Σύμφωνα με την πρώτη σχετική ιστορική καταγραφή, η οποία χρονολογείται από το 1762 (ακριβώς 250 χρόνια πριν), το διάσημο έδεσμα οφείλει το όνομα του στον John Montagu, 4o κόμη της βρετανικής πόλης Σάντουιτς.

Λέγεται ότι ο εν λόγω αριστοκράτης ήταν μανιώδης χαρτοπαίκτης και, μη θέλοντας να αποσπαστεί από την τράπουλα, ζητούσε να του σερβίρουν βοδινό κρέας μέσα σε δύο φέτες ψωμιού κατά τη διάρκεια της παρτίδας. Με αυτόν τον τρόπο απολάμβανε το φαγητό χωρίς να λερώνει τα χέρια του, ενώ παράλληλα έπαιζε. Το παράδειγμα του ακολούθησαν και οι συμπαίκτες του παραγγέλνοντας «το ίδιο με τον Σάντουιτς». Κάπως έτσι πήρε το όνομα του και ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο.

Στις 14 Μαΐου, ανήμερα της επετείου της παραγγελίας του πρώτου σάντουιτς, στη γενέτειρά του προγραμματίστηκαν πολιτιστικές εκδηλώσεις εξαιρετικά αφιερωμένες στον κόμη. Ηθοποιοί με κοστούμια εποχής αναπαρέστησαν τη σκηνή της παραγγελίας, υποδυόμενοι τον κόμη και τους συμπαίχτες του σε σκηνικό ειδικά διαμορφωμένο. Παράλληλα, δόθηκαν συναυλίες με μουσικά θέματα του 18ου αιώνα. Ακολούθησε διαγωνισμός με θέμα – τι άλλο; – την παρασκευή του καλύτερου σάντουιτς και οι παρευρισκόμενοι το απόλαυσαν σε δεκάδες εκδοχές του.

Στους εορτασμούς συμμετείχε επίσης η Ονφλέρ, μια πόλη στα βορειοδυτικά της Γαλλίας που έχει αδελφοποιηθεί με το Σάντουιτς, ενώ οι γάλλοι επισκέπτες απόλαυσαν σάντουιτς σε παραδοσιακή μπαγκέτα.

Η διάλυση ενός αστικού μύθου

Ωστόσο, αν και η παραπάνω καταγραφή είναι η πιο διαδεδομένη, οι ιστορικοί της γαστρονομίας υποστηρίζουν ότι οι πρόγονοι του σάντουιτς, έστω και χωρίς συγκεκριμένο όνομα, έκαναν την εμφάνιση τους πολύ παλαιότερα.

Λέγεται ότι τον 1ο αιώνα π.Χ. ο Hillel the Elder, ένας Εβραίος ραβίνος στην Ιερουσαλήμ, έφτιαχνε «σάντουιτς» τυλίγοντας κομμάτια από το πασχαλινό αρνί μαζί με πικρά χόρτα σε matzah, ένα είδος λεπτού άζυμου ψωμιού, κάτι σαν την γνωστή μας αραβική πίτα, τα οποία καταναλώνονταν κατά τη διάρκεια του εβραϊκού Πάσχα. Παρόμοιες παρασκευές συναντάμε και σε άλλα σημεία του πλανήτη, όπως η Αφρική, η Ασία και η Λατινική Αμερική, όπου το ψωμί έχει αυτή τη μορφή της λεπτής άζυμης πίτας (τορτίγια κ.ά.).

Μία άλλη εκδοχή που μοιάζει περισσότερο με το ανοιχτό σάντουιτς εμφανίστηκε μερικούς αιώνες αργότερα στη μεσαιωνική Ευρώπη, όπου το φαγητό σερβιριζόταν πάνω σε κομμάτια μπαγιάτικου ψωμιού που χρησιμοποιούνταν ως πιάτα. Στο τέλος του γεύματος μάλιστα, τα ψωμένια αυτά πιάτα τα οποία είχαν απορροφήσει όλα τα υγρά του φαγητού (σάλτσες, λίπη κτλ.) είτε γίνονταν τροφή για τα σκυλιά είτε δίνονταν σε ζητιάνους και συσσίτια. (Στις μέρες μας πάντως ονομάζεται «παπάρα» και εκτιμάται πολύ από τους συνδαιτυμόνες…).

Με το πέρασμα των χρόνων το σάντουιτς ενσωματώθηκε σε όλες τις κουζίνες του κόσμου, οι οποίες το διαμόρφωσαν ανάλογα με τις πρώτες ύλες αλλά και τις ανάγκες των λαών τους. Τον 19ο αιώνα η ιδέα ταξίδεψε από τη Γηραιά Ήπειρο στην Αμερική, όπου διαδόθηκε γρήγορα γνωρίζοντας μεγάλη επιτυχία. Σε λίγα μόνο χρόνια, η αγορά είχε γεμίσει προϊόντα ειδικά για την παρασκευή σάντουιτς όπως π.χ. ψωμί κομμένο σε φέτες καθώς και μαγαζάκια από όπου ο καθένας μπορούσε να προμηθευτεί φρέσκα και λαχταριστά σάντουιτς με υλικά της αρεσκείας του.

Με δεκάδες αρτοσκευάσματα και αμέτρητους συνδυασμούς υλικών να του ταιριάζουν, σήμερα το σάντουιτς μπορεί να είναι ένα απλό σνακ, αλλά και ένα πολύπλοκο δημιούργημα υψηλής γαστρονομίας. Οι εκδοχές του – αλμυρές και γλυκιές, ζεστές και κρύες – καταναλώνονται σε κάθε γωνιά του πλανήτη από ανθρώπους ανεξαρτήτως ηλικίας, ως ενδιάμεσο ή κύριο γεύμα, κατάλληλο για κάθε ώρα της ημέρας.