Το πιο πιθανό είναι να σχηματιστεί άμεσα κυβέρνηση. Η πόλωση διαμορφώνει τα ποσοστά με τρόπο που αυξάνει τις πιθανότητες αφανισμού των μικρότερων. Οι κάπως μεγαλύτεροι θα κάνουν τα πάντα για να υπάρξει ένα υπουργικό σχήμα. Δεν υπάρχει περιθώριο αναβολής σε τρίτη αναμέτρηση. Το ζητούμενο, λοιπόν, δεν είναι αν θα σχηματιστεί κυβέρνηση, ούτε αν θα είναι μνημονιακή ή αντιμνημονιακή. Ούτως ή άλλως, όλοι θα πιέσουν για μέτρα πιο απαλά, με κεντρικό τίτλο «επαναδιαπραγμάτευση» «καταγγελία», «δώστε πράμα και μαζευόμαστε». Το ζητούμενο είναι η διακυβέρνηση, δηλαδή πώς από την ευγενική ή την επαναστατική διαπραγμάτευση θα αρχίσουν μεταρρυθμίσεις ικανές να σώσουν τη χώρα.

Εχουμε και λέμε: στο ένα χέρι υπάρχουν οι δεσμεύσεις και οι συνοδευτικές υποσχέσεις για στήριξη. Στο άλλο υπάρχουν τα προγράμματα των κομμάτων, τόσο στρογγυλά και αφηρημένα επί του πρακτέου, που αν τα ανακατέψουμε, σε ορισμένα σημεία δεν μπορούμε να υποθέσουμε με ασφάλεια την προέλευση. Την ανεργία όλοι θα την παλέψουν, με τις ασαφείς εξαγγελίες για «στήριξη της απασχόλησης». Ιδέες υπάρχουν και, με έναν καλό ρήτορα, κάθε κόμμα μπορεί να γίνει πειστικό. Το μεγάλο στοίχημα, λοιπόν, δεν είναι ποιος θα είναι πρώτος και ποιους θα διορίσει, αλλά αν θα μπορέσει να υλοποιήσει το θαύμα που υπόσχεται, με τον τρόπο που υπόσχεται. Απέναντι στα προγράμματα στέκεται ένα πλήθος απρόθυμο να υπακούσει στους νόμους, απρόθυμο να μετατρέψει σε πραγματικότητα τα όσα ονειρικά ακούγονται στον πολιτικό λόγο.

Για όσους κατέχονται από μηδενισμό, όλα τα αποτελέσματα οδηγούν στην καταστροφή. Μια νίκη της Νέας Δημοκρατίας οδηγεί με αργό και συστηματικό τρόπο στην πτώχευση, με την ύφεση να βαθαίνει από την ακρίβεια, τη μηδενική παραγωγικότητα, την υπερβολική φορολόγηση. Η λιτότητα μειώνει την κατανάλωση και η φτώχεια οδηγεί στη μεγάλη φτώχεια. Αν νικούσε ο ΣΥΡΙΖΑ θα οδηγούμασταν με γρήγορο και επαναστατικό τρόπο στην άμεση εκδίωξη από τη νομισματική ένωση. Οι δανειστές θα θύμωναν με την απείθεια, τα ταμεία θα έμεναν αδειανά και η φτώχεια θα οδηγούσε στη μεγάλη φτώχεια. Για το καλό όλων, πρέπει να εξεταστεί η καλή εκδοχή.

Δεν είναι ώρα για απόδοση ευθυνών, να πούμε πάλι πόσο κακός υπήρξε ο ένας, πόσο απατεώνας ή ανεδαφικός ο άλλος. Θα προκύψει σήμερα ένα αποτέλεσμα στο οποίο θα πρέπει καθένας να συμβάλλει καθημερινά. Τίθεται, λοιπόν, ένα ζήτημα ευσυνειδησίας και σοβαρότητας απέναντι στην ιστορική στιγμή. Θα προκύψει μια απόφαση, μια λαϊκή εντολή που θα είναι στο όριο. Ούτε τη μία ούτε την άλλη εκδοχή θέλει όλος ο κόσμος. Εν τούτοις, θα υπάρξει ο πρώτος, ο οποίος, καλώς ή κακώς, θα καθοδηγήσει τη χώρα με τον τρόπο του. Οποιος και αν είναι ο τρόπος, η ατομική αντίδραση μπορεί να είναι θετική. Καθένας στο μερίδιο που του αναλογεί να κάνει το καλύτερο. Και αν ακούγεται άσχημη η ρήση «μαζί τα φάγαμε», μπορούμε να τη μετατρέψουμε σε «μαζί τα κάναμε σκατά».

Κακά τα ψέματα, δεν ευθύνεται μόνο η πολιτική ηγεσία για το χάλι. Υπάρχει έλλειμμα ευσυνειδησίας σε εκείνον που θέλει να διοριστεί για να ξεκουράζεται, σε εκείνον που δεν επιμένει για απόδειξη στην ταβέρνα, σε εκείνον που θα έπρεπε να ελέγχει, αλλά λαδώνεται, σε εκείνον που έχει ως υπέρτατη αξία της ζωής του να αγοράσει ακριβό αυτοκίνητο με όποιον (αθέμιτο) τρόπο. Οι Ελληνες σε μεγάλο βαθμό ξιπάστηκαν, τεμπέλιασαν, τσέπωσαν. Σε κάθε περίπτωση, με τον έναν ή τον άλλον στην κυβέρνηση, οφείλουν να ρίξουν τους τόνους και να αναρωτηθούν: «Εγώ τι μπορώ να κάνω για να βοηθήσω;». Η παραγωγή δεν είναι κάτι αφηρημένο σε καμία δουλειά, σε κανέναν κλάδο. Η εφαρμογή των νόμων δεν είναι κάτι αφηρημένο, παρά το γεγονός ότι παραβιάζεται συστηματικά σε βάρος του συνόλου.

Υπάρχουν ορισμένα δεδομένα. Πιέστηκαν πολύ τα χαμηλά και τα μεσαία στρώματα, η χώρα βρίσκεται σε παραγωγικό λήθαργο. Από αύριο πρέπει να γίνει «κάτι», το κάτι της πλειοψηφίας. Το ζητούμενο είναι, λοιπόν, να εφαρμοστεί ένα πρόγραμμα. Το όποιο πρόγραμμα. Οσο είμαστε σε κατάσταση limbo, ούτε στην Κόλαση μπορούμε να φτάσουμε. Ας μη σερνόμαστε εσαεί.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino στις 17/6/2012