Η φωνή της είχε κάτι συνωμοτικό και τα μάτια της μια αγνή βορειοευρωπαϊκή αγωνία καθώς ρωτούσε: «Εσύ που ξέρεις, μήπως την Κυριακή θα έχουμε μεγάλες φασαρίες; Σε παρακαλώ, πες μου την αλήθεια, πρέπει να ξέρω». Ηταν ευχάριστο να βλέπεις έναν Βορειοευρωπαίο – για την ακρίβεια, μια Βορειοευρωπαία – να σε παρακαλάει με αγωνία, έτσι για αλλαγή. Αλλά η ζέστη ήταν υπερβολική για πολλές κουβέντες.

Η ρεπόρτερ του βρετανικού καναλιού που λιαζόταν (καλύτερα, καιγόταν) στο Σύνταγμα, κάτω από τον ανελέητο αττικό ήλιο τις παραμονές των εκλογών, είχε μια ειλικρινή απορία και έναν έκδηλο φόβο. Σκεφτόταν με φρίκη και επαγγελματική ανατριχίλα ότι δεν αποκλείεται να βρεθεί στην κεντρική πλατεία αυτής της περίεργης ομορφάσχημης πόλης εν μέσω πυρών εμφυλίου, ενώ περίεργοι μουσάτοι τύποι θα φωνάζουν ακατανόητα για αυτήν συνθήματα. Είχε δει πολλή τηλεόραση, αυτή ήταν η δουλειά της. Την καθησύχασα πως, όχι, δεν αρχίζει κάποιος πόλεμος. Τουλάχιστον όχι έξω από το ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρεταννία». Τουλάχιστον όχι την Κυριακή των εκλογών. Ισως να μην πείστηκε παρά μόνο τη Δευτέρα το πρωί, όταν έφυγε για πιο βόρεια κλίματα.

Ηταν και αυτή μια απορημένη, μπερδεμένη ρεπόρτερ που είχε έρθει στα μέρη μας για να καλύψει τις ελληνικές εκλογές ή, όπως το έθεσε o αμερικανός απεσταλμένος του περιοδικού «Atlantic», Μάθιου Ο’ Μπράιεν, «τη μικρή στιγμή όπου η ελληνική δημοκρατία κράτησε όμηρο τον παγκόσμιο καπιταλισμό». Για λίγο, έτσι για αλλαγή.

Οι ξένοι ανταποκριτές ήρθαν στην Ελλάδα μαζικά, δοκιμάζοντας τα αρχέγονα κόμπλεξ της ελληνικής φυλής για το «πώς μας βλέπουν οι ξένοι». Οι ξένοι μάς είδαν και μας μελέτησαν εκλογικά κάπως άβολα, σαν ένας άγνωστος που έρχεται σπίτι σου και παρακολουθεί κρατώντας σημειώσεις από έναν επικό οικογενειακό καβγά.

Το μάθημα από τις εντυπώσεις τους ήταν πολύτιμο, όχι μόνο για την ελληνική δημοσιογραφία – που σε κάποια έχει πολλά να μάθει και σε κάποια ελάχιστα να ζηλέψει – αλλά κυρίως για την εκμετάλλευση της «παρθένας ματιάς» ανθρώπων που παρατηρούν για πρώτη φορά αυτή την μπερδεμένη χρεοκοπημένη φυλή. Η παρθένα ματιά χρειάζεται. Παίρνεις απόσταση, βγαίνεις από την ιδρυματοποίηση, βλέπεις το πρόβλημα σφαιρικά και δεν είσαι φανατισμένος.

