Το αλεύρι δεν το συμπαθώ. Ιερόσυλη η χρήση του για να δέσουμε τις σάλτσες. Υπάρχουν και άλλοι τρόποι. Ούτε οι ζύμες του μου αρέσουν. Στις πίτες, βγάζω τα φύλλα και τρώω τη γέμιση. Που τη θέλω παχουλή. Ακόμη και από τα γλυκίσματα, παραμερίζω τα παντεσπάνια και επικεντρώνομαι στην κρέμα. Εν τούτοις, τις προάλλες, δοκίμασα κάτι εξαιρετικό. Τα μπατόν σαλέ από τον φούρνο του Νότη, Κυρίλλου Λουκάρεως 70. Ο Νότης, η Κατερίνα, η γυναίκα του, και η μητέρα της φτιάχνουν αυτά τα υπέροχα αλμυρά μπισκότα. Πώς μπορούν και το κάνουν τόσο καλά; Με το τυράκι πασπαλισμένο γύρω γύρω, μια ζύμη εξαιρετική. Ο Θάνος αγοράζει 1 κιλό κάθε δύο ημέρες και τελειώνουν αμέσως. Η λαγάνα τους, επίσης, με το σουσάμι, εξαιρετική. Μπράβο σε τούτους τους καλούς επαγγελματίες.

Δοκίμασα ακόμη – και μου άρεσαν – την περίφημη γάμπαρη του Αμβρακικού και το καπνιστό χέλι της φίρμας Β. Γείτονας. Οι γκρίζες αυτές γαρίδες ξεχωρίζουν κυρίως για την κρουστή υφή τους. Οσο για το χέλι, έχει καπνιστεί πολύ καλά.

Καθημερινώς στο σπίτι τρώμε σούπα, μια κοτόσουπα με αγκινάρες, που τόσο βοηθούν το ήπαρ. Χάρη στην Κική, ανακαλύψαμε τις βιολογικές κοτίτσες Πίνδος. Τόσο νόστιμες! Τις ψήνουμε στην όρθια ψηστιέρα μας, που χρόνια πριν αγοράσαμε από το Telemarketing. Την προηγούμενη ημέρα, ανασηκώνουμε την πέτσα και απλώνουμε ένα μείγμα σκόρδου, τζίντζερ και θυμαριού. Λίγο αλάτι και πιπέρι. Αφήνουμε έτσι για μία ημέρα, αφού βεβαίως ξαναντύσουμε την κότα με την πέτσα της. Ψήνουμε για 40 λεπτά στους 250°C και καμιά ωρίτσα στους 180°C. Ποίημα.

Μα προσοχή, τον τελευταίο καιρό παρατηρούνται κρούσματα σαλμονέλας. Γι’ αυτό, παρακαλώ, καθαρίζετε και απολυμαίνετε πάγκους, νεροχύτες και όλα τα σκεύη σας. Το μικρόβιο πλήττει τα παιδάκια, ηλικιωμένους και ασθενείς οργανισμούς, μέχρι που μπορεί να αποβεί μοιραίο. Παρατηρείται και σαν επιδημία.

Ο Θάνος ξετρελαίνεται για τα αμυγδαλωτά του ζαχαροπλαστείου Καμέλια, στην πλατεία Πίνδου στο Ψυχικό. Η ίδια, γλυκό, άπαξ του μήνα. Τα βλέπω και τρέχουν τα σάλια μου. Πάντως, ιδιαιτέρως μου αρέσει η μους λεμόνι του Fresh. Κυρίως για τη μεγάλη στρώση της μαρέγκας. Αλλά, είπαμε, αραιά και πού. Δεν με αφήνουν σε τούτη τη φάση να χαρώ αυτό που τόσο αγαπώ. Οπότε, κάθε βράδυ, πίνω δύο ποτήρια Μοσχάτο Ρίου του Παρπαρούση ή Μαυροδάφνη, ένα από τα σπάνια κόκκινα γλυκά κρασιά. Δοκίμασα κάμποσες φορές και εκείνη του Τσάνταλη· μου φάνηκε καλή.

Τούτο τον καιρό φτιάχνουμε συνεχώς φρικασέ. Με πικρά χόρτα. Μα τι τέλειο πράγμα. Τι βοήθεια για τον οργανισμό μας τα πικρά και το ζουμάκι τους. Και στο φρικασέ δίνουν μια απροσδόκητη γεύση. Και τι ωραίο φαγάκι με το πλούσιο αβγολέμονό του…

Στη βιολογική λαϊκή μας έχω ξεχωρίσει τα όσπρια του κ. Γκορίτσα. Τετρανόστιμα. Γίγαντες και φακή έξοχα. Μα καλοκαιριάτικα γίγαντες; Οχι, μα η φακή, χλιαρή και σουρωμένη – όχι δηλαδή σούπα – με λίγο χέλι ή άλλο καπνιστό ψάρι, συνιστά ένα πλήρες γεύμα, φουλ στην πρωτεΐνη.

Και φυσικά, μία φορά την εβδομάδα, τα μπαρμπουνάκια του Βλάσση. Ενα έξοχο ρεγάλο. Πάντα φρέσκα, εύγευστα και πόσο καλοψημένα! Πρόκειται για το εβδομαδιαίο δείπνο-δώρο. Το χαίρομαι πάρα πολύ.

Τέλος, δεν μπορώ να μην αναφερθώ στο αγαπημένο μου παγωτό Green & Black’s με σοκολάτα και στα παγωτογιαούρτια White της οδού Λουκιανού. Εξοχα!