Η σιωπή είναι χρυσός – ιδίως όταν είναι επιλεκτική. Χάρη σε αυτήν, ο γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε μπορεί να προσφεύγει σε κάθε είδους υπεκφυγές και διαψεύσεις όποτε κάνει δηλώσεις για καυτά θέματα. Προειδοποιήσεις προς την Ελλάδα, πριν και μετά τις ελληνικές εκλογές, ότι αν δεν τηρήσει τις δεσμεύσεις της θα εκδιωχθεί από την ευρωζώνη; Ούτε κατά διάνοια. «Οι δημοσιογράφοι με ρωτάνε κατά διαστήματα, ενίοτε μάλιστα σε προβοκατόρικο ύφος, τι σκέφτομαι για την Ελλάδα και παρουσιάζουν κατόπιν μόνο 10 δευτερόλεπτα από την απάντησή μου» έλεγε τις προάλλες στο «Βήμα». «Από μόνος μου δεν κάνω τέτοιες δηλώσεις, πόσω μάλλον προειδοποιήσεις».

Μπορεί ο κ. Σόιμπλε να είναι φειδωλός σε δηλώσεις το τελευταίο διάστημα, αλλά δύο άλλοι κορυφαίοι κυβερνητικοί παράγοντες, η Ανγκελα Μέρκελ και ο Γκίντο Βεστερβέλε, εμφανίζονται πολύ πιο ομιλητικοί. Η καγκελάριος διακηρύσσει σχεδόν καθημερινά ότι θέλει οπωσδήποτε την Ελλάδα στην ευρωζώνη, εφόσον βέβαια η ελληνική κυβέρνηση τηρήσει τις υποχρεώσεις της, ο υπουργός Εξωτερικών, πιο «σκληρός», προβάλλει την απειλή ότι σε περίπτωση αθέτησης των δεσμεύσεων η Αθήνα δεν θα πάρει τις επόμενες δόσεις του δανείου.

Αν εξαιρέσει όμως κάποιος το παραπάνω ζευγάρι, στο Βερολίνο έχει ανεγερθεί ένα νέο «επιλεκτικό τείχος σιωπής» έναντι της Ελλάδας, στο οποίο μετέχουν πολλά επιτελικά στελέχη των κυβερνητικών κομμάτων, όπως ο γενικός γραμματέας της Κοινοβουλευτικής Ομάδας των Χριστιανοδημοκρατών Πέτερ Αλτμάγιερ. «Κατ’ αρχήν περιμένουμε τον σχηματισμό της νέας κυβέρνησης και ύστερα θα αρχίσουμε να συζητάμε μαζί της» λέει σπάζοντας κι αυτός, κατά εξαίρεση, τη σιωπή του. «Ως τότε θα είμαστε φειδωλοί στις δηλώσεις. Ο σεβασμός προς τη δημοκρατικά εκφρασμένη θέληση του ελληνικού λαού δεν επιτρέπει άλλη στάση».
Η σιωπή δεν είναι απλώς βολική, αλλά και αποτέλεσμα διπλής αμηχανίας. Η πρώτη είναι πολιτικής φύσεως: το Βερολίνο διαπιστώνει ότι η Ελλάδα έχει μπει σε φάση μακρόχρονης πολιτικής αστάθειας και δη οξύτερης από εκείνη που αποτυπώθηκε στα πρόσφατα εκλογικά αποτελέσματα.
«Περιμένουμε πολύ χειρότερα» ομολογεί γερμανός διπλωμάτης. «Η πολιτική της λιτότητας διαλύει τον κοινωνικό ιστό και γενικεύει τα κρούσματα ανομίας. Η χώρα κινδυνεύει ξαφνικά από τους φασίστες. Και, στην άλλη άκρη του πολιτικού φάσματος, το άστρο του Τσίπρα ανεβαίνει κάθετα στον πολιτικό ουρανό. Το φάντασμα της μόνιμης ακυβερνησίας απειλεί να γίνει πραγματικότητα».