Αυτό που είδαν όλοι τους είναι τους χειρότερους φόβους τους. Είδαν μια δημοκρατική, καπιταλιστική χώρα να ασφυκτιά από τις παράλογες απαιτήσεις της Γερμανίας, να έχει κατακερματιστεί κοινωνικά, ψυχικά, οικονομικά και πολιτικά και να προσπαθεί να αποδείξει το οξύμωρο: ότι η φωτιά (της οικονομικής κρίσης) τελικά σβήνεται με κηροζίνη (περικοπές, ανεργία και απολύσεις) και όχι με το νερό της ανάπτυξης. Είδαν την Ελλάδα παραδομένη στον φόβο, να ψηφίζει ευρωπαϊκά, αλλά να διατηρεί σοβαρές επιφυλάξεις, βγάζοντας μια ισχυρή αντιπολίτευση έτοιμη να πει το πάντα εκνευριστικό «Σας τα έλεγα εγώ», όταν το ασφυκτικό πρόγραμμα πνίξει τον ασθενή.

Είδαν τις κουβέντες περί «επαναδιαπραγμάτευσης», το φετίχ της προεκλογικής περιόδου, να ξεχνιούνται δευτερόλεπτα μετά την εκλογή. Θα κινήθηκαν στο κέντρο της πόλης, θα πήγαν και για ποτό σε ένα από τα δεκάδες νέα μπαρ που ανοίγουν στο κέντρο, σε άλλη μια επίδειξη αθηναϊκού σουρεαλισμού. Ισως τα μάτια τους να έτσουξαν την Παρασκευή το βράδυ, όταν από τα Εξάρχεια κάποια δακρυγόνα θα έφθασαν στο ξενοδοχείο τους. Κάποιος θα έπρεπε να τους καθησυχάσει: συνηθισμένη επαναστατική γυμναστική. Αν είδαν τις φωτιές της επόμενης ημέρας, κάποιος έπρεπε επίσης να τους το εξηγήσει: καλοκαιρινή ρουτίνα.

Αν έκαναν καλό ρεπορτάζ, θα είδαν επίδοξους τρομοκράτες του ΥouΤube με Burberry γιακάδες να μιλούν για ένοπλη πάλη, θα παρακολούθησαν με τη φρίκη κάθε λογικού ανθρώπου το ασύντακτο χάος (στα ελληνικά, φανταστείτε στα αγγλικά) της Χρυσής Αυγής. Κάποιοι παρατηρητικοί θα πρόσεξαν γελώντας πικρά τις προεκλογικές αφίσες που τα ίδια τα κόμματα είχαν απαγορεύσει να γεμίζουν την πόλη. Οι σημειολόγοι θα γέλασαν πολύ το βράδυ του Σαββάτου όταν ο Καραγκούνης έστελνε την Ελλάδα να παίξει με τη Γερμανία στα προημιτελικά του Euro, ενώ την Κυριακή το βράδυ θα έβλεπαν κάποιους νέους με σημαίες κομμάτων να πανηγυρίζουν. Οι λογικοί – ειδικά αν ήταν γονείς – θα αναρωτήθηκαν: «Γιατί, παιδί μου; Τι πήγε λάθος στη ζωή σου;».

Τη Δευτέρα το πρωί, στον δρόμο για το αεροδρόμιο, πιθανότατα θα μίλησαν και με έναν ταξιτζή που θα τους εξηγούσε τον μικρόκοσμό του, χαμηλώνοντας αυτόν τον τύπο που ούρλιαζε κάτι για τη Μέρκελ στο ραδιόφωνο.

Στο αεροπλάνο, από ψηλά, η Αθήνα δεν είναι ακριβώς όμορφη, μοιάζει όμως επιβλητική. Η τελευταία ματιά στην μπερδεμένη αυτή πόλη για έναν δημοσιογράφο του εξωτερικού δεν μπορεί να μην περιείχε και λίγη συμπάθεια: όπως αυτή που δείχνουν όλοι οι άνθρωποι σε έναν ασθενή που νιώθει για λίγο καλύτερα, ενώ όλοι γνωρίζουν ότι ο γιατρός προσπαθεί με κάθε τρόπο να του κάνει μια σταδιακή και όχι και τόσο ευχάριστη ευθανασία. Σε λίγo, όμως, όλα αυτά θα ήταν παρελθόν. Την ώρα που το μίζερο αεροπορικό γεύμα θα σερβιριζόταν, θα πετούσε πάνω από την (προς το παρόν) μακάρια Ιταλία…