Ο κομφορμισμός και η παθητική υποταγή στην εξουσία είναι στάσεις εγκληματικές σε μια μετέωρη χώρα που παραπαίει και κλυδωνίζεται συθέμελα. Αν σήμερα, την κύρια ευθύνη γι’ αυτό την έχει ο δικομματισμός που μας κυβέρνησε επί δεκαετίες (απ’ το κεφάλι βρομάει το ψάρι), ένα μέρος της ευθύνης έχει και ο πολίτης, στον βαθμό που ανέχεται με οχαδερφική απάθεια κραυγαλέες αδικίες, συνυπάρχοντας και συμβιβαζόμενος με το στρεβλό πελατειακό σύστημα της νεότερης Ελλάδας, οι αλληλεξαρτήσεις του οποίου επέφεραν τη χιονοστιβάδα των σκανδάλων και επιτάχυναν την κρίση. Αντίθετα, συντονισμένες συλλογικές δράσεις ενεργών πολιτών, ιεραρχημένες μέσα από ελεύθερο δημοκρατικό διάλογο, λειτουργούν ως αντίδοτο και τροχοπέδη σε κυβερνητικές ατασθαλίες και αυθαιρεσίες, οι οποίες μάλιστα κορυφώνονται σε περιόδους γενικευμένων κρίσεων ή χρεοκοπιών, αποσαθρώνοντας τα θεμέλια του κράτους Δικαίου.

Έτσι, η συλλογική συμμετοχή στα κοινά – τη γειτονιά, τη δουλειά, τον δήμο, τα ζωτικά θέματα της υγείας, παιδείας, κ. λπ. – είναι προϋπόθεση δημοκρατικής ευνομίας, ενώ, σε προσωπικό επίπεδο, είναι δείκτης υγιούς συμπεριφοράς, με ενδιαφέρον για τη ζωή και το μέλλον μας.

Είναι γεγονός ότι οι συλλογικές αυτές δραστηριότητες είναι λυτρωτικές για τον άνθρωπο, και δη σε καιρούς χαλεπούς. Αν, αντίθετα, στη ζοφερή εποχή των αντιξοοτήτων αδιαφορήσουμε για όλα και, απογοητευμένοι, κλειστούμε στο καβούκι μας, ο κλονισμός της υγείας μας, βιολογικής και ψυχοπνευματικής, θα είναι θέμα χρόνου. Οι στατιστικές, με τις στρατιές
ασθενών, καταθλιπτικών και αυτοχείρων, το επιβεβαιώνουν δυστυχώς καθημερινά.

Κι όμως, υπάρχουν κάποιες ελάχιστες εξαιρέσεις του κανόνα που λειτουργούν σαν φωτεινοί φάροι, για να μας παραδειγματίσουν και να μας οπλίσουν με αισιοδοξία: o Γκέοργκ Γκάνταμερ (1900-2002), ο Γερμανός στοχαστής που θεμελίωσε την ερμηνευτική, μας αποκαλύπτει τα θεμέλια της υγείας, μέσα σ’ ένα κόσμο όπου τα παραϊατρικά και φαρμακευτικά κυκλώματα, δαιδαλωδών ειδικοτήτων και νοσηρών σκοπιμοτήτων, δίνουν και παίρνουν. Τα λόγια του έχουν ιδιαίτερο βάρος, όχι μόνο γιατί υπήρξε κορυφαίος φιλόσοφος, αλλά γιατί – σε πείσμα, τόσο της πολιομυελίτιδας από την οποία υπέφερε απ’ τα νεανικά του χρόνια όσο και των δεινών απ’ τις θηριωδίες του ναζισμού στην χώρα του και τον κόσμο – κατόρθωσε, με το πληθωρικό πνευματικό του έργο, να φθάσει τα 102 χρόνια και να μας προσφέρει τις ανεκτίμητες υπηρεσίες του:«Η υγεία μας ‘κρύβεται’. Είμαστε υγιείς όταν δεν θέτουμε το πρόβλημα της υγείας, όταν το
ξεχνάμε. Είμαστε υγιείς όταν απλώς ζούμε, χωρίς να σκεφτόμαστε υγεία και αρρώστια, τη δόλια διαλεκτική που συνδέει τη μια με την άλλη. Η ζωή στηρίζεται σ’ αυτή τη λήθη, που είναι ο σκοπός κάθε θεραπείας. Θεραπεύομαι, σημαίνει ‘ξαναρχίζω να ξεχνάω’! »>> [σημείωση 1, στο τέλος του κειμένου].