Η δεύτερη αμηχανία έχει οικονομικές αιτίες. Το Βερολίνο ανακαλύπτει ξαφνικά ότι είχε υποτιμήσει την έκταση της κρίσης. «Το ελληνικό χρέος είναι σχεδόν άλυτο πρόβλημα» δηλώνει ανώτατος κυβερνητικός παράγοντας που θέλει να μείνει ανώνυμος. «Τα μαλλιά των οικονομολόγων ασπρίζουν όταν ακούν ότι ακόμα και ύστερα από οκτώ χρόνια εφαρμογής του μνημονίου το συσσωρευμένο έλλειμμα της Ελλάδας θα φτάνει το 120%».
Οι κακές προοπτικές δεν προκαλούν πάντως μοιρολατρία. «Οι ευρωπαίοι εταίροι κάνουν ό,τι μπορούν για να κρατήσουμε την Ελλάδα στην ευρωζώνη» προσθέτει ο ίδιος. Το ίδιο ισχύει και για το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο: «Το ΔΝΤ παραβίασε προς χάρη της Ελλάδας τον καταστατικό του κανόνα, που επιβάλλει προγράμματα βοήθειας το πολύ τριετούς διάρκειας, φτιάχνοντας ένα οκταετές πρόγραμμα. Πρόκειται για ανήκουστη ενέργεια στα χρονικά του» λέει.
Μόνο, προσθέτει, που τα πράγματα πάνε από το κακό στο χειρότερο στην Ελλάδα, επειδή οι πολιτικοί της συνεχίζουν ένα διπλό λάθος: πρώτον, να μη μιλούν καθαρά για το πραγματικό μέγεθος του χρέους στους πολίτες. Και, δεύτερον, να αγνοούν επιδεικτικά τις αγορές, εφαρμόζοντας «τσαπατσούλικα» το μνημόνιο. «Δεν αρκεί να πειστεί μόνο η κοινή γνώμη για την αναγκαιότητα του μνημονίου» λέει. «Πρέπει να πειστούν και οι αγορές ότι γίνεται αποτελεσματική εφαρμογή των μέτρων του. Χωρίς την επιστροφή σε αυτές δεν θα υπάρξει όμως ποτέ έξοδος από την κρίση».
Το Βερολίνο αρνείται βέβαια να συζητήσει οποιαδήποτε αναθεώρηση του δεύτερου πακέτου βοηθείας, επικαλούμενο γι’ αυτό, πρώτον, την αδιαλλαξία της τρόικας στο θέμα και, δεύτερον, το «απρόσβλητο» τέτοιου είδους διεθνών συμφωνιών. Πρόκειται για «συναλλαγματική σύμβαση» επεξηγεί ο κ. Αλτμάγερ σε άπταιστα ελληνικά, αφήνοντας με αυτό να εννοηθεί ότι τυχόν παραβίασή της θα αποτελούσε θανάσιμο διπλωματικό αμάρτημα.
Ταυτόχρονα αποφεύγει να ομολογήσει ότι ζητεί από την Αθήνα «να κατορθώσει τα ακατόρθωτα» («Financial Times Deutschland») και ότι η επιδείνωση της κρίσης οφείλεται σε μέγιστο βαθμό στη μονόπλευρη λιτότητα της τρόικας. Επόμενο έτσι να αντιδρά στην «ολιγωρία» της Αθήνας με το «μαστίγιο», επικροτώντας την απόφαση του ευρωπαϊκού ταμείου στήριξης EFSF να διαθέσει μόνο 4,2 από τα 5,2 δισ. ευρώ από τη δανειακή δόση του Ιουνίου και απειλώντας την Αθήνα – μέσω του κ. Βεστερβέλε – με τη μη καταβολή των επόμενων δόσεων.
Αν αυτό το σκηνικό τρομοκρατίας, που στήνεται πλέον τακτικά πριν από κάθε καταβολή δόσης, αποτελεί μέρος ενός σχεδίου για την έξωση της Ελλάδας από την ευρωζώνη είναι μάλλον απίθανο. Η παραμονή της σε αυτήν, κατά γενική παραδοχή, είναι διασφαλισμένη μόνο εφόσον κοστίζει στους εταίρους λιγότερο από την έξοδο. Μέχρι τώρα όμως δεν έχει γίνει ποτέ τέτοια επακριβής κοστολόγηση, και ούτε μάλλον πρόκειται να γίνει, επειδή το ρίσκο είναι πολύ δύσκολα υπολογίσιμο. Το δέος μπροστά στις ανεξέλεγκτες «αλυσιδωτές επιπτώσεις» εξακολουθεί λοιπόν να πτοεί αγορές και εταίρους – παρά τις πρόσφατες διαβεβαιώσεις του κ. Σόιμπλε ότι η ευρωζώνη θα μπορούσε να «χωνέψει» εύκολα τέτοια έξοδο.
