Οι μεταρρυθμίσεις και τα μέτρα που περιλαμβάνονται στο οικονομικό πρόγραμμα (Μνημόνιο) δεν μπορεί να έχουν άμεση απόδοση και γι’ αυτό είναι αναγκαίο να υιοθετήσουμε πολιτικές και δράσεις άμεσου αναπτυξιακού αποτελέσματος, τόνισε την Παρασκευή ο πρωθυπουργός Λουκάς Παπαδήμος, μιλώντας σε ημερίδα σε κεντρικό ξενοδοχείο των Αθηνών για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, παρουσία και του ευρωπαίου επιτρόπου Βιομηχανίας και Επιχειρήσεων Αντόνιο Ταγιάνι.

Την ημερίδα με θέμα «Ανάπτυξη στην Ελλάδα: Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις και Επιχειρηματικότητα στο πλαίσιο της στρατηγικής “Ευρώπη 2020”» διοργανώνουν από κοινού το οικονομικό γραφείο του Πρωθυπουργού και η Κομισιόν.

«Οργανώσαμε αυτό το συνέδριο από κοινού με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή διότι η στήριξη της οικονομικής δραστηριότητας είναι κορυφαία προτεραιότητα μετά από πέντε χρόνια ύφεσης και αυξανόμενης ανεργίας. Πρέπει να αφιερώσουμε όλες τις δυνάμεις μας στο να αντιστρέψουμε αυτή την πορεία. Οχι μόνο επειδή οι επιδόσεις μιας οικονομίας συνοψίζονται στην αύξηση της παραγωγής, του εισοδήματος και της απασχόλησης, αλλά και διότι ο συνδυασμός ύφεσης και ανεργίας έχει αφόρητο οικονομικό και κοινωνικό κόστος για τη χώρα μας» είπε ο κ. Παπαδήμος.

«Εκτός αυτού όμως, η ύφεση και η ανεργία υπονομεύουν την εφαρμογή του Οικονομικού Προγράμματος το οποίο έχει ως τελικό στόχο, μέσα από τη βελτίωση της παραγωγικότητας, να δημιουργήσει προϋποθέσεις ενίσχυσης της ανάπτυξης. Αυτό έχουμε τονίσει επανειλημμένως και αυτό αποτελεί ευρύτερα αποδεκτό στόχο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο» σημείωσε.

«Το Δεύτερο Οικονομικό Πρόγραμμα της Ελλάδας έχει έντονα αναπτυξιακά στοιχεία που συχνά υποεκτιμώνται. Είναι αλήθεια όμως ότι το Πρόγραμμα επιδιώκει παράλληλα τον περαιτέρω περιορισμό του δημοσιονομικού ελλείμματος και η διαδικασία επίτευξης του στόχου αυτού βραχυπρόθεσμα ασκεί αρνητική επίδραση στο εισόδημα και στην απασχόληση» επισήμανε ο Πρωθυπουργός.

«Ομως», πρόσθεσε, «οι μεταρρυθμίσεις και τα μέτρα που περιλαμβάνονται στο Οικονομικό Πρόγραμμα δεν μπορεί να έχουν άμεση απόδοση. Δεν αναμένεται να επηρεάσουν θετικά με άμεσο τρόπο την οικονομική δραστηριότητα, αλλά με κάποια χρονική υστέρηση».

«Δεν μπορούμε να περιμένουμε μέχρις ότου οι βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις να αντιστραφούν» τόνισε και προσέθεσε ότι «για τον λόγο αυτόν είναι αναγκαίο, παράλληλα με την εφαρμογή του Οικονομικού Προγράμματος, να υιοθετήσουμε πολιτικές και δράσεις άμεσου αναπτυξιακού αποτελέσματος. Ορισμένες ήδη έχουν δρομολογηθεί, πρέπει όμως να προστεθούν και άλλες, που θα ενεργήσουν συμπληρωματικά και θα στηρίξουν την ανάκαμψη».