Ξεχνάμε, πολλώ μάλλον, όταν έχουμε μια δουλειά που αγαπάμε, κάθε φορά που ερωτευόμαστε και όταν συμμετέχουμε σε συλλογικές δραστηριότητες.

Στους σημερινούς αμείλικτους καιρούς του απρόσωπου χρηματοπιστωτικού κατεστημένου και των πολυεθνικών κολοσσών, μόνο με τη συστράτευσή μας θα αντιταχθούμε στην επιχειρούμενη πλανητική ομογενοποίηση συνειδήσεων
και συλλογικού φαντασιακού, στην οποία, εδώ και δεκαετίες, μας έχουν εθίσει γιγαντιαία δίκτυα και ΜΜΕ, που – με την «εικόνα» και την «εικονική πραγματικότητά τους» – συνδυάζουν την ψυχαγωγία με τη χειραγώγηση, αποστερώντας έτσι κάθε στοιχειώδη δυνατότητα κριτικής σκέψης.

Εξάλλου, αναφορικά με τα ΜΜΕ, ο Ουμπέρτο Έκο, με το κλασικό του έργο «Κήνσορες και Θεράποντες» (Γνώση, Αθήνα, 1987), αντιπαρατιθέμενος στον Αντόρνο, υποστήριζε θαρραλέα, εδώ και 50 χρόνια, ότι: «οι διανοούμενοι
χρειάζεται να προτείνουν θεραπείες και λύσεις στα προβλήματα επικοινωνίας… υιοθετώντας στάση εποικοδομητικής έρευνας, που δεν αποκλείει την αυστηρή κριτική». Σε ένα τοπίο τόσο ρευστό απαιτείται <<δραστική παρέμβαση των διανοουμένων… με στόχο τα ΜΜΕ να καταστούν φορείς πολιτισμικών αξιών… και το ιδίωμα των εικόνων, πρόκληση για
κριτικό στοχασμό και όχι πρόσκληση για ύπνωση!».! >> [σημείωση 2, στο τέλος του κειμένου].

Στο σημείο αυτό, πρέπει να επισημανθεί ότι όσο καταστροφική είναι η εσωστρεφής απάθεια, άλλο τόσο ολέθριος είναι ο ανορθολογικός δογματισμός και οι αγελαίες ενστικτώδεις συμπεριφορές του σπαρασσόμενου χύδην όχλου, όταν γίνεται έρμαιο νεόκοπων λαοπλάνων αρχηγίσκων, ακραίων ιδεολογιών, που τον παρασύρουν με απατηλές τους υποσχέσεις, για άρτον και θεάματα, καθώς και για ανέξοδα δικαιώματα. Ο αγώνας είναι λοιπόν πολυμέτωπος, αφού στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα της απαράδεκτης ομογενοποίησης, οφείλουμε – ως υποκείμενα σκεπτόμενα – να αντιδράσουμε και να αντισταθούμε στον ποικιλόμορφο αγοραίο αυταρχισμό της εξουσίας (με οργάνωση, κινήματα, απεργίες, μποϊκοτάζ, διαδηλώσεις, κ.λ.π. μορφές πάλης), προσδίδοντας νόημα στη ζωή μας και ενσαρκώνοντας όραμα για τους απογόνους μας.