Το σίγουρο είναι βέβαια ότι η πολιτική αναμπουμπούλα στην Ελλάδα και στην υπόλοιπη Ευρώπη ευνοεί εκείνους που επιδιώκουν την έξοδο. Στη Γερμανία ωστόσο αυτοί δεν είναι ακόμα πολλοί. Η κυβέρνηση και τα κόμματα εξουσίας επιμένουν ακόμα «ελληνικά». Κι αυτό όχι μόνο για οικονομικούς λόγους: η έξοδος θα προκαλούσε κατάρρευση και του προγράμματος πολιτικής αναβάθμισης της Ευρώπης, της μετατροπής της δηλαδή σε παγκόσμιο παίκτη υπό γερμανική ηγεμονία.
Οι αστάθμητοι παράγοντες έγιναν τις τελευταίες ημέρες πολλοί: με κυριότερο, δίπλα στους Ελληνες, τον Φρανσουά Ολάντ, ο οποίος συγκεντρώνει πίσω του όσους έχουν απαυδήσει από τη μονόπλευρη γερμανική λιτότητα στον δημοσιονομικό τομέα και επιχειρεί με αυτό να γίνει ο δεύτερος μεγάλος ευρωπαίος ηγέτης δίπλα στην Ανγκελα Μέρκελ.
Το Βερολίνο ευελπιστεί μεν ότι θα βρει ένα ικανοποιητικό «modus vivendi», με τον νέο πρόεδρο της Γαλλίας όμως κανένας δεν ξέρει: οι κινήσεις του, πραγματικές ή υποθετικές, παρακολουθούνται με άγρυπνα μάτια από τους γερμανούς διπλωμάτες. Η είδηση, για παράδειγμα, προ ημερών ότι ο Αλέξης Τσίπρας επιζητούσε συνάντηση μαζί του προκάλεσε παγωμάρα στη γερμανική πρωτεύουσα. «Αλίμονό του αν το κάνει» ήταν η αυθόρμητη αντίδραση κυβερνητικού αξιωματούχου. Το «ουφ!» της ανακούφισης αντηχούσε και έξω από την καγκελαρία ύστερα από την απόρριψη του αιτήματος από τον κ. Ολάντ λίγες ώρες αργότερα.
Το μήνυμα
«Ελπίζουμε να επανέλθει η σταθερότητα»

Τις τελευταίες ημέρες η γερμανική διπλωματία εντείνει τις κινήσεις αντιπερισπασμού, οι οποίες εμπεριέχουν και «θετικούς» νεωτερισμούς, όπως το νέο πρόγραμμα ανάπτυξης για την Ευρώπη του υπουργού Εξωτερικών κ. Γκίντο Βεστερβέλε.
Οι κινήσεις αυτές κατευθύνονται και προς την Αθήνα. «Παρακολουθούμε ανελλιπώς τις εξελίξεις στην Ελλάδα και είμαστε σε διαρκή επαφή με τους έλληνες φίλους μας» λέει ο κ. Πέτερ Αλτμάγερ. «Ελπίζουμε μαζί τους να επανέλθει η πολιτική σταθερότητα».
Αλλά και η «ελπίδα» αυτή διατυπώνεται σε χαμηλούς τόνους – ο κ. Αλτμάγερ αποφεύγει τις υψηλές κορόνες όταν μιλά τελευταία για την Ελλάδα. Τον «θόρυβο της αγοράς» τον αφήνει στους ίδιους τους κατοίκους της. «Οι Ελληνες είναι ο πιο διανοουμενίστικος λαός της Ευρώπης» λέει. «Ακόμη και οι ταξιτζήδες είναι σε θέση να μιλούν για υψηλή πολιτική και φιλοσοφία στις πιο διαφορετικές γλώσσες». Κι αυτό, προσθέτει, ταιριάζει γάντι στη σιωπή που πρέπει να επιδείξουν σήμερα οι Γερμανοί.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