«Οι τράπεζες να αναλάβουν τις ευθύνες τους»

Ιδιαίτερη αναφορά έκανε ο κ. Παπαδήμος στις τράπεζες. «Στο πλαίσιο αυτό», είπε, «οι τράπεζες οφείλουν να διαδραματίσουν ενεργό ρόλο και να αναλάβουν τις ευθύνες τους για τη στήριξη της πραγματικής οικονομίας. Οφείλουν να κινηθούν με ταχύτητα, να κινητοποιήσουν διαθέσιμους πόρους και να χρηματοδοτήσουν τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις».

Καθοριστική προϋπόθεση στην προσπάθεια χρηματοδότησης της ανάπτυξης είναι η επιτυχής ολοκλήρωση της διαδικασίας ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, ανέφερε. Ο κ. Παπαδήμος είπε ακόμα ότι την Πέμπτη έφθασαν τα πρώτα 25 δισ. ευρώ από τον EFSF για την ενίσχυση των τραπεζών και υποστήριξε ότι με την ολοκλήρωση αυτής της διαδικασίας, και παράλληλα με την περαιτέρω αναδιάρθρωση του τραπεζικού συστήματος, θα δημιουργηθούν νέες, ευνοϊκότερες συνθήκες για τη χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας και ειδικότερα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.

«Στηρίζουμε και προωθούμε την τραπεζική χρηματοδότηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων», είπε ο Πρωθυπουργός, «με τον όρο ότι οι επιχειρήσεις θα ενισχύουν την απασχόληση». Αν οι τράπεζες θέλουν κεφαλαιακή ενίσχυση από το κράτος, υπογράμμισε, πρέπει να αυξήσουν τη χρηματοδότηση προς τις επιχειρήσεις, και ιδιαίτερα προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ενώ ο κ. Παπαδήμος προσέθεσε ότι αν οι ΜμΕ θέλουν τραπεζικές πιστώσεις, πρέπει να προστατεύσουν την απασχόληση και να ενισχύσουν τις θέσεις εργασίας.

«Η ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος και η ενίσχυση της ρευστότητάς τους αποτελούν αναγκαίες συνθήκες για την αύξηση της χρηματοδότησης της οικονομίας και των ΜμΕ. Και η ενίσχυση της χρηματοδότησης των ΜμΕ είναι συνδεδεμένη με τη δημιουργία και την προστασία θέσεων εργασίας. Αυτές είναι απαραίτητες προϋποθέσεις, παράλληλα με την πλήρη εφαρμογή του Οικονομικού Προγράμματος, ώστε να περάσουμε το ταχύτερο δυνατό στην ανάκαμψη και σε πορεία βιώσιμης ανάπτυξης της οικονομίας μας» κατέληξε ο κ. Παπαδήμος.

Ανοίγοντας τις εργασίες της ημερίδας, ο διευθυντής του οικονομικού γραφείου του πρωθυπουργού Γκ. Χαρδούβελης, είπε ότι «η έξοδος της Ελλάδας από την κρίση είναι ταυτισμένη όχι μόνο με το νοικοκύρεμα του κράτους αλλά και με τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων, ιδιαίτερα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, αφού αυτές αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας».

«Η έξοδος», υπογράμμισε, «είναι ταυτισμένη με την ενίσχυση της ρευστότητάς τους και τη δημιουργία ενός περιβάλλοντος που θα τους επιτρέψει να παράγουν πιο ανταγωνιστικά προϊόντα και να παρέχουν πιο ανταγωνιστικές υπηρεσίες. Ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας χωρίς τις υγιείς μικρομεσαίες επιχειρήσεις δεν μπορεί να υπάρξει».

«Οι θυσίες είναι απαραίτητες»

«Οι θυσίες ήταν και είναι απαραίτητες» τόνισε την Παρασκευή, σε συνέντευξη Τύπου ο Αντόνιο Ταγιάνι. Ο επίτροπος εξέφρασε την πεποίθηση ότι η Ελλάδα μπορεί να βγει από την κρίση, ενώ αναφερόμενος στη μείωση του εργατικού κόστους είπε ότι δεν σημαίνει μόνο μείωση μισθών, αλλά και μείωση κόστους παραγωγής, εργοδοτικών εισφορών κτλ.

