμό του 1667. Το μεγαλύτερο κομμάτι της καταστράφηκε στους σεισμούς του 1979 όμως αναστηλώθηκε και ανοικοδομήθηκε. Μια πύλη της Παλαιάς Πόλης χρονολογείται από τον 6ο αιώνα π.Χ., ενώ επίσης έχουν βρεθεί τα ερείπια της αρχαίας Νεκρόπολης, ρωμαϊκοί ναοί, θέρμες και πρώιμα χριστιανικά μωσαϊκά.

Ακόμη μπορείτε να δείτε το ανάγλυφο με το λιοντάρι του Αγίου Μάρκου, σύμβολο της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας, πάνω από την κύρια πύλη.Περπατώντας στα στενά δρομάκια θα οδηγηθείτε σε μικρές πλατείες που οι περισσότερες διαθέτουν τη μικρή τους εκκλησία.

Τα σπίτια φτιαγμένα από πέτρα σήμερα στεγάζουν κυρίως καταστήματα, εστιατόρια και ταβερνάκια, όμορφα καφέ, ξενώνες για τους τουρίστες, ενώ είναι λίγοι οι τυχεροί ανάμεσα στους περίπου 10.000 κατοίκους της Μπούντβα που έχουν το προνόμιο να κατοικούν σε αυτά.

Η αποικία των αρχαίων Ελλήνων

Η αγαπημένη πόλη των τουριστών του Μαυροβουνίου Μπούντβα πήρε το όνομά της από την αρχαία ελληνική λέξη βους (βόδι). Και βέβαια ήταν και πάλι η δαιμόνια ελληνική φυλή που ίδρυσε την πόλη σε στρατηγικό σημείο στην Αδριατική ακτή. Οπως όμως αναφέρει η ελληνική μυθολογία όλα ξεκίνησαν από τον Κάδμο, γιο του βασιλιά της Τύρου Αγήνορα και αδελφού της Ευρώπης.

Η αρπαγή της από τον Δία ήταν ο λόγος που ο πατέρας του τον έστειλε να τη βρει, με την εντολή να μη γυρίσει πίσω χωρίς αυτήν. Ετσι έπειτα από πολλές περιπλανήσεις έφτασε και στη Θράκη όπου η μητέρα του που τον ακολουθούσε πέθανε (εν τω μεταξύ, η Ευρώπη είχε φτάσει στην Κρήτη όπου συνευρέθηκε με τον Δία, έγινε η πρώτη της βασίλισσα και γέννησε τον Μίνωα, τον Ραδάμανθη και τον Σαρπηδόνα).

Το μαντείο των Δελφών από το οποίο ζήτησε τον χρησμό του τον συμβούλεψε να ακολουθήσει μια αγελάδα και όπου αυτή στέκεται να ιδρύει πόλη. Ετσι έφτασε στη Θήβα, όπου εκεί σκότωσε τον δράκοντα, που όριζε τα νερά της πηγής του τόπου και ήταν γιος του Αρη, και έσπειρε τα δόντια του. Τότε ξεφύτρωσαν από τη γη οι Σπαρτοί – άνδρες οπλισμένοι που αλληλοεξοντώθηκαν όταν ο Κάδμος έριξε μια πέτρα ανάμεσά τους και από αυτούς σώθηκαν μόνο πέντε που έγιναν οι γενάρχες των πρώτων αρχοντικών γενών της Θήβας.

Εξαιτίας της εξόντωσης του δράκου, ο Κάδμος υποχρεώθηκε από τον Αρη να τον υπηρετεί και τον ένατο χρόνο της υπηρεσίας του ο Δίας του έδωσε για γυναίκα του την Αρμονία, κόρη του Αρη και της Αφροδίτης, με την οποία απέκτησαν πέντε παιδιά – ανάμεσά τους η Σεμέλη, μητέρα του Διονύσου, και η Αγαύη μητέρα του Πενθέα. Αργότερα το ζευγάρι εκδιώχθηκε από τη Θήβα πάνω στη ράχη ενός βοδιού, είτε ως τιμωρία του Αρη είτε για να βοηθήσει τους Εγχελείς εναντίον των Ιλλυριών τους οποίους υπέταξαν, ίδρυσαν την πόλη και έζησαν σε αυτήν, τη σημερινή Μπούντβα, και γέννησαν ένα γιο, τον Ιλλυριό.

