Η κίνηση στην Αθήνα θυμίζει Αύγουστο. Οι δρόμοι άδειοι, μόνο ταξί κυκλοφορούν και σχεδόν όλα με τη σημαία ψηλά. Οι ουρές στις νέες, αυτοσχέδιες πιάτσες της ανάγκης, με την ώρα μακραίνουν, αντί να μικραίνουν. Τα εμπορικά, όσα λίγα παραμένουν ανοιχτά, περιμένουν ό,τι και οι κάποτε πελάτες τους: ένα θαύμα. Ή ένα τελικό σοκ. Κάτι, τέλος πάντως, που θα τους βγάλει από την παρατεταμένη αδράνεια. Από την κατάθλιψη. Από την εντατική.

Ωρες ώρες είμαι σίγουρος ότι όσοι διεκδικούν την ψήφο μας και τη διακυβέρνηση της χώρας δεν έχουν επαφή με την πραγματικότητα. Μαζί τους και πολλοί εξ ημών, των μιντιανθρώπων, σίγουρα και κάποιοι πολίτες, οι οποίοι για τους δικούς τους λόγους ο καθένας ζουν στον κόσμο τους.

Πόσες φορές άλλωστε έχουμε ακούσει τα δύο τελευταία χρόνια να λένε «κρίση; Ποια κρίση;». Ισως διότι για να την καταλάβουν πραγματικά θα πρέπει να πάρει φωτιά το σπίτι τους. Να δουν πτώματα στους δρόμους. Τότε όμως θα είναι πολύ αργά για να ανησυχήσουν.

Πότε είδατε τελευταία φορά πολιτικό που να αναζητεί την αλήθεια στους δρόμους; Χωρίς κάμερες. Χωρίς συνοδεία. Χωρίς να τάζει σε άτακτους και να διεκδικεί «σταυρό».

{{{ moto }}}

Πότε είδατε (ή ακούσατε για) δημόσιο πρόσωπο που να κλαίει μπροστά σε ένα μικρό (ή και μεγάλο) δράμα; Να συμπαρίσταται με ένα χάδι, με μια κουβέντα, με ένα από καρδιάς «συγνώμη» για τη δική του, μικρή ή μεγάλη συμβολή, ή ανοχή, στη δυστυχία και την αγωνία τόσων οικογενειών;

Ζουν οι περισσότεροι στους δικούς τους μικρόκοσμους. Ασχολούνται –ΑΚΟΜΗ!- με τις δικές τους μικρές, ανύπαρκτες μπροστά στις αληθινές, καθημερινότητες: τις ίντριγκες, τις διαβολές, τις «αγωνίες» τους για το αν θα διατηρήσουν ή αυξήσουν οφίτσια, μισθούς, δυνάμεις, σχέσεις…

Το καράβι είναι στα βράχια και οι καπεταναίοι, αντί να δουν τι και πόσους θα σώσουν, τραβάνε το τιμόνι πότε από τη μία πότε από την άλλη. Μόνο που το πηδάλιο δεν ακούει. Ο έλικας είναι έξω από το νερό, η πλώρη μέσα, η βύθιση απλώς θέμα χρόνου.

Και εμείς, χωρίς σχέδιο διάσωσης που να μας πείθει ότι μπορεί να μας βγάλει στη στεριά, χωρίς να εμπιστευόμαστε κανέναν πια από τους καπεταναίους, ανεκπαίδευτοι στη «θάλασσα» και αμήχανοι πάνω από το ρήγμα, τσακωνόμαστε για το αν πρέπει να ρίξουμε τις λέμβους ή να πέσουμε απευθείας στο νερό.

Κάπως έτσι, ο βυθός θα γίνει ο κοινός προορισμός μας. Εκτός αν την ύστατη στιγμή το ένστικτο επιβίωσης λειτουργήσει συνεκτικά. Αλλά ο πραγματικός Αύγουστος απέχει, ο Δεκαπενταύγουστος ακόμη περισσότερο και θαύματα δεν γίνονται – τουλάχιστον κατά παραγγελία…