Παρασκευή 20 Απριλίου 2012, ώρα 11.30 π.μ., Τοσίτσα, Νοταρά, Στουρνάρη, Μπενάκη.

Όλη νύχτα και νωρίς το πρωί στη γειτονιά – Νοταρά και πέριξ – πέφτουν καπνογόνα και χημικά. Η λογίστριά μου μου εξηγεί ότι ο γιος της κοιμήθηκε το βράδυ στον καναπέ, μέσα στο γραφείο, γιατί δεν μπορούσε να φύγει. Η ίδια πάλι δεν μπορούσα να φτάσει το πρωί.

Η πόρτα του ισόγειου φοροτεχνικού γραφείου είναι πάντα κλειδωμένη κι αν δεν σε περιμένουν σιγά μη σου ανοίξουν την πόρτα.

Βγαίνω και κατηφορίζω την Τοσίτσα. Ερημιά, απόλυτη. Όχι απόλυτη, να είμαστε σοβαροί. Σε κάτι σκαλιά πέντε-έξι πιτσιρικάδες ετοιμάζουν τις δόσεις και τις σύριγγες. Ένας ακόμη ξέμπαρκος στο παγκάκι διαλύει τη σκόνη.

Με ακολουθεί μόνον η σκιά μου και ο σκύλος που είχε συνηθίσει να κάνει παρέα στους χρήστες πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τη χρήση. Νιώθει μοναξιές.

Μα πού πήγαν όλοι, που έλεγε και η διαφήμιση. Όχι μακριά. Φίλοι με μαγαζιά στην Κιάφας, εκείνο το μικρό στενό που ενώνει την Ακαδημίας με τη Ζωοδόχου Πηγής, μου έλεγαν εχθές ότι κάθε μεσημέρι τα παγκάκια και τα καθίσματα γεμίζουν χρήστες και δεν μπορούν να τους διώξουν. Οι πελάτες τρομάζουν και φεύγουν.

Το ίδιο συμβαίνει στην Καντακουζηνού, τον πεζόδρομο στο πλάι της Θεμιστοκλέους, μεσημέρι βράδυ. Κι ας λειτουργεί εκεί ιδιωτική σχολή με μπόλικους σπουδαστές. Ποιος νοιάζεται;

Η σκούπα που σκούπισε την Τοσίτσα, έσπρωξε τα σκουπίδια σε δρόμους της γειτονιάς που δεν έχουν «τουριστικό ενδιαφέρον» όπως το Μουσείο με τα πούλμαν του.

Ένα γύρω τα Εξάρχεια αστυνομεύονται, οι χρήστες διώκονται και καταλήγουν στις παρυφές, προς την Ακαδημίας και την Πανεπιστημίου και, φυσικά, τη Σωκράτους και τη Μενάνδρου.

Προχθές, νεαρός χρήστης μπροστά στην είσοδο της πολυκατοικίας μας μου είπε αγανακτισμένος: «Μας διώξανε οι μπάτσοι και από τα Εξάρχεια και από το Κολωνάκι, μας φώναζαν φευγάτε από ’δώ, πηγαίνετε παρακάτω. Εδώ δεν είναι το παρακάτω; Τι μου φωνάζεις κι εσύ, πού να πάω τελικά; Παράτα με».

Αλήθεια κύριε Υπουργέ. Και κύριε Δήμαρχε. Τι πρέπει να συμβεί για να ασχοληθείτε μαζί μας;