Παρατηρώ ότι η ιδέα της αποχής ωριμάζει ολοένα και περισσότερο στο νου της ελληνικής κοινωνίας και μάλιστα τείνει να γίνει και πολιτική θέση. Όσοι απέχουν, επιθυμούν να στείλουν ένα μήνυμα αγανάκτησης στο πολιτικό προσωπικό και να δείξουν την απαξίωσή τους προς τα κόμματα που φαίνονται υπεύθυνα για αρκετά από τα δεινά του τόπου μας.

Στην πραγματικότητα, όμως, η αποχή δε συνιστά αντίδραση, αλλά αποτελεί ένδειξη απάθειας και αδιαφορίας, αν και από μια μικρή μερίδα αντιμετωπίζεται ως συνειδητή επιλογή εναντίωσης προς την υπάρχουσα εκλογική διαδικασία και το κοινοβουλευτικό καθεστώς γενικότερα. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, και σε πρακτικό επίπεδο, η αποχή είναι αναποτελεσματική, διότι δεν προσμετράται στο εκλογικό αποτέλεσμα, το οποίο προκύπτει επί των ψηφισάντων πολιτών.

Ο ψηφοφόρος που απέχει, πολύ απλά «δεν υφίσταται» για το εκλογικό μας σύστημα: οι έδρες των κομμάτων θα βγουν από τους συμμετέχοντες και μόνο. Το ίδιο ισχύει για το «άκυρο» και το «λευκό». Το πρώτο δεν προσμετράται ορθώς, διότι πρόκειται για μια έγκυρη ψήφο λόγω ασαφιών. Το δεύτερο, σύμφωνα με τον ισχύοντα εκλογικό νόμο, πλέον αθροίζεται και συν-προσμετρείται με τα «άκυρα». Δηλώνεται ξεκάθαρα στο ΦΕΚ της 7ης Φεβρουαρίου 2006.

Πρόκειται για τον εκλογικό νόμο 3434/2006 (νόμος Παυλόπουλου), στο Αρθρο 1, όπου αναφέρεται ρητά ότι «τα λευκά ψηφοδέλτια ΔΕΝ προσμετρούνται στα έγκυρα». Σε ένα κοινοβουλευτικό πολίτευμα, η μοναδική δύναμη του λαού είναι η ψήφος. Με αυτόν τον τρόπο εκλέγει την κυβέρνηση. Με την αποχή από τις εκλογές, απέχουμε ουσιαστικά από το πολιτικό γίγνεσθαι του τόπου μας και αποποιούμαστε των ευθυνών μας που απορρέουν από το Σύνταγμα.

Η δημοκρατία απευθύνεται σε πολίτες υπεύθυνους, οι οποίοι συμμετέχουν ενεργά και με ώριμη σκέψη στα πολιτικά ζητήματα της χώρας. Ο πιο άμεσος τρόπος είναι η ψήφος. Η αποχή δεν είναι δημοκρατία, είναι δειλία και ανευθυνότητα. Συνεπώς, σαφώς ΘΑ ΠΑΩ ΝΑ ΨΗΦΙΣΩ στις 6 Μαίου ασκώντας το δικαίωμα και την υποχρέωσή μου!

Μπαξεβάνος Ιωάννης

*Φοιτητής του Τμήματος Φιλολογίας στο Α.Π.Θ.