Ένα απλό τεστ αίματος μπορεί να δείξει ποιες γυναίκες αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο για επιλόχεια κατάθλιψη. Αυτό αναφέρουν ερευνητές από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Γουόρικ με επικεφαλής τον έλληνα καθηγητή Δημήτρη Γραμματόπουλο οι οποίοι ανακάλυψαν ότι γυναίκες που παρουσιάζουν κατάθλιψη μετά τη γέννα έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να εμφανίζουν γενετικές παραλλαγές σε δύο υποδοχείς που εμπλέκονται στην απόκριση του οργανισμού στο στρες.

Μια στις 7 με επιλόχεια κατάθλιψη

Με δεδομένο ότι μια στις επτά γυναίκες παρουσιάζει επιλόχεια κατάθλιψη οι ειδικοί πιστεύουν ότι η νέα εξέλιξη θα μπορεί να οδηγήσει σε εντοπισμό και σε έγκαιρη αντιμετώπιση της κατάστασης.

Σήμερα οι γυναίκες που πάσχουν από επιλόχεια κατάθλιψη, η οποία συνήθως εμφανίζεται δύο εβδομάδες μετά τη γέννα, διαγιγνώσκονται… κατά τύχη – σε περίπτωση δηλαδή που κάποιος συγγενής τους ή άλλο κοντινό τους πρόσωπο παρατηρήσει τα συμπτώματα. Ωστόσο πολλές νέες μητέρες δεν παραδέχονται ότι αντιμετωπίζουν πρόβλημα καθώς πιστεύουν λανθασμένα ότι θα χαρακτηριστούν ως κακές μητέρες.

Παρουσιάζοντας τα νέα αποτελέσματα κατά τη διάρκεια του Διεθνούς Συνεδρίου Ενδοκρινολογίας στη Φλωρεντία ο κ. Γραμματόπουλος ανέφερε ότι «οι σύγχρονες πρακτικές ελέγχου βασίζονται στην τυχαία διάγνωση των περιπτώσεων επιλόχειας κατάθλιψης με χρήση ‘εργαλείων’ όπως η Κλίμακα Επιλόχειας Κατάθλιψης του Εδιμβούργου (ΕPDS). Ωστόσο αυτού του είδους τα τεστ δεν εντοπίζουν τις γυναίκες που αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο για κατάθλιψη μετά τη γέννα».

Η μελέτη

Οι ερευνητές παρακολούθησαν μια ομάδα 200 γυναικών τις οποίες υπέβαλαν στη διαδικασία του ΕPDS – η πρώτη εξέταση έγινε κατά την πρώτη επίσκεψη της εγκύου στην μαιευτική κλινική ενώ η δεύτερη δύο ως οκτώ εβδομάδες μετά τη γέννα.

Είδαν ότι οι γυναίκες που παρουσίασαν τελικώς επιλόχεια κατάθλιψη είχαν αυξημένες πιθανότητες να εμφανίζουν παραλλαγές σε δυο γονίδια υποδοχείς – συγκεκριμένα στον υποδοχέα γλυκοκορτικοειδών και στον υποδοχέα-1 έκλυσης της κορτικοτροπίνης.

Οι συγκεκριμένοι υποδοχείς ελέγχουν τη δραστηριότητα του άξονα «υποθάλαμος- υπόφυση- επινεφρίδια», ο οποίος ρυθμίζει τη δραστηριότητα ορμονών που παράγονται ως απόκριση στο στρες.

Το νέο εύρημα μαρτυρεί ότι η επιλόχεια κατάθλιψη αποτελεί μια γενετικώς ξεχωριστή κατηγορία της κατάθλιψης, γεγονός που σημαίνει ότι κάποιες γυναίκες έχουν γενετική προδιάθεση εντονότερης απόκρισης στους περιβαλλοντικούς παράγοντες που «πυροδοτούν» κατάθλιψη.

Η πρώτη σύνδεση

Σύμφωνα με τον έλληνα καθηγητή η νέα μελέτη είναι η πρώτη που δείχνει σύνδεση μεταξύ της λειτουργίας του άξονα «υποθάλαμος-υπόφυση-επινεφρίδια» και της επιλόχειας κατάθλιψης. «Πιστεύουμε ότι κάναμε ένα σημαντικό βήμα σε ό,τι αφορά τον χαρακτηρισμό των πιθανών κινδύνων και τώρα ανοίγει ο δρόμος για έγκαιρη και σωστή ιατρική θεραπεία στις γυναίκες που έχουν κίνδυνο να εμφανίσουν επιλόχεια κατάθλιψη».

Η ερευνητική ομάδα σκοπεύει τώρα να διεξαγάγει μεγαλύτερη έρευνα η οποία θα περιλαμβάνει περισσότερες γυναίκες από διαφορετικές πόλεις της Βρετανίας.

Η επιλόχεια κατάθλιψη είναι μια σοβαρή κατάσταση και διαφορετική από τη μελαγχολία που νιώθουν κάποιες γυναίκες μετά τη γέννα. Τα συμπτώματά της περιλαμβάνουν λύπη, διαταραχές στα μοτίβα του ύπνου και της διατροφής, συχνά ξεσπάσματα σε λυγμούς, μειωμένη λίμπιντο, συνεχές άγχος και ευερεθιστότητα.

Η επίδραση μπορεί να είναι σοβαρή για το παιδί. Για παράδειγμα οι μητέρες σε κατάθλιψη είναι λιγότερο στοργικές με τα βρέφη τους και δεν τους μιλούν τόσο συχνά «μωρουδίστικα» – μια διαδικασία που είναι καλή για το μωρό καθώς τραβά την προσοχή του. Όλα αυτά μπορούν να οδηγήσουν σε συναισθηματικά προβλήματα καθώς και προβλήματα μάθησης των παιδιών αργότερα στη ζωή τους.

Τα νέα ευρήματα αναμένεται να έχουν σημαντική κλινική αλλά και κοινωνική επίδραση, καταλήγει ο κ. Γραμματόπουλος. «Εάν μπορούμε να εντοπίσουμε εγκαίρως τις γυναίκες που κινδυνεύουν να εμφανίσουν επιλόχεια κατάθλιψη ώστε να λάβουν θεραπεία σε πρώιμο στάδιο, θα βελτιώσουμε όχι μόνο τη δική τους ζωή αλλά και εκείνη των παιδιών τους».