«Oι Ελληνες είναι ελεύθεροι να επιλέξουν την πολιτική καθοδήγηση που προτιμούν. Κυρίαρχη πάντα είναι η δημοκρατία και η ΕΕ είναι σταθερά δίπλα στην Ελλάδα για να την βοηθήσει στην πορεία της προς την έξοδο από την κρίση» σημείωσε.

«Εχω μεγάλη εμπιστοσύνη στην Ελλάδα ότι θα βγει από την κρίση. Η Ελλάδα είναι στην Ευρώπη και θέλουμε να μείνει στην Ευρώπη. Σε αυτήν τη φάση δεν είναι μόνη της η Ελλάδα, δεν παρεμβαίνουμε στο εσωτερικό» προσέθεσε.

Απαντώντας σε ερώτηση δημοσιογράφου σημείωσε ότι η προσωπική του άποψη είναι υπέρ της δημιουργίας μιας Ενωμένης Ευρώπης στα πρότυπα των ΗΠΑ, με ενιαίο νόμισμα, ενιαία πολιτική, κοινή οικονομική πολιτική και μια Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στα πρότυπα της FED.

Αναφορικά με τη στρατηγική της ΕΕ βάσει του Συμφώνου της Λισαβόνας, παραδέχθηκε ότι δεν επιτεύχθηκαν οι στόχοι που είχαν τεθεί, πρόσθεσε όμως ότι μπορούν, με την επικαιροποίηση του σχεδίου, να επιτευχθούν με ορίζοντα το 2020.

Μείωση κόστους εργασίας

Αναφορικά με τη μείωση του κόστους εργασίας, ανέφερε ότι «η Ελλάδα πρέπει να κάνει και όντως κάνει θυσίες όπως οφείλουν να κάνουν και άλλες χώρες. Αυτές οι θυσίες ήταν και είναι απαραίτητες», σημείωσε.

Στη συνέχεια, διευκρίνισε όμως ότι μείωση του κόστους εργασίας δεν σημαίνει μόνο μείωση μισθών άλλα και μείωση κόστους παραγωγής, εργοδοτικών εισφορών και άλλων στοιχείων.

Σημείωσε με έμφαση ότι μέλη της ευρωπαϊκής βιομηχανίας έχουν έρθει σήμερα στην Ελλάδα για να συζητήσουν τις δυνατότητες συνεργασίας, ενώ αναφορικά με τους τομείς στους οποίους πρέπει να εστιαστεί η συζήτηση για την ανάπτυξη, έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στον τουρισμό και τον αγροτουριστικό τομέα, λέγοντας ότι η ανάπτυξη αυτών των τομέων θα φέρει συνέργειες και σε άλλους κλάδους.

Με έμφαση σημείωσε ότι στόχος είναι να υποστηριχθούν ιδιαίτερα οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις του τουριστικού τομέα και σημείωσε ότι πρέπει να δοθεί έμφαση στη διευκόλυνση του τουριστικού ρεύματος από τη Ρωσία και την Κίνα.

Διαμαντοπούλου: Κεντρικό διακύβευμα η ανάπτυξη

Στην παρέμβαση της, η υπουργός Ανάπτυξης Αννα Διαμαντοπούλου, επισήμανε ότι το κεντρικό διακύβευμα σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο είναι η ανάπτυξη.

«Είχα την τύχη, με την ιδιότητά μου ως Επιτρόπου την περίοδο 1999-2004, να συνεισφέρω στη διαμόρφωση της στρατηγικής της Λισσαβόνας για την Ευρώπη του μέλλοντος. Παρά τις προσπάθειες που έγιναν, ο φιλόδοξος στόχος, να γίνει η Ευρώπη η πιο ανταγωνιστική οικονομία στον κόσμο ως το 2010, δεν επιτεύχθηκε. Η οικονομική κρίση ανέδειξε τις αδυναμίες του ευρωπαϊκού οικοδομήματος» σημείωσε.

«Χωρίς να μηδενίσουμε τα κεκτημένα πρέπει να κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας, όλες οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις σε συνεργασία με τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, για να δώσουμε νέα κατεύθυνση στην Ευρωπαϊκή πολιτική» πρόσθεσε.