Η σημερινή εγωιστική και αυταρχική Ευρώπη του πλούσιου Βορρά, αντιστρατευόμενη και καταπιέζοντας ποικιλοτρόπως τον φτωχό Νότο των λεγόμενων ‘γουρουνιών’ (Ρ. Ι. G. S:Πορτογαλία, Ιταλία, Ελλάς, Ισπανία), διακυβεύει αμετάκλητα την ίδια της τη ζωτικότητα και το μέλλον, τα οποία θυσιάζει στον βωμό μιας κοντόφθαλμης και μονοσήμαντης πορείας, με αποκλειστικό γνώμονα τον άκρατο νεοφιλελευθερισμό της παγκοσμιοποίησης. Δεν αρκεί πλέον ένα μορατόριουμ ή μια ρυθμιστική παρέμβαση. Χρειάζεται ριζική αλλαγή προτεραιοτήτων και κατεστημένων δομών, για την επίτευξη οσιαστικής αναδιανεμητικής δικαιοσύνης.

Παρατηρώντας τα τεκταινόμενα σήμερα στην Ευρώπη, δικαιολογημένα αμφισβητείται η προοπτική μιας ουσιαστικής πολιτικής της ένωσης, η οποία θα ήταν σε θέση να συγκεράσει αρμονικά την εθνική και πολιτισμική πολλαπλότητα, με σεβασμό στην κρατική πολιτική κυριαρχία και τις απαράβατες αρχές ελευθερίας και ισότητας των μελών της. Η
ελευθερία – υπεύθυνη αυτοπειθαρχία και αυτοέλεγχος – έχει κατακτηθεί χάρη στην πολύτιμη πνευματική παρακαταθήκη, κράμα ανδρείας και σοφίας, αναρίθμητων γενεών πρωτοπόρων ηγετών, κοινωνικών ομάδων και λαών. Παράλληλα με την εξασφάλιση και την εδραίωση της ελευθερίας, η ισότητα – ισονομία και ισοπολιτεία – δίδυμο αδελφάκι της, είναι ζητούμενο εξίσου πολύτιμο και αναγκαίο και για το λόγο αυτό, επίσης κινητήρια δύναμη της ιστορίας, από καταβολής κόσμου! Η κατάκτησή τους, ωστόσο, προϋποθέτει ηθική και διανοητική έμπνευση και συνεχείς αγώνες, που πόρρω απέχουν από την τρέχουσα πολιτική της τεχνικής διαχείρισης και της χειραγώγησής μας.

Ας μην ξεχνάμε, βέβαια, ότι κατά τον τελευταίο αιώνα, των ολοκληρωτικών καθεστώτων, των Παγκοσμίων Πολέμων και πρόσφατα της αμείλικτης παγκοσμιοποίησης του αγοραίου νεοφιλελευθερισμού, επικράτησε στη Δύση ένα τουλάχιστον φωτεινό μεσοδιάστημα: πρόκειται για τη χρυσή 25ετία, 1947-1972, μια περίοδο μεικτής οικονομίας που, κατά τα πρότυπα του Κέινς, οδήγησε σε αύξηση της απασχόλησης, των μισθών και της παραγωγικότητας, με συνακόλουθη μείωση των εισοδηματικών ανισοτήτων και των εντάσεων. Ωστόσο, πρόκειται φυσικά για την εξαίρεση του κανόνα των αδικιών του καπιταλιστικού συστήματος, που αφορά τη συγκεκριμένη περίοδο, η οποία ξεκίνησε με την ανασυγκρότηση από τα ερείπια και τις στάχτες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και τερματίστηκε άδοξα με την Α’ πετρελαϊκή κρίση.