Η περιπέτειά τους ωστόσο συνεχίστηκε στην Ηπειρο όπου μεταμορφώθηκαν σε φίδια και τέλος μεταφέρθηκαν από τους θεούς στα Ηλύσια Πεδία.

Το Αρχαιολογικό Μουσείο

Μπορεί να μη φαίνεται εντυπωσιακό από την πρώτη στιγμή, όμως στα τρία του πατώματα ξεδιπλώνεται το παρελθόν της πόλης. Τα παλαιότερα εκθέματα χρονολογούνται από τον 5ο αιώνα π.Χ. και ανήκουν στην αρχαιοελληνική ιστορία της Μπούντβα, ενώ αξίζουν την προσοχή σας και η συλλογή με τα ρωμαϊκά κοσμήματα, τα κεραμικά και τα γυάλινα αντικείμενα. Ανάμεσα στα εκθέματα θα σας τραβήξει το βλέμμα και το αρχαίο κράνος – τμήμα πανοπλίας.

Η Ακρόπολη

Στην πλευρά της θάλασσας, η Ακρόπολη κτίστηκε κατά τον 15ο αιώνα στο νότιο τμήμα της Παλαιάς Πόλης, πάνω στα ερείπια παλαιών οχυρώσεων. Το φρούριο, που πολλές φορές άλλαξε σχήμα και μέγεθος, τώρα στεγάζει και το Θέατρο της Μπούντβα όπου φιλοξενούνται διάφορα πολιτιστικά δρώμενα, κυρίως θεατρικές παραστάσεις με δραματολόγιο ντόπιων και ξένων συγγραφέων.

Πέρα από την καταπληκτική θέα, μπορείτε να επισκεφθείτε το μικρό μουσείο, καθώς και τη Βιβλιοθήκη με σπάνιες εκδόσεις και χάρτες. Θα συναντήσετε επίσης τα ερείπια της εκκλησίας της Σάντα Μαρία του Κάστρου, του 12ου – 14ου αιώνα. Μπροστά από την Ακρόπολη στην πλατεία βρίσκονται οι ενδιαφέρουσες εκκλησίες: η Αγία Τριάδα, που λειτουργεί ως ορθόδοξη εκκλησία που κτίστηκε το 1804 με πέτρες σε χρώματα ροζ και μελί, όπου κείτεται θαμμένος ο διάσημος συγγραφέας της πόλης Στεφάν Μίτροφ Λιούμπισα (1824-1878), η καθολική του Αγίου Ιωάννη, η μικρή Σάντα Μαρία της Πούντα, αλλά και η εκκλησία του ηγουμένου Σάββα.

Η εκκλησία του ηγουμένου Σάββα

Κτίστηκε το 1141 πλάι στα παλαιά τείχη της Μπούντβα, νοτιοδυτικά της Παλαιάς Πόλης. Πρόκειται για μικρή εκκλησία με ημικυκλικό ιερό και χωρίς ψηλό καμπαναριό. Ημιτελείς αναστηλώσεις έδειξαν ότι η εκκλησία αγιογραφήθηκε με τοιχογραφίες και πρόκειται για ένα σημαντικό μεσαιωνικό μνημείο. Χρησιμοποιήθηκε για πολλά χρόνια ως ορθόδοξη εκκλησία από τους κατοίκους των γύρω χωριών, που υποτάχθηκαν στην καθολική Μπούντβα.

Η καλλιτεχνική παράδοση και η ζωγράφος Πετρίγια Γιόβιτσις

Παράδοση για τη μικρή Μπούντβα αποτελούν οι καλλιτέχνες και κυρίως οι ζωγράφοι. Η αρχή έγινε τον 15ο αιώνα με τον Τοντόρ Βούκοβιτς, ενώ τον 17ο αιώνα αναδεικνύονται ο Αναστάς Μπόκαριτς που σπούδασε στην Αθήνα και αφοσιώθηκε στη γλυπτική, την καλλιγραφία και τις εφαρμοσμένες τέχνες και ο αδελφός του Σπίρο Μπόκαριτς που σπούδασε στη Βενετία και ζωγράφισε περισσότερο πορτρέτα και τοπία.