Τα σκληρά βιώματά μας απ’ τα σημερινά αδιέξοδα, μοιραία μας οδηγούν σε συνειρμούς:
· Πρέπει, άραγε, για να γλυτώσουμε απ’ τον εκτροχιασμό της αγοράς και να ξαναζήσουμε μια νέα ‘χρυσή’ περίοδο προκοπής και ειρήνης, να πληρώσουμε προηγουμένως το τίμημα ενός νέου αδελφοκτόνου αλληλοσπαραγμού και αιματοχυσίας;

· Γιατί, άραγε, ο Ηρακλείτειος πόλεμος – πατήρ πάντων – μια ισοπεδωτική οικολογική καταστροφή ή μια γενικευμένη σύρραξη για τον έλεγχο των πρώτων υλών, θα πρέπει να είναι το τίμημα για να επανεκτιμήσουμε την αξία της ζωής και να συνετιστούμε;

· Γιατί, άραγε, το ιστορικό γίγνεσθαι της ανθρωπότητας να είναι μοιραία συνυφασμένο με πολέμους, που – αλλάζοντας προσωπεία (συμβατικός, πυρηνικός, βιολογικός, οικονομικός) – εναλλάσσουν εξουσίες και δυνάστες;

· Γιατί και ως πότε, οι αλλεπάλληλοι αγώνες και επαναστάσεις για την άρση των αδικιών, μπολιάζοντάς μας με το αίμα και τη βία, θα διαιωνίζουν τον καταραμένο φαύλο κύκλο που μας εγκλωβίζει σε διχασμούς του χθες;

Μήπως, μολαταύτα, θα αξιωθούμε κάποτε να δώσουμε το χέρι στον συνάνθρωπο και τον αλλόφυλο και θα ανοίξουμε, επιτέλους, τον δρόμο στα παιδιά και τους απογόνους μας, στα άλλα ζωικά είδη, καθώς και στον πλανήτη μας – τη νέα μας γειτονιά – που, ενώ μας φιλοξενεί για εκατομμύρια χρόνια, ήδη αρχίζει να ασφυκτιά και να μας το αποκαλύπτει
ποικιλοτρόπως;

Αν η ελπίδα πεθαίνει τελευταία, έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι, όσο υπάρχουν άνθρωποι στον ταλαιπωρημένο πλανήτη μας που μοχθούν και αγωνίζονται, η Οδύσσειά μας θα συνεχίζεται. Ωστόσο, οι προσδοκίες μας, αργά ή γρήγορα, θα δικαιώνονται, στο βαθμό που νέα και εξίσου φωτεινά οικουμενικά Πνεύματα θα αναδεικνύονται, αντιπαραθέτοντας αρχές και οράματα σε εξουσίες και συμφέροντα, και θα αμβλύνουν, έτσι, χάσματα, ανισότητες και αδικίες! [σημείωση 3, στο τέλος του κειμένου].

Εφόσον λοιπόν η ιστορία δεν γράφεται μόνον από εναλλαγή ηγετών και μέσων που αγιάζονται απ’ τους εκάστοτε σκοπούς τους, θα πρέπει εφεξής, κοινωνίες και λαοί, καθοδηγούμενοι από Οικουμενικούς Ηγέτες – αντί να απογοητεύονται και να απελπίζονται αδρανώντας – να χαλυβδώνουν τη θέληση και το πείσμα τους, για τα αυτονόητα θεμελιώδη και απαράγραπτα δικαιώματά τους, έχοντας κατά νουν ότι τίποτα απολύτως δεν κατακτάται ανέξοδα, αφού «πόνου χωρίς ουδέν ευτυχεί»! >>[σημείωση 4, στο τέλος του κειμένου].

Ο κ. Στάθης Καπογιαννόπουλος είναι Πολιτικός Μηχανικός και Συγγραφέας

Σημειώσεις:
[1] Θανάσης Γιαλκέτσης, ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑΡΙΟ ΙΔΕΩΝ, Εκδ. ΠΟΛΙΣ, Αθήνα, 2012, Σελ. 136-137.
[2] Θανάσης Γιαλκέτσης, ο. π. Σελ. 383.
[3′] Στάθης Καπογιαννόπουλος, ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΣΤΟΝ ΓΑΓΓΗ, Εκδ. ΔΙΑΥΛΟΣ, Αθήνα, 2011, Σελ. 369-370.
[4] Σοφοκλής, ΗΛΕΚΤΡΑ, 945.