Τον 20ό αιώνα ξεχωρίζουν ο διάσημος γλύπτης Στέβαν Λούκετιτς και οι ζωγράφοι Σλόμπονταν Σλόβνιτς και Γιόβαν Ιβάνοβιτς που εξακολουθούν να ζουν στην Μπούντβα. Περπατώντας στα στενάκια της Παλαιάς Πόλης θα συναντήσετε το Εργαστήριο Εικαστικών Τεχνών όπου γίνονται μαθήματα σε παιδιά αναδεικνύοντας την αστείρευτη δημιουργικότητά τους και αξίζει να ρίξετε μια ματιά. Λίγο πριν από την παραλία σίγουρα θα σας τραβήξει το βλέμμα το ανοιχτό παράθυρο του ισογείου, του διώροφου εργαστηρίου της ζωγράφου Πετρίγια Γιόβιτσιτς.

Η σερβικής καταγωγής καλλιτέχνιδα με 13 ατομικές εκθέσεις και τρία βραβεία σε διεθνείς διοργανώσεις στο ενεργητικό της, πέρασε τα παιδικά της χρόνια στο Βελιγράδι όπου επηρεάστηκε, όπως λέει η ίδια, από τα έντονα χρώματα και το λαμπερό φως. Κάτι που αναγνωρίζεται αμέσως στα έργα της καθώς χαρακτηρίζονται από φωτεινά ζωηρά χρώματα και καθαρές ευθείες γραμμές. Επισκεφθείτε το εργαστήριό της και αν δεν βρείτε κάποιον θυμηθείτε ότι εκείνη συνήθως ζωγραφίζει στον πάνω όροφο.

Η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη

Στη μεγάλη πλατεία της Παλαιάς Πόλης, ανάμεσα στα ιερά κτίσματα, δεσπόζει ο ναός του Αγίου Ιωάννη. Κτισμένος τον 12ο αιώνα, στα χρόνια που ακολούθησαν υπέφερε από καταστροφές όπως εκείνη του σεισμού του 1667 και αρκετές φορές επισκευάστηκε, αναστηλώθηκε και επεκτάθηκε.

Είναι κτισμένη με απλό ρυθμό βασιλικής με παρεκκλήσια, ιερό και χορό. Στη νότια πλευρά, η διώροφη Αρχιεπισκοπή κτίστηκε πάνω από τα ισόγεια παρεκκλήσια. Στον βορρά το καμπαναριό, ύψους 36 μέτρων, ανυψώνεται από μια τετράγωνη βάση, σχεδιάστηκε από τον Λουκίνι από το Τιρόλο σε ευθείες γραμμές και δεσπόζει πάνω από το οριζόντιο οικοδόμημα της Παλαιάς Πόλης. Στο εσωτερικό της η εκκλησία είχε κάποτε τοιχογραφίες από τις οποίες έχουν απομείνει ελάχιστα κομμάτια. Στο νότιο τμήμα υπάρχουν δύο ιερά: «Η Κυρία της Υγείας μας» με τον ομώνυμο πίνακα του 17ου αιώνα της σχολής του Τιέπολο και το ιερό της Σταύρωσης με τον πίνακα «Η βάπτιση του Κυρίου μας» βενετσιάνικης σχολής του ζωγράφου Φλοριάνι του 1835.

Η πιο πολύτιμη και παλαιότερη εικόνα είναι εκείνη της Παναγίας που είναι γνωστή ως «Η Σάντα Μαρία της Πούντα» και βρίσκεται στο βόρειο παρεκκλήσι πάνω από ένα μαρμάρινο ιερό. Λέγεται ότι ο πίνακας ζωγραφίστηκε στην Ελλάδα ή στη Νότια Ιταλία κατά τον 12ο – 13ο αιώνα και βρισκόταν στην εκκλησία της Σάντα Μαρία της Πούντα ως την έλευση των Γάλλων στον Κόλπο του Κότορ.

Οι ιστορικοί της εποχής αναφέρουν πολλές ιστορίες για το πώς εκ θαύματος εμφανίστηκε η εικόνα στην Μπούντβα, καθώς και πόσο θαυματουργή είναι. Τον προηγούμενο αιώνα ο κροάτης ακαδημαϊκός ζωγράφος Ιβο Ντούλτσιτς ανέλαβε να διακοσμήσει τον τοίχο του ιερού. Τοποθέτησε ένα μωσαϊκό εμβαδού 24 τ.μ., από γυαλί μουράνο, με τη εικόνα του Αγίου Ιωάννη να κηρύττει με ανοιχτά χέρια στους ακολούθους του, τον Λόγο του Θεού.

Τα ερείπια της βασιλικής

Το παλαιότερο ιερό οικοδόμημα της Παλαιάς Πόλης, η χριστιανική βασιλική, με μνημειακές διαστάσεις και μωσαϊκό δάπεδο, χρονολογείται από τον 5ο αιώνα και ανακαλύφθηκε με τον σεισμό του 1979. Από τα ερείπια αυτά συνάγουμε το συμπέρασμα ότι η Μπούντβα την περίοδο εκείνη ήταν όχι μόνο σημαντικό πολιτιστικό και οικονομικό κέντρο, αλλά εξίσου και θρησκευτικό, της ύστερης περιόδου των εδαφών της νότιας Αδριατικής Θάλασσας.

Μάλιστα στη Β’ Επιστολή του Αποστόλου Παύλου στον Τιμόθεο αναφέρεται ότι τον έστειλε να διδάξει στη Δαλματία. Αποτέλεσμα, η παλαιά Αρχιεπισκοπή της Μπούντβα με 23 αρχιεπισκόπους και 19 αποστολικές διοικήσεις.

Η εκκλησία Σάντα Μαρία στην Πούντα

Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό κομμάτι της Παλαιάς Πόλης και ανήκει στις παλαιότερες προρομανικές εκκλησίες της Μπούντβα. Ιδρύθηκε από τους Βενεδικτίνους το 840 και αποτελούσε τμήμα του μοναστηριού τους. Αργότερα τόσο την εκκλησία όσο και το μοναστήρι ανέλαβαν οι Φραγκισκανοί μέχρι την έλευση των Γάλλων στον Κόλπο του Κότορ. Στη συνέχεια η μονή χρησιμοποιήθηκε από τους Δομινικανούς του μοναστηριού του Αγίου Νικολάου του Κότορ. Κατά τους θερινούς μήνες, γίνονται μουσικές εκδηλώσεις στον χώρο της εκκλησίας.

Στα χαριτωμένα μαγαζάκια

Στην Παλαιά Πόλη θα βρείτε πολλά μαγαζάκια αναμνηστικών, που δεν διαφέρουν διόλου ούτε μεταξύ τους αλλά ούτε με τα αντίστοιχα σε άλλες χώρες. Μαγνητάκια ψυγείου, κουκλίτσες με τοπικές φορεσιές, ποτήρια και κούπες με τοπία και το όνομα της πόλης, μπλουζάκια, είναι τα συνηθέστερα είδη που πωλούνται.

Η Μπούντβα φημίζεται για τα διακοσμητικά αντικείμενα από ασήμι φιλιγκράν, καθώς και για τα περίτεχνα κοσμήματα. Θα τα βρείτε σε ανάλογες τιμές στα καταστήματα της Παλαιάς Πόλης, αλλά και σε αρκετά μαγαζιά έξω από αυτήν. Τα καταστήματα ένδυσης και υπόδησης διαθέτουν αρκετά κομψά προϊόντα, αν και κάποια υπερβολικά εκκεντρικά, αλλά σε τόσο εξωφρενικές τιμές που εύλογα αναρωτιέσαι σε ποιους κροίσους να απευθύνονται!

Τη ματιά μου έκλεψε το κατάστημα με τις εντυπωσιακές – θεατρικές θα έλεγα – χειροποίητες μάσκες και τα παλιά παιχνίδια, απ’ όπου αγόρασα μια όμορφη μάσκα του Πινόκιο και το «τάκα-τάκα» – τις δύο μπαλίτσες περασμένες σε σχοινάκι – που θα θυμάστε οι μεγαλύτεροι. Αν αντέχετε τη μεταφορά, αξίζει να αγοράσετε από το σουπερμάρκετ ντόπια κρασιά και κυρίως σπάνια μοναστηριακά είδη.

Στις παραλίες

Φυσικά σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσα να τις συγκρίνω με τις δικές μας που τις θεωρώ τις καλύτερες και ομορφότερες του κόσμου, όμως σίγουρα ανάμεσα στις 35 αμμώδεις παραλίες της Μπούντβα – οι 8 με μπλε σημαία – θα βρεθεί κάποια που θα σας γοητεύσει. Ασφαλείς και καθαρές έχουν συγκεντρώσει και τη νυχτερινή ζωή της πόλης και συχνά φιλοξενούν καλλιτεχνικές δραστηριότητες όπως θεατρικές παραστάσεις και μουσικές συναυλίες.

Η παραλία Στάρι Γκραντ είναι εκείνη της παλαιάς πόλης, οργανωμένη στη «σκιά» των καφέ και με πλήθος κόσμου, με φόντο τα αρχαία τείχη της πόλης. Στην αντίθετη πλευρά βρίσκεται η παραλία Μάσα. Πιο ήσυχη η παραλία Μόγκρεν. Η παραλία Σλοβένσκα είναι η κεντρική παραλία της Μπούντβα και βρίσκεται μετά τη μαρίνα, με αμέτρητες ομπρέλες και ξαπλώστρες στη σειρά. Λίγο έξω από την πόλη η παραλία Γιατζ, αμμώδης με γαλάζια νερά, φαίνεται εντυπωσιακή πάνω από τον δρόμο. Εκεί θα επιδοθείτε σε θαλάσσια σπορ, ενώ είναι πολύ δημοφιλής και για μεγάλες συναυλίες.

Η αρχή έγινε με τους Ρόλινγκ Στόουνς το 2007, ενώ το 2008 ακολούθησαν ο Λένι Κράβιτς και η Μαντόνα. Οι παραλίες Μπετσίτσι και Ραφαϊλόβιτσι μοιράζονται 1.950 μέτρα. Πέρα από τα θαλάσσια σπορ, από εκεί μπορείτε να πάρετε το καραβάκι για το νησάκι του Αγίου Νικολάου που απέχει ένα ναυτικό μίλι. Το ακατοίκητο αυτό νησί που οι ντόπιοι ονομάζουν χαρακτηριστικά «Χαβάη», πήρε το όνομά του από την ομώνυμη εκκλησία του 16ου αιώνα, ενώ στον περίβολό της βρίσκονται κάποιοι τάφοι κουρσάρων που εγκαταλείφθηκαν στο νησί πάσχοντας από ανίατη για την εποχή αρρώστια. Εκεί θα κολυμπήσετε σε τρεις αμμώδεις παραλίες και πολλούς μικρούς ορμίσκους.

Περίπου 5 χλμ. έξω από την Μπούντβα βρίσκεται το μικρό νησάκι Σβέτι Στεφάν που ενώνεται με την ξηρά με μια μικρή λωρίδα γης. Εντυπωσιακό από ψηλά με τα πέτρινα σπίτια του 15ου αιώνα με τις κεραμιδένιες σκεπές και τα δένδρα ανάμεσά τους να ξεπροβάλλουν. Κατά τη δεκαετία του 1950 ο τόπος αυτός έγινε αγαπημένος των διασήμων ηθοποιών του Χόλιγουντ αλλά και των μελών των βασιλικών οικογενειών της Ευρώπης που έρχονταν να χαρούν την ομορφιά του παραθερίζοντας στα πολυτελή ξενοδοχεία. Αξίζει να το επισκεφθείτε και να κάνετε μπάνιο στα καταγάλανα νερά με τις πανέμορφες αμμουδιές.

Πρόσβαση
Αν η επίσκεψή σας δεν συνδυαστεί με εκδρομή στην Κροατία, υπάρχουν δύο αεροδρόμια στο Μαυροβούνιο: της πρωτεύουσας Ποντγκόριτσα που απέχει 75 χλμ. από την Μπούντβα και του Τίβατ που απέχει 20 χλμ. από την Μπούντβα.
Οι τιμές των αεροπορικών εισιτηρίων είναι αρκετά τσουχτερές οπότε καλύτερα να αναζητήσετε κάποια πτήση τσάρτερ που συνδυάζεται με πακέτα διακοπών στα μεγάλα ξενοδοχεία.

Για τις οδικές μετακινήσεις σας όλες οι πόλεις του Μαυροβουνίου συνδέονται με υπεραστικά λεωφορεία. Η Μπούντβα είναι μικρή πόλη συνεπώς και οι αποστάσεις μικρές, οπότε μπορείτε να χρησιμοποιείτε ταξί που είναι γρήγορο και φθηνό.

Διαμονή
Με αέρα αρχοντιάς σε αναπαλαιωμένο κτίσμα στα τείχη της Παλαιάς Πόλης, το χαριτωμένο και πολυτελές «Hotel Astoria» (Njegoseva 4, τηλ.: +382 (0)33451110, www.astoriamontenegro.com), ακριβώς πάνω από την παραλία.

Τα διαμερίσματα «Apartments Vidikovac» (τηλ.: +382 33451856) στην Παλαιά Πόλη, 500 μ. από τη θάλασσα με μοντέρνα πολυτελή επίπλωση και με πανοραμική θέα στην Παλαιά Πόλη, αλλά και στον κόλπο και στο νησάκι του Αγίου Νικολάου.

Το « Hotel Poseidon» (τηλ.: +382 (0) 33463134, +382 (0) 69411240) βρίσκεται στη δημοφιλή παραλία Γιατζ, γύρω στα 4,5 χλμ. απόσταση από την Παλαιά Πόλη. Διαθέτει ιδιωτική παραλία όπου μπορείτε να επιδοθείτε σε πολλά θαλάσσια σπορ.

Φαγητό
Στην Μπούντβα θα συνδυάσετε το φαγητό μιας παραθαλάσσιας πόλης, δηλαδή άφθονο ψάρι και οστρακοειδή (μπαρμπούνια, σαρδέλες, καλαμάρια, χταπόδια, αστακούς, γαρίδες, όστρακα, μύδια κ.ά.) με τα προϊόντα της ενδοχώρας, όπως ποταμίσια ψάρια, πέστροφες, χέλια, διάφορα χωριάτικα τυριά με πρώτο το λαδοτύρι, ελιές, αλλά και τα χωριάτικα λουκάνικα και το περίφημο προσούτο – «πρσουτ».

Φυσικά θα δοκιμάσετε την τοπική εκδοχή από τα γνωστά μας γιαπράκια και σαρμαδάκια, τις γεμιστές πιπεριές, το πιλάφι, το βραστό κρέας, αλλά και τα διάφορα ψητά κεμπάπ. Ανάμεσα στις τοπικές νοστιμιές, δοκιμάστε την ψητή πατάτα που συνοδεύεται από τυρί και ξινολάχανο και την παραλλαγή της, την «τσιτσβάρα» που είναι πατάτα στην κατσαρόλα με αλεύρι και τυρί και συνοδεύεται από ξινόγαλο.

Μια λιχουδιά που σερβίρεται ως ορεκτικό είναι και το «ποπέτσι» που κατάγεται από την Ποντγκόριτσα. Πρόκειται για κομματάκια ψητού κρέατος γεμιστά με ξερό τυρί «κατζμάκ» που αφού τυλιχτούν με φέτες πρσουτ τηγανίζονται σε καυτό λάδι.

Σπεσιαλιτέ της περιοχής είναι το αρνάκι μαγειρεμένο στο γάλα, με διάφορα μπαχαρικά και μυρωδικά και πατάτες, και το «κατσαμάκ» που πήρε το όνομά του από το τυρί κατσμάκ. Πρόκειται για έναν χυλό από διάφορα δημητριακά με τυρί και ξινόγαλο, πολύ πλούσιο σε θερμίδες, που αγαπούν περισσότερο οι αγρότες των γύρω χωριών.

Οι ντόπιοι ξεκινούν το γεύμα πρώτα με «ρακίγια», τη γνωστή μας ρακή, είτε σκέτη είτε αρωματισμένη, και μεζέ. Δοκιμάστε επίσης τη δημοφιλή μπίρα του Μαυροβουνίου Νικσίκ, τις ποικιλίες ντόπιων λευκών κρασιών Κρστατς, Σαρντονέ και Σοβινιόν, και των κόκκινων Βρανάκ, Μερλό και Καμπερνέ.

Γλυκαθείτε με τηγανίτες με μέλι και πλούσιο σε γέμιση μπακλαβά